Gold Cross

Κατηγορίες Θεμάτων

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ 2017

Translate

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

18. ΠΕΡΙ ΔΙΟΡΑΣΕΩΣ

 


1.               Ο αββάς Δανιήλ είπε: Μας διηγήθηκε ο αββάς Αρσένιος - τάχα για κάποιον άλλον ενώ ο ίδιος ήταν - τα εξής: Ένας γέροντας καθώς καθόταν στο κελί του, άκουσε φωνή που έλεγε: Έλα να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων. Σηκώθηκε και βγήκε. Τον έφερε σε κάποιο τόπο και του έδειξε ένα Αιθίοπα να κόβει ξύλα και να κάνει από αυτά ένα μεγάλο φορτίο, που προσπαθούσε να το φορτωθεί, αλλά δεν μπορούσε. Και αντί να αφαιρέσει ξύλα από αυτό, έκοβε κι άλλα και τα στοίβαζε στο φορτίο. Αυτό το έκανε για πολλή ώρα.

 Προχώρησε λίγο παραπέρα. Του δείχνει ένα άνθρωπο να στέκεται πάνω σε λάκκο, να βγάζει νερό από αυτόν και να το ρίχνει σε μία δεξαμενή που ήταν όλο τρύπες και έπεφτε το ίδιο το νερό πάλι στον λάκκο.

 Ξανά του λέει: Έλα θα σου δείξω άλλο. Και βλέπει έναν ναό και δύο άνδρες καθισμένους σε άλογα που κρατούσαν οι δυο τους ένα ξύλο σε πλάγια θέση ο ένας δίπλα στον άλλον. Ήθελαν να περάσουν από τη θύρα, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί το ξύλο ήταν πλαγιαστό! Και δεν πήρε την ταπεινή θέση ο ένας πίσω από τον άλλο, ώστε να μεταφέρουν το ξύλο κρατώντας το προς την ευθεία που πήγαιναν, και για αυτό έμειναν έξω από την πόρτα.

 Αυτοί είναι, εξήγησε, εκείνο που βαστούν τον ζυγό της δικαιοσύνης με υπερηφάνεια, και δεν ταπεινωθηκαν να διορθώσουν τους εαυτούς τους και να βαδίσουν την ταπεινή οδό του Χριστού. Γι’ αυτό και μένουν έξω από τη βασιλεία του Θεού. Εκείνος που κόβει τα ξύλα, είναι ο άνθρωπος ο πεσμένος σε πολλές αμαρτίες και αντί να μετανοήσει, βάζει κι άλλες πάνω στις αμαρτίες του. Τέλος εκείνος που τραβά το νερό είναι ο άνθρωπος που, ναι μεν κάνει καλά έργα, αλλά επειδή σ’ αυτά είχε αναμείξει όχι καλό σκοπό, έχασε εξαιτίας αυτού και τα καλά του έργα.

 Κάθε άνθρωπος λοιπόν πρέπει να είναι προσεκτικός στα έργα του για να μην κοπιάσει άδικα.

 

2.               Ο πατέρας μας Δανιήλ διηγήθηκε ότι ο Μακάριος Αρσένιος έλεγε τα εξής:

Ένας σκητιώτης, με μεγάλη επίδοση στην πρακτική χριστιανική ζωή, απλοϊκός στην πίστη, έπεφτε σε σφάλματα λόγω της αγραμματοσύνης του. Έλεγε: O άρτος που παίρνουμε με τη θεία κοινωνία δεν είναι αληθινά σώμα Χριστού, αλλά ομοίωμα.

 Δυο γέροντες άκουσαν ότι λέει αυτά τα λόγια και επειδή από τον τρόπο της ζωής του νόμιζα ότι αυτός ήταν μεγάλος, σκέφτηκαν ότι από ακακία και αφέλεια μιλάει έτσι. Ήρθαν λοιπόν και του λένε: Ακούσαμε για κάποιον, ότι λέει για λόγο αντίθετο προς την πίστη μας. Δηλαδή ο άρτος που κοινωνούμε δεν είναι στην πραγματικότητα Σώμα Χριστού αλλά ομοίωμα.

 Λέει ο γέροντας: Εγώ είμαι αυτός που το λέει. Εκείνοι τον παρακαλούσαν και του έλεγαν:

Μην κρατήσεις Αββά, αυτήν την άποψη, αλλά, όπως παρέδωσε η Καθολική Εκκλησία, να πιστεύεις. Εμείς δηλαδή πιστεύουμε ότι αυτός ο άρτος είναι σώμα του Χριστού και το ποτήριον αληθινά είναι το ίδιο το αίμα του Χριστού και όχι ομοίωμα. Όπως ο Θεός από την πρώτη αρχή πήρε χώμα από τη γη και έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Του και κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είναι εικόνα του Θεού, αν και ακατανόητη, έτσι και ο άρτος για τον οποίον είπε: Σώμα μου είναι - πιστεύουμε ότι αληθινά είναι σώμα Χριστού. Ο γέροντας είπε: Αν δεν πεισθώ με αποδείξεις, δεν βεβαιώνομαι. Του είπαν: Ας κάνουμε προσευχή στον Θεό αυτήν την εβδομάδα γι’ αυτό το μυστήριο της πίστεως μας και έχουμε πεποίθηση ότι ο Θεός θα μας φανερώσει την αλήθεια. Ο γέροντας με χαρά δέχτηκε αυτήν την πρόταση και προσευχόταν στον Θεό με τα λόγια: Κύριε εσύ γνωρίζεις ότι δεν άπιστο κινούμενος από κακία αλλά για να μην πλανηθώ από άγνοια, φανέρωσέ μου την αλήθεια Κύριε Ιησού Χριστέ.

 Οι γέροντες γύρισαν στα κελιά τους και παρακαλούσαν για αυτοί τον Θεό με την προσευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, φανέρωσε στον γέροντα αυτό το Μυστήριο, για να πιστέψει και να μη χάσει τον κόπο του. Και ο Θεός άκουσε και τους δύο.

 Όταν συμπληρώθηκε η εβδομάδα, ήρθαν στην εκκλησία την Κυριακή. Κάθισαν μόνοι οι τρεις σ’ ένα μιντέρι, στην μέση ήταν ο γέροντας. Ανοίχτηκαν από την θεία Χάρη τα μάτια τους και όταν τοποθετήθηκε ο άρτος στην Αγία Τράπεζα φάνηκε - στους τρεις μόνο - σαν ένα μικρό παιδί. Μόλις ο ιερέας άπλωσε τα χέρια του να τεμαχίσει σε κομμάτια τον άρτο, να, άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό κρατώντας μαχαίρι. Θυσίασε το παιδί και άδειασε το αίμα Του στο ποτήριο. Μόλις ο ιερέας έκοψε σε μικρά μέρη τον άρτο, και ο άγγελος έκοβε από το σώμα του παιδιού μικρά μέρη.

 Όταν προχώρησαν δηλαδή να λάβουν από τα Άγια Μυστήρια - δόθηκε μόνο στον γέροντα - κρέας ματωμένο. Εκείνος όταν το είδε, φοβήθηκε και φώναξε: Πιστεύω, Κύριε, ότι ο άρτος είναι σώμα σου και το ποτήριο αίμα σου. Αμέσως το κρέας που ήταν στο χέρι του έγινε άρτος, σύμφωνα με το μυστήριο. Έπειτα μετάλαβε, ευχαριστώντας τον Θεό.

 Του λένε οι γέροντες: Ο Θεός ξέρει ότι η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να γευτεί ωμό κρέας. Γι’ αυτό μετέβαλε το σώμα τους σε άρτο και το αίμα του σε οίνο γι’ αυτούς που τα δέχονται με πίστη. Έπειτα ευχαρίστησαν τον Θεό για τον γέροντα, γιατί δεν επέτρεψε να χαθούν οι κόποι του και έφυγαν χαρούμενοι οι τρεις τους για τα κελιά τους.

 

3.               Οι άγιοι πατέρες προφήτεψαν για την έσχατη γενιά. Αναρωτήθηκαν: Εμείς τι έργο κάναμε; Ένας από αυτούς, Μέγας στην ασκητική ζωή, που τον έλεγαν Ισχυρίονα, αποκρίθηκε: Εμείς κάναμε τις εντολές του Θεού. Οι άλλοι ρώτησαν: Άραγε εκείνοι που θα έρθουν ύστερα από μας τι θα κάνουν; Απάντησε: Θα φτάσουν στο μισό από το δικό μας έργο. Ρώτησαν πάλι: Οι μετά από αυτούς τι; Είπε: Οι άνθρωποι εκείνης της γενιάς δεν θα έχουν καθόλου έργο. Θα τους έρθει η πειρασμός. Και εκείνοι που θα βρεθούν δόκιμοι σε αυτόν τον πειρασμό, θα αποδειχθούν μεγαλύτεροι και από μας από τους πατέρες μας.

  

4.               Ο αββάς Μακάριος προκειμένου να στερεώσει τους αδελφούς έλεγε: Ήρθε εδώ ένα παιδί δαιμονισμένο με τη μητέρα του, και της έλεγε: Σήκω γριά να φύγουμε από δω. Εκείνη είπε: Δεν μπορώ να βαδίσω με τα πόδια. Εγώ - της είπε το παιδί - θα σε κουβαλήσω. Και θαύμασα την πονηριά του δαίμονα, πως θέλησε να τους κάνει να φύγουν.

 

5.               Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι κάποτε καθώς πήγαινε στην εκκλησία να κάνει τη Θεία Λειτουργία βλέπει πλήθη δαιμόνων έξω από το κελί ενός από τους αδελφούς. Από τους δαίμονες αυτούς, άλλοι είχαν μετασχηματιστεί σε γυναίκες που μιλούσαν άπρεπα, άλλοι σε νεαρούς που τους έλεγαν αισχρόλογα, άλλοι πάλι χόρευαν και άλλοι έπαιρναν διάφορα σχήματα.

Καθώς ήταν διορατικός γέροντας αναστέναξε και είπε: Οπωσδήποτε ο αδελφός ζει με αμέλεια για αυτό τα πονηρά πνεύματα περικυκλώνουν το κελί του με τόση αταξία.

 Όταν τελείωσε η ακολουθία επιστρέφοντας μπήκε στο κελί του αδελφού. Του λέει: Θλίβομαι αδελφέ, είμαι πολύ αμελής, όμως σου έχω εμπιστοσύνη και ξέρω ότι αν δεν προσευχηθείς για μένα, το δίχως άλλο θα με ανακούφιση ο Θεός από τον πόλεμο. Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον γέροντα και του λέει: Πάτερ, δεν είμαι άξιος να προσευχηθώ για σένα. Ο γέροντας όμως επέμενε και τον παρακαλούσε: Δεν φεύγω αν δεν μου δώσεις υπόσχεση να κάνεις μία προσευχή κάθε νύχτα για μένα. Ο αδελφός έκανε υπακοή στην παράκληση του γέροντα.

 Ο γέροντας αυτό το έκανε γιατί ήθελε να του δώσει μία αφορμή να προσεύχεται τις νύχτες. Ο αδελφός σηκώθηκε τη νύχτα και έκανε την προσευχή υπέρ του γέροντα. Όταν τελείωσε την προσευχή και καθώς ήρθε σε κατάσταση κατάνυξης έλεγε μέσα του: Άθλια ψυχή, προσευχήθηκες για ένα τέτοιο γέροντα και δεν θα προσευχηθείς για σένα; Έκανε λοιπόν και για τον εαυτό του μία εκτεταμένη προσευχή. Ολόκληρη την εβδομάδα κάθε νύχτα έκανε τις δυο προσευχές, μία για τον Γέροντα και μία για τον εαυτό του. Την Κυριακή καθώς πάλι πήγαινε ο αββάς Μακάριος στην εκκλησία βλέπει ξανά τους δαίμονες να στέκονται έξω από το κελί του αδελφού, όμως πολύ συνοφρυωμένος. Ο γέροντας κατάλαβε ότι σκυθρώπιασαν, επειδή ο αδελφός κάνει προσευχή.

 Γεμάτος χαρά μπήκε στο κελί του αδελφού και του λέει: Δείξε αγάπη και πρόσθεσε ακόμη μία προσευχή για μένα. Έκανε ο αδελφός τις δυο προσευχές για τον Γέροντα, αλλά πάλι, καθώς που ήρθε κατάνυξη, έλεγε στον εαυτό του: Ω ταλαίπωρη ψυχή, πρόσθεσε και για σένα ακόμη μία προσευχή. Έτσι ολόκληρη τη βδομάδα έκανε την νύχτα τέσσερις προσευχές.

 Περνώντας ξανά ο γέροντας, είδε τους δαίμονες δυσαρεστημένους και σιωπηλούς και ευχαρίστησε τον Θεό. Πέρασε πάλι μέσα στο κελί του αδελφού και τον παρακάλεσε να προσθέσει άλλη μία προσευχή για χάρη του. Ο αδελφός πρόσθεσε για τον εαυτό του άλλη μία προσευχή. Έτσι κάθε νύχτα έκανε έξι προσευχές.

 Όταν ο γέροντας ξανάρθε στον αδελφό οι δαίμονες οργίστηκαν με τον Γέροντα και τον έβριζαν δυσαρεστημένοι μαζί του εξαιτίας της σωτηρίας του αδελφού. Ο αββάς Μακάριος δόξασε τον Θεό για την προκοπή του αδελφού, μπήκε πάλι στο κελί του, τον συμβούλεψε να μη δείχνει αμέλεια, αλλά αδιάκοπα να προσεύχεται και αναχώρησε.

 Οι δαίμονες όταν είδαν τον μεγάλο ζήλο του αδελφού που απέκτησε με τη χάρη του Θεού για την προσευχή έφυγαν από αυτόν.

 

6.               Κάθονταν κάποτε οι αδελφοί κοντά στον αββά Μωυσή και τους έλεγε: Να, σήμερα έρχονται βάρβαροι στην Σκήτη. Σηκωθείτε λοιπόν και φύγετε! Τον ρωτούν: Εσύ αββά δεν φεύγεις; Απάντησε: Εγώ τόσα χρόνια περιμένω αυτή τη μέρα για να εκπληρωθεί ο λόγος του Δεσπότη μου “όλοι όσοι πήραν στο χέρι μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν”. Του λένε: Ούτε κι εμείς φεύγουμε. Μαζί σου θα πεθάνουμε! Τους είπε: Εγώ δεν αναλαμβάνω την ευθύνη σας, καθένας ας κοιτάξει πως θα μείνει.

 Ήταν 7 αδελφοί. Τους λέει: Να, οι βάρβαροι πλησιάζουν στην πόρτα. Πράγματι, μπήκαν και τους θανάτωσαν. Ένας όμως ξέφυγε πίσω από την πόρτα, και είδε 7 στεφάνια να κατεβαίνουν και να τους στεφανώνουν.

 

7.               Έλεγαν για τον αββά Παχώμιο ότι κάποτε κηδευόταν το σκήνωμα ενός νεκρού και ότι το συνάντησε ο αββάς στον δρόμο. Βλέπει δύο αγγέλους να ακολουθούν τον νεκρό πίσω από το νεκροκρέβατο. Απόρησε για αυτούς και παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει το γεγονός. Τον πλησιάζουν οι δύο άγγελοι. Τους ρωτάει: Γιατί εσείς που είστε άγγελοι ακολουθείτε τον νεκρό; Και του λένε οι άγγελοι: O ένας από μας είναι της Τετάρτης και ο άλλος της Παρασκευής. Αυτός ως τη μέρα που πέθανε δεν παρέλειπε να νηστεύει Τετάρτη και Παρασκευή γι’ αυτόν τον λόγο ακολουθήσαμε πίσω από το σκήνωμα του. Επειδή λοιπόν μέχρι τον θάνατο του τήρησε τη νηστεία, και εμείς μ’ αυτόν τον τρόπο δοξάσαμε αυτόν που έκανε αγώνα ενώπιον του Κυρίου.

 

8.               Κάποτε ο Ζαχαρίας, μαθητής του αββά Σιλουανού, μπήκε στο κελί και βρήκε τον αββά σε έκσταση, και τα χέρια του υψωμένα στον ουρανό. Έκλεισε την πόρτα και βγήκε. Ξανά πήγε στις δώδεκα και στις τρεις το μεσημέρι και τον βρήκε στην ίδια στάση. Κατά τις τέσσερις χτύπησε την πόρτα και μπήκε. Τον βρήκε να ησυχάζει. Τον ρωτά: Πάτερ, τι έχεις σήμερα; Αδιαθέτησα σήμερα, παιδί μου, απάντησε. Εκείνος όμως αγκάλιασε τα πόδια του και του είπε: Δεν θα σ’ αφήσω, αν δεν μου πεις τι είδες. Κι ο γέροντας του λέει: Εγώ αρπάχτηκα στον ουρανό και είδα τη δόξα του Θεού. Εκεί στεκόμουν, ως πριν από λίγο, και τώρα γύρισα.

 

9.               Κάποιος διηγήθηκε το εξής: Στη σκήτη όταν οι κληρικοί πρόσφεραν τα τίμια δώρα κατέβαινε κάτι σαν αετός πάνω στην προσφορά και κανείς δεν τον έβλεπε παρά μόνο οι κληρικοί.

 Μία μέρα λοιπόν, κάποιος ζήτησε από έναν διάκονο μία εξυπηρέτηση. Ο διάκονος του λέει “Δεν ευκαιρώ τώρα”. Όταν λοιπόν ανέβηκε ο διάκονος στην προσφορά, δεν κατέβηκε το ομοίωμα του αετού ως συνήθως. Τότε ο πρεσβύτερος είπε στον διάκονο: Τι σημαίνει αυτό το πράγμα που δεν ήρθε ο αετός όπως ερχόταν κάθε φορά; Ή εγώ έπεσα σε σφάλμα ή εσύ. Απομακρύνσου λοιπόν από μένα και αν κατέβει, θα καταλάβουμε ότι εξαιτίας σου δεν κατέβηκε. Μόλις απομακρύνθηκε ο διάκονος, ευθύς κατέβηκε ο αετός. Έγινε λοιπόν η Θεία Λειτουργία και ρωτάει ο πρεσβύτερος τον διάκονο: Πες μου τι έκανες; Και εκείνος τον διαβεβαίωνε ως εξής: Δεν μου μαρτυρεί η συνείδησή μου ότι έκανα κάποια αμαρτία. Μόνο που ήρθε ένας αδελφός και μου ζήτησε να τον εξυπηρετήσω και του απάντησα “δεν ευκαιρώ “.

 Λοιπόν - είπε ο πρεσβύτερος - εξαιτίας σου δεν κατέβηκε γιατί ο αδελφός πικράθηκε από την συμπεριφορά σου.

Αμέσως ο διάκονος πήγε και έβαλε μετάνοια στον αδελφό.

 

10.            Κάποιος από τους πατέρες είπε ότι οι μοναχοί τρία πράγματα τιμούν ιδιαίτερα που και εμείς πρέπει να τα πλησιάζουμε με φόβο και τρόμο και χαρά πνευματική. Αυτά είναι η κοινωνία των Αγίων Μυστηρίων, η Τράπεζα των αδελφών και ο νιπτήρας τους. Έφερε και το ανάλογο παράδειγμα. Ένας γέροντας, μεγάλος διορατικός, μία μέρα ήταν μαζί με πολλούς αδελφούς την ώρα που αυτοί έτρωγαν Ο γέροντας καθισμένος στο τραπέζι, πρόσεχε με το πνεύμα του και έβλεπε άλλους να τρώνε μέλι, άλλους ψωμί, άλλους κόπρο. Απορούσε μέσα του και παρακαλούσε τον Θεό: Κύριε φανέρωσέ μου αυτό το μυστηριώδες πράγμα, οι ίδιες τροφές είναι μπροστά σε όλους, πάνω στο τραπέζι, όμως την ώρα που τρώνε φαίνονται τόσο αλλαγμένες ως άλλοι τρώνε μέλι, άλλοι ψωμί και άλλοι κόπρο. Ήρθε φωνή από ψηλά που έλεγε: Αυτοί που τρώνε το μέλι είναι όσοι με φόβο και τρόμο και πνευματική χαρά κάθονται στο τραπέζι και η προσευχή τους είναι ακατάπαυστη, έτσι η ευχή τους σαν θυμίαμα ανεβαίνει στον Θεό, για αυτό και τρώνε μέλι. Αυτοί που τρώνε το ψωμί, είναι εκείνοι που ευχαριστούν για το ότι τρώνε αυτά που δωρίζει ο Θεός. Αυτοί που τρώνε την κόπρο είναι όσοι γογγύζουν και λένε: Αυτό είναι καλό και εκείνο σάπιο. Δεν πρέπει έτσι να σκέφτεται κανείς, αλλά μάλλον να δοξολογεί τον Θεό και να τον υμνολογεί για να εκπληρωθεί το ρητό: Eίτε τρώτε είτε πίνετε είτε κάτι άλλο κάνετε, όλα να τα κάνετε για την δόξα του Θεού[1].

 

11.            Ένας από τους πατέρες έλεγε: Κάποτε κάθονταν γέροντες και μιλούσαν για την ωφέλεια της ψυχής. Μεταξύ τους ήταν ένας διορατικός. Αυτός έβλεπε τους αγγέλους να σείουν κλαδιά βαΐων θριαμβευτικά και να τους επαινούν. Μόλις όμως άρχιζε διαφορετική συνομιλία, οι άγγελοι αναχωρούσαν και ανάμεσά τους κυλιόνταν χοίροι γεμάτοι δυσοσμία και τους ταλαιπωρούσαν. Όταν το θέμα τους ήταν πάλι για ωφέλεια, οι Άγγελοι επανέρχονταν και έλεγαν καλά λόγια για αυτούς.

 

12.            Ένας από τους πατέρες είπε ότι τα μάτια των χοίρων από τη φύση τους είναι φτιαγμένα να κλείνουν στη γη και ποτέ να μην μπορούν να κοιτάξουν στον ουρανό. Έτσι λέει και η ψυχή εκείνου που κυλίστηκε στις ηδονές, αφού μία φορά γλίστρησε στο βούρκο της ακολασίας, δύσκολα μπορεί να σηκώσει τα μάτια προς τον Θεό ή να ασχοληθεί με κάτι αντάξιο του Θεού.

 

13.            Ένας γέροντας κάποτε πήρε το χάρισμα να βλέπει όσα γίνονται, έλεγε: Είδα αδελφό να μελετάει στο κελί του και να ένας δαίμονας ήρθε και στεκόταν έξω από το κελί. Όσο ο αδελφός μελετούσε, δεν μπορούσε να μπει μέσα. Μόλις όμως σταματούσε τη μελέτη, τότε ο δαίμονας έμπαινε στο κελί του και του έφερνε πόλεμο.

 

14.            Κάποιος από τους πατέρες διηγήθηκε ότι στην έρημο Νειλουπόλεως ήταν ένας αναχωρητής και ότι τον υπηρετούσε ένας κοσμικός πιστός. Στην πόλη ζούσε ένας άνθρωπος πλούσιος και ασεβής. Όταν αυτός πέθανε τον ξεπροβόδισε ολόκληρη η πόλη και ο επίσκοπος με λαμπάδες και θυμιάματα.

Ο διακονητής του αναχωρητή βγήκε να του πάει ψωμί, όπως συνήθιζε και βρίσκει τον αναχωρητή κατασπαραγμένο από ύαινα. Έπεσε με το πρόσωπο ενώπιον του Θεού και έλεγε: Κύριε δεν σηκώνομαι μέχρις ότου με πληροφορήσεις, πώς εξηγούνται αυτά: Εκείνος ο ασεβής είχε τόση μεγαλοπρέπεια και αυτός που σε υπηρέτησε νύχτα μέρα πέθανε με τέτοιο τρόπο. Ήρθε άγγελος Κυρίου και του είπε: Εκείνος ο ασεβής είχε κάποιο μικρό καλό και πήρε την ανταμοιβή του εδώ, ενώ δεν θα έχει εκεί καμία άνεση. Αυτός ο αναχωρητής ήταν βέβαια άνθρωπος στολισμένος με κάθε αρετή όμως και αυτός είχε σφάλει λίγο και πλήρωσε εδώ για να βρεθεί εκεί καθαρός μπροστά στον Θεό.

 Πήρε την πληροφορία αυτή κι έφυγε δοξάζοντας τον Θεό για τη δικαιοσύνη Του.

 

15.            Κάποιος αδελφός είπε για κάποιον γέροντα ότι πήγε μία μέρα στην πόλη να πουλήσει αντικείμενα του εργόχειρου του. Συμπτωματικά κάθισε στην εξωτερική είσοδο του σπιτιού ενός πλούσιου, που πέθαινε. Καθόταν και πρόσεχε. Σε μία στιγμή βλέπει μαύρα άλογα με τους επιβάτες τους μαύρους και όλο φοβερά και με ρόπαλα στα χέρια τους.

 Όταν αυτοί έφτασαν στην είσοδο, άφησαν τα άλογα έξω, ενώ μπήκε μέσα ο καθένας τους. Όταν τους είδε ο άρρωστος φώναξε με μεγάλη φωνή: Κύριε, ελέησε με και βοήθησέ με! Του λένε οι απεσταλμένοι: Τώρα όταν βασίλεψε ο ήλιος (της ζωής σου), αποφάσισες να θυμηθείς τον Θεό; Γιατί δεν τον ζήτησες όταν έλαμπε το φως της μέρας; Τώρα δεν υπάρχει για σένα μερίδα ελπίδας ούτε παρηγοριά. Έτσι πήραν την άθλια ψυχή του και έφυγαν.



[1] Α’ Κορ. (10, 31)


Δεν υπάρχουν σχόλια: