Γαλ. (2, 16-20)
«…Ἀδελφοί,
εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾽Ιησοῦ
Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾽Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως
Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, ὅτι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ.
Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἄρα Χριστὸς
ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην
ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ
συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν
πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ...».
ΑΝΑΛΥΣΗ
Η σχέση της τηρήσεως
του νόμου και της εν Χριστώ σωτηρίας είναι από τα θεμελιώδη σημεία της
διδασκαλίας του αποστόλου Παύλου.
Αφορμή
γι’ αυτό είναι οι χριστιανοί που προέρχονταν από τον Ιουδαϊσμό και
εξακολουθούσαν μαζί με το Ευαγγέλιο να τηρούν και τις διάφορες διατάξεις του
νόμου[1].
Ο Παύλος αντιτάσσει
τη σταυρική θυσία του Χριστού, που προσφέρθηκε μια για πάντα για την απολύτρωση
των ανθρώπων και τη σωτηρία του κόσμου, καταργώντας τη σημασία όλων αυτών των
διατάξεων. Η σωτηρία μας δεν στηρίζεται πλέον στην τήρηση του παλαιού νόμου,
αλλά στην πίστη μας στο Χριστό. Γύρω από αυτό το θέμα περιστρέφεται
και η σημερινή αποστολική περικοπή.
«...Ἀδελφοί,
εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾽Ιησοῦ
Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾽Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως
Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, ὅτι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ...».
στιχ. (16)
Ακλόνητη πεποίθηση του Παύλου, που πηγάζει από την εν Χριστώ εμπειρία του,
είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δικαιωθεί με την τήρηση των διατάξεων του
Μωσαϊκού νόμου.
Το ρήμα
«…δικαιούμαι…» έχει μια ειδική σημασία και αναφέρεται στη σχέση και
τη στάση του ανθρώπου προς το Θεό αλλά και το αντίστροφο. Η τήρηση αυτής της
σχέσης και στάσης που περιμένει ο Θεός από τον άνθρωπο, συνιστούν τη δικαίωση
του προς το Θεό.
Στη στάση αυτή ο άνθρωπος δεν μπορούσε να φτάσει εξαιτίας της δικής του
αδυναμίας και να τον τηρήσει με ακρίβεια. Η πλάνη όμως του ιουδαϊκού νόμου ήταν
ότι ο άνθρωπος πίστευε πως μπορούσε να φθάσει στη δικαίωση με τις ΔΙΚΕΣ του
δυνάμεις και ότι η στάση που προσεγγίζει το Θεό είναι ένα ατομικό κατόρθωμα.
Αυτό που αδυνατεί να δώσει η τήρηση του νόμου, ο άνθρωπος το επιτυγχάνει
με την πίστη στο Χριστό. Πίστη στο Χριστό σημαίνει ότι αναγνωρίζει κανείς
πραγματικά στο πρόσωπο του Αυτόν που απέστειλε ο Πατέρας. Σημαίνει ότι
αποδέχεται τα λόγια Του, διακινδυνεύει το παν για τη Βασιλεία Του, ότι δέχεται
να χάσει τα πάντα για να κερδίσει το Χριστό.
Με τη δική μας δικαιοσύνη και με τη δική μας αρετή οι άνθρωποι δεν
μπορούμε να σωθούμε. Αν μπορούσαμε με τα έργα του νόμου να δικαιωθούμε τότε
γιατί να έρθει ο Χριστός και να σταυρωθεί ὑπέρ ἡμῶν;
«...Εἰ
δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας
διάκονος; Μὴ γένοιτο…» στιχ. 17
Ο απόστολος για ν’ αποδείξει την ορθότητα της διδασκαλίας του,
χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ατόπου επαγωγής. Με απλά λόγια ο απόστολος μας λέει
πως αν εγκαταλείψουμε το νόμο χάριν του Χριστού και με την εγκατάλειψη αυτήν
ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΩΝΟΜΑΣΤΕ αλλά ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΜΑΣΤΕ, τότε ο Χριστός είναι αίτιος της
κατακρίσεως και «διάκονος της αμαρτίας». Αλλά ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι
ολοφάνερο ΑΤΟΠΟ και ΒΛΑΣΦΗΜΟ, και γι’ αυτό ο Παύλος το αρνείται με τη φράση «μη
γένοιτο».
«...Εἰ
γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι...». στιχ. 18
Εδώ ο απόστολος χρησιμοποιεί
ακόμη ένα παράδειγμα της οξύμωρης στάσης των Ιουδαίων χριστιανών. Η καταφυγή
των εξ Ιουδαίων χριστιανών στο Χριστό και η αποδοχή του χριστιανικού
βαπτίσματος αποδείκνυε την αδυναμία του νόμου να τους δικαιώσει ενώπιον του Θεού, σημείο το οποίο τους έκανε
να τον εγκαταλείψουν και ν’ ακολουθήσουν το Χριστό. Τώρα που είναι χριστιανοί
στρέφονται παράλληλα να τηρήσουν τις διατάξεις του νόμου, εκείνου που
εγκατέλειψαν, πράγμα που καταδεικνύει πως κακώς το εγκατέλειψαν και προτίμησαν
τη σωτηρία που προσέφερε ο Χριστός.
«…Ἐγὼ
γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι…» στιχ. 19
Σ’ αυτόν τον στίχο έχοντας αποδείξει ο Παύλος ότι ο Χριστός δεν είναι
διάκονος της αμαρτίας αλλά και ο ίδιος δεν είναι παραβάτης του νόμου,
ολοκληρώνει τη θεόπνευστη διδαχή του αποκαλύπτοντας την εσωτερική εμπειρία του
από την ένωση και κοινωνία με το Χριστό.
Ο απόστολος «…διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον…» δηλ. πέθανε για τον
Μωσαϊκό νόμο δια μέσω του νόμου του Ευαγγελίου και της χάριτος, στον οποίο
πίστεψε και υποτάχθηκε.
Ο θάνατος όμως του Παύλου ως προς το νόμο γίνεται τελικά αφορμή ζωής. Μας
βεβαιώνει εδώ ο απόστολος πως πέθανε για το νόμο για να ζήσει δια της πίστεως
εν κοινωνία με το Θεό και να γίνει μέτοχος της ζωοποιού χάριτος του Υιού Του.
Μετέχει δια του βαπτίσματος στον σταυρό και το θάνατο του Χριστού και
ανασταίνεται μαζί Του σε μια καινούρια και αληθινή ζωή. Χάρη σ’ αυτή τη
συμμετοχή στο σταυρό ο απόστολος ζει προς δόξα Θεού και για το έργο του Θεού.
«…ζῶ
δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ
υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ…» στιχ. 20
Η ενότητα του Παύλου με το Χριστό βρίσκεται στα κορυφαία λόγια του παρών
στίχου. Ο Παύλος έχει σταυρωθεί και όμως ζει! Σταυρώθηκε και νεκρώθηκε ο
παλαιός άνθρωπος αλλά ζει ο νέος. Πέθανε ως προς το νόμο και τον κόσμο αλλά ζει
σε κοινωνία με το Θεό και το Χριστό. Νεκρώθηκε μέσα του η αμαρτία για να
ζωοποιηθεί η χάρη.
Ο χριστιανικός τρόπος ζωής
υπάρξεως υπερβαίνει του φυσικού (του σαρκικού) τρόπου ζωής. Ο χριστιανικός
τρόπος είναι σταυρός και θάνατος, ο οποίος εισάγει στην όντως ζωή. Μας ενώνει
με το Χριστό το νικητή του θανάτου και το πλήρωμα της ζωής.
Η επίγεια ζωή όμως αποτελεί ήδη ζωή κοινωνίας με τον αναστημένο και
δοξασμένο Χριστό, ζωή που τη μεταμορφώνει η άκτιστη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Κι αυτό επιτυγχάνεται με την πίστη στον Υιό του Θεού που μας αγάπησε και
παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη ημών.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όλοι οι άνθρωποι
αισθανόμαστε μέσα μας μια ακατανίκητη δίψα ένα πάθος για τη ζωή. Αυτό φανερώνει
ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό για να ζήσει αιώνια και ότι ο θάνατος
υπήρξε ένα γεγονός παρέμβλητο μέσα στη δημιουργία, καρπός της αμαρτίας,
συνέπεια της αποστασίας του ανθρώπου από τον ζώντα και αληθινό Θεό.
Τη δυνατότητα αυτή
να ζήσουμε αιώνια σε κοινωνία με τον Θεό και Πατέρα μας, μας τη χαρίζει εκ νέου
ο Ιησούς Χριστός. Ο σταυρός του Χριστού νίκησε τη φθορά και το θάνατο και
άνοιξε στον άνθρωπο το δρόμο της όντως ζωής. Κι αυτό πρέπει ν’ αποτελεί την
ουσία της νυν ζωής, την ένωσή μας με το Χριστό, ώστε η καρδία μας να γίνει
κατοικία της του Χριστού χάριτος.
Μπορεί ναι μεν να
εξακολουθούμε να ζούμε «ἐν σαρκί» δηλ. βιολογικά, όμως δεν ζούμε πλέον ίδιοι
και μόνοι. Ζούμε κάτω από τη μεταμορφωτική επενέργεια της χάριτος. Ενοικεί και
ζει μέσα μας ο ίδιος ο Χριστός.
Κάτι που
αποδεικνύει ότι ο Χριστός ζει μέσα μας, είναι η υποταγή του θελήματός μας στο
δικό Του θέλημα. Τότε και μόνο θα μπορέσουμε να λεγόμαστε πραγματικοί μαθητές
του Χριστού, φθάνοντας στην επίγνωση του θελήματός Του, προχωρώντας στην τήρησή
Του, στην οποία και έγκειται κυρίως η χριστιανική ζωή. Γένοιτο.
[1] Εδώ δεν εννοούμε το Μωσαϊκό Δεκάλογο – νομοθεσία θεμελιώδη – αλλά ένα
πλήθος τυπικών διατάξεων, όπως οι θυσίες, οι εξωτερικοί εξαγνισμοί και
προπάντων η περιτομή, στις οποίες παρέμειναν προσηλωμένοι και να θεωρούν την
τήρησή τους απαραίτητη για τη σωτηρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου