Gold Cross

Κατηγορίες Θεμάτων

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ 2017

Translate

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

17. ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ

 


1.               Είπε ο αββάς Αντώνιος: Εγώ δεν φοβάμαι πια τον Θεό, αλλά τον αγαπώ, γιατί η αγάπη διώχνει πέρα τον φόβο[1].  

 

2.               Είπε πάλι: Η ζωή και ο θάνατος της ψυχής εξαρτάται από τον πλησίον[2]. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον Θεό κερδίζουμε, ενώ αν σκανδαλίσουμε τον αδελφό, στον Χριστό αμαρτάνουμε.

 

3.               Ο αββάς Αγάθων είπε: Ποτέ δεν πλάγιασα να κοιμηθώ, έχοντας δυσαρεστηθεί με κάποιον, αλλά ούτε και άφησα – όσο μπορούσα – άλλον να κοιμηθεί, έχοντας κάτι με μένα.

 

4.               Έλεγε ο αββάς Αγάθων: Αν γινόταν να βρω ένα λεπρό και να του δώσω το δικό μου σώμα και να πάρω το δικό του, ευχαρίστως θα το έκαμνα. Γιατί αυτή είναι η τέλεια αγάπη.

 

5.               Επισκέφθηκε κάποτε τον αββά Αντώνιο ο αββάς Αμμούν, ο Νιτριώτης και του λέει: Εγώ έχω κοπιάσει πιο πολύ από σένα, και πως έγινε και οι άνθρωποι δόξασαν περισσότερο το δικό σου όνομα από το δικό μου; Του λέει ο αββάς Αντώνιος: Επειδή αγαπώ τον Θεό παραπάνω απ’ ότι εσύ.  

 

6.               Είπε ο αββάς Ποιμήν: Δεν μπορεί κανείς να βρει μεγαλύτερη αγάπη από το να δίνει κάποιος τη ζωή του για τον πλησίον[3]. Δηλαδή αν κανείς ακούσει λυπηρό λόγο σε βάρος του από τον πλησίον και, ενώ μπορεί και ο ίδιος να του πει παρόμοιο, αγωνιστεί και δεν πει ή αν αδικηθεί και σηκώσει την αδικία, χωρίς να την ανταποδώσει, αυτός είναι που προσφέρει τη ζωή του για τον πλησίον.

 

7.               Είπε γέρων: Αν κάποιος σου ζητήσει ένα πράγμα και συ βιάζοντας τον εαυτό σου του το προσφέρεις, φρόντισε και ο λογισμός σου να ευαρεστηθεί με αυτό που δίνεις, καθώς είναι γραμμένο: Αν κάποιος σε αγγαρεύσει να πας μαζί του ένα μίλι, πήγαινε δυο[4]. Δηλαδή αν κάποιος σου ζητήσει κάτι, να του το δώσεις με όλο σου το είναι.  

 

8.               Ένας αδελφός ρώτησε κάποιο γέροντα: Πως συμβαίνει και τώρα, ενώ μερικοί αδελφοί κοπιάζουν κάνοντας πολλή άσκηση, όμως δεν παίρνουν τη χάρη όπως οι παλαιοί; Τότε υπήρχε αγάπη, απαντά ο γέροντας, και ο καθένας τραβούσε τον πλησίον προς τα πάνω. Τώρα πάγωσε η αγάπη[5] και ο καθένας σέρνει τον πλησίον προς τα κάτω. Γι’ αυτό δεν παίρνουμε Χάρη.

 

9.               Ένας αδελφός έκανε την εξής ερώτησε σ’ έναν γέροντα: Είναι δυο αδελφοί. Ο ένας ζει ως ησυχαστής, νηστεύοντας τις 6 ημέρες της εβδομάδος και κοπιάζοντας πολύ. Ο άλλος υπηρετεί αρρώστους. Με ποιου το έργο ο Θεός ευαρεστείται περισσότερο; Ο γέροντας απαντά: Ο αδελφός που νηστεύει τις έξι, κι αν κρεμαστεί από το ρουθούνι, δεν μπορεί να είναι ίσος μ’ εκείνον που υπηρετεί αρρώστους.

 

10.            Κάποιος από τους γέροντες πήγε στην πόλη να πουλήσει το εργόχειρό του και εκεί βρήκε ένα φτωχό που ήταν γυμνός. Τον σπλαχνίστηκε ο γέροντας και του έδωσε το επανωφόρι του. Όμως ο φτωχός πήγε και το πούλησε, κάτι που λύπησε τον γέροντα όταν το έμαθε. Εκείνη τη νύχτα παρουσιάστηκε στο γέροντα – σε όνειρο – ο Χριστός, φορώντας το επανωφόρι. Του λέει: Μη λυπάσαι. Να φορώ αυτό που μου έχεις δώσει.

 

11.            Οι γέροντες έλεγαν: Ο καθένας οφείλει τα προβλήματα του πλησίον να τα κάνει δικά του και σε όλα να συμπάσχει με αυτόν. Και να χαίρεται και να κλαίει μαζί μ’ αυτόν, και με τέτοια διάθεση να στέκεται απέναντί του, σαν να φοράει το σώμα του πλησίον και σαν να πρόκειται για τον εαυτό του, αν ποτέ συμβεί κάτι κακό σ’ εκείνον. Αυτά είναι σύμφωνα με τη Γραφή που λέει: Χάρη στον Χριστό όλοι είμαστε ένα σώμα[6]. Και: Όλοι όσοι πίστευσαν στον Χριστό είχαν μια καρδιά και μια ψυχή[7].

 

12.            Ένας ασκητής είχε κάτω από την ευθύνη του άλλου ασκητή, που έμενε σε κελί δέκα μίλια μακριά από το δικό του. Ο λογιμσός του είπε να καλέσει κάποτε τον αδελφό να έρθει να πάρει το ψωμί. Αλλά πάλι συλλογίστηκε: Να κάνω τον αδελφό να ταλαιπωρηθεί βαδίζοντας δέκα μίλια για το ψωμί; Καλύτερα να του πάω εγώ το μισό ψωμί. Το πήρε και πήγαινε στο κελί του αδελφού.

Καθώς προχωρούσε κ΄τυπησε στο δάκτυλο του ποδιού. Έτρεξε αίμα και άρχισε να κλαίει από τον πόνο. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας άγγελος και του λέει: Γιατί κλαις; Πληγώθηκε το δάχτυλό μου και πονώ, απαντά ο μοναχός. Και γι’ αυτό κλαις; είπε ο άγγελος. Μη κλαίς, γιατί ακόμη και τα βήματα που κάνεις για τον Κύριο μετριούνται και φαίνονται ενώπιον του Θεού άξια για μεγάλο μισθό. Να, μπροστά στα μάτια σου – για να ξέρεις – παίρνω από το αίμα σου και το φέρνω επάνω στο Θεό.

Τότε εκείνος ευχαριστώντας, συνέχισε τον δρόμο για τον άλλο αδελφό. Του έδωσε το μισό από το ψωμί και του περιέγραψε τη φιλανθρωπία του Θεού. Έπειτα γύρισε στο κελί του.

Μετά από μια μέρα πήρε το άλλο μισό ψωμί πάλι και έφυγε για άλλο μοναχό. Συμπτωματικά όμως και ο άλλος αδελφός, που του είχε πάει το μισό ψωμί, προσπαθώντας να τον μιμηθεί έκανε το ίδιο και πήγαινε σε άλλο αδελφό. Συναντήθηκαν λοιπόν στον δρόμο. Αρχίζει ο 1ος αδελφός που είχε κάνει το καλό: Είχα θησαυρό και αυτόν ζήτησες να ληστέψεις; Και απαντά ο άλλος: Που είδες να’ ναι γραμμένο ότι η στενή θύρα μόνον εσένα χωράει; Άσε κι εμάς μαζί με σένα να μπούμε απ’ αυτήν.

Ξαφνικά και ενώ αυτοί συζητούσαν εμφανίζεται άγγελος Κυρίου και τους λέει: Η φιλονικία σας αυτή ως οσμή ευωδίας ανέβηκε στο Θεό.



[1] Α’ Ιωα. (1, 18)

[2] Α’ Ιωα. (3, 14)

[3] Ιωα. (15, 13) & Α’ Ιωα. (3, 16)

[4] Ματθ. (5, 41)

[5] Ματθ. (24, 12)

[6] Ρωμ. (12, 5)

[7] Πραξ. (4, 32)


Δεν υπάρχουν σχόλια: