Gold Cross

Κατηγορίες Θεμάτων

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ 2017

Translate

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

8. Η΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ


Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκά. (10, 25 – 37)

«…Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν  Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ  Ἱερουσαλὴμ εἰς  Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.…».

ΑΝΑΛΥΣΗ



Σήμερα έχουμε την γνωστή εις τους πλείστους παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Αφορμή για να την πει την παραβολή αυτή ο Χριστός μας, ήταν ένας νομοδιδάσκαλος, ο οποίος παρουσιάσθηκε στον Χριστό, «…ἐκπειράζων αὐτὸν…» και τον ρώτησε «…διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;…» (στιχ. 25).

Ο Χριστός μας απαντά με δικό του ερώτημα για το τι γράφει ο Νόμος. Ο νομοδιδάσκαλος απαντά ναι μεν σωστά, αλλά ήταν λόγια ΜΟΝΟ θεωρίας. Πόρρω απείχαν από την πράξη. Ο νομοδιδάσκαλος γνώριζε την εξωτερική γνώση του Νόμου αλλά υστερούσε στην τήρηση. Αυτό θα το δούμε και στην μετέπειτα ανάλυσή μας όταν ρωτάει το Χριστό μας «…τίς ἐστί μου πλησίον;…» (στιχ. 29).

Μέσα από την αφήγηση της παραβολής ο Χριστός μας, περνά το μήνυμα, πως η αγάπη δεν είναι ένας κανόνας για να την αποστηθίζουμε, όπως έκανε ο Νομικός, αλλά υπέρβαση της αυτοαγάπης, της φιλαυτίας μας, για να ζήσει ο «άλλος» μέσα μας και εμείς μέσα σ’ αυτόν. Αυτή η περιχώρηση του καθενός μέσα στον άλλο, που είναι εικόνα των προσώπων της αγίας Τριάδος, είναι η αιώνιος ζωή.

Η αγάπη είναι η θυσία του δικού μας θέλω, για να εξυπηρετήσουμε τον κάθε άνθρωπο που είναι γύρω μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο γινόμαστε μιμητές του Θεού, ακολουθώντας το δικό Του σταυρικό τρόπο ζωής και συνάμα γινόμαστε πραγματικά παιδιά Του και συγκληρονόμοι Του στην αιώνια Βασιλεία Του.

1. Ο νομοδιδάσκαλος


Παρουσιάζεται έμπροσθεν του Κυρίου, χωρίς να έχει πραγματική θέληση να γνωρίσει την Αλήθεια και να κερδίσει την αιώνια ζωή. Παρουσιάζεται με αλαζονικό ύφος «…εκπειράζων αυτόν…» που δηλώνει πως κύριο του μέλημα ήταν να πειράξει τον Χριστό, να τον φέρει σε δύσκολη θέση, γιατί τη διδασκαλία του την θεωρούσε αντίθετη του Μωσαϊκού Νόμου. Προσήλθε χωρίς αγαθή προαίρεση.

Η αφροσύνη πραγματικά κάποιων πονηρών ανθρώπων δεν έχει όρια, βλέποντας και το παράδειγμα του νομοδιδάσκαλου, αφού λογίζονται πονηρά ακόμα και για το Θεό. Ο Νομικός εμφανίζεται υπερόπτης και αλαζόνας γιατί θεωρεί πως αν πιάσει συζήτηση μαζί Του, θα φανεί η αντίθεση του με το Μωσαϊκό Νόμο και έτσι θα κατεδείκνυε πως ο Χριστός μας ούτε Θεός ήταν, αλλά και ότι δεν προερχόταν από το Θεό.

Οι οφθαλμοί της ψυχής του ήταν κλειστοί, γιατί αν πραγματικά ήθελε να διδαχθεί από το Χριστό έπρεπε να προσέλθει ταπεινά, να πιστεύσει πως ο ίδιος είναι χειρότερος όλων και συνταυτοχρόνως να τους αγαπά όλους, για να καταστεί άξιος να δεχθεί το Χριστό, που είναι η αιώνιος ζωή.

2. «…Τίς ἐστί πλησίον;…»


Ο νομοδιδάσκαλος όταν άκουσε τον Κύριο να του λέει «…ὀρθῶς ἀπεκρίθης…» (στιχ. 28), φούσκωσε η υπερηφάνεια του και η αλαζονεία του.

Θέλοντας να δικαιολογηθεί γι’ αυτό που ρώτησε αφού ήξερε την απάντηση αλλά παράλληλα και να προβάλλει τον εαυτό του ως ενάρετο, ρώτησε τον Χριστό «…Τίς ἐστί μου πλησίον;…» (στιχ. 29). Ο αλαζόνας νομοδιδάσκαλος θεωρούσε πως σαν και αυτόν δεν υπήρχε άλλος όμοιός του, ενάρετος, δίκαιος και βαθύς γνώστης του Νόμου. Θεωρούσε πως ο «πλησίον» γι’ αυτόν είναι κάποιος στα δικά του υψηλά θεωρητικά μέτρα. Και ενώ ο Μωσαϊκός Νόμος «πλησίον» θεωρεί τον οποιονδήποτε έχει και χαίρει ανάγκη βοηθείας, αυτός «πλησίον» θεωρούσε τον ίσο μ’ αυτό σε αρετή. Και επειδή κατά την αντίληψή του υπερείχε όλων, δεν είχε «πλησίον».

Ο Χριστός μας με το παράδειγμά Του αναιρεί τις όποιες περιρρέουσες και ανάλογες αντιλήψεις με του Νομικού που κάποιος μπορεί να έχει, τονίζοντας πως ο «πλησίον» μας δεν το καθορίζει ο τόπος καταγωγής, ούτε ο βαθμός της αρετής, ούτε το όποιο αξίωμα που μπορεί κάποιος να φέρει. Αλλά «…πλησίον…» μας είναι ο κάθε άνθρωπος ασχέτου χρώματος, φυλής, θρησκείας. Το «…πλησίον…» καθορίζεται από την κοινή μας ανθρώπινη φύση.

3. Ο ιερέας και ο λευίτης



Ο Χριστός μας μέσα από την ωραιότατη διήγησή Του, διεκτραγωδεί την συμφορά ενός Ιουδαίου που έπεσε θύμα κατεβαίνοντας από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ. Αφού του επιτέθηκαν τον άφησαν «…ημιθανή…». Η κατάστασή του ήταν κρίσιμη και μόνο με τη βοήθεια και συμβολή κάποιου θα μπορούσε να επανεύρει τις αισθήσεις του. Χωρίς ξένη βοήθεια θα επερχόταν σίγουρα ο θάνατος.

Πρώτος πέρασε από το σημείο ένας ιερέας και κατόπιν ένας λευίτης. Ήταν και οι δύο Ιουδαίοι στην καταγωγή αλλά ήσαν ακόμη και εκπρόσωποι του Νόμου, θρησκευτικοί ηγέτες και δάσκαλοι. Και οι δύο είδαν τον τραγικό άνθρωπο και την κατάσταση στην οποία περιήλθε αλλά έδειξαν και οι δύο παντελή αδιαφορία, συμπεριφορά απάνθρωπη και ανελέητη. Χωρίς να του προσφέρουν καμία βοήθεια τον εγκατέλειψαν και έφυγαν.

Είχαν και οι δυο τους οδηγό το γράμμα του Νόμου. Γνώριζαν τους δυο βασικούς νόμους που θεμελιώνεται όλη η πίστη μας «…ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου…», και το «…ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν…».

Γνώριζαν επίσης και τι σήμαινε πραγματικά πλησίον και δίδασκαν περί αυτού με κάθε λεπτομέρεια. Παραταύτα έμειναν στη θεωρία. Αδυνατούσαν συμμετοχή στη πράξη γιατί αυτό σήμαινε προσωπική θυσία, διακινδύνευση, στέρηση. Υπηρετούσαν μόνο τα θελήματα της ανθρώπινης φύσεως τους, που σκοπό έχει να ζήσει μόνο βιολογικά και όχι αιώνια.

Σκέφτονταν συμφεροντολογικά, η καθυστέρηση θα ήταν επιβλαβή στα συμφέροντά τους, χώρια που θα τους έθετε σε κίνδυνο κι αυτούς, στους αδίστακτους ληστές. Μπορεί και να σκέφτηκαν πως θα περάσουν κι άλλοι και θα συντρέξουν αυτοί να τους βοηθήσουν. Ο άνθρωπος δυστυχώς όταν είναι μακριά από το Θεό, βρίσκεται στην πλάνη και επικαλείται αστήρικτες δικαιολογίες.

Μέτρο γι’ αυτούς ήταν ο εαυτός τους, η ύπαρξή τους, η υγεία τους. Ένα μέτρο που οδηγεί στον πνευματικό θάνατο, γιατί λείπει η σχέση με το Θεό και τον άνθρωπο.

Μπορεί και οι δύο να έλεγαν ακόμη μέσα τους πως αγαπούσαν τον πλησίον γιατί δεν τον μισούσαν, δεν ήθελαν το κακό του. Όμως η αγάπη δεν μπορεί να φυλάγεται μέσα στο νου. Αν δεν βγει έξω στα έργα, στη θυσία, στην προσφορά προς τον συνάνθρωπο, ΔΕΝ είναι αγάπη.

4. Ο Σαμαρείτης


Μετά τον ιερέα και το λευίτη, ήλθε στον τόπο του εγκλήματος ένας Σαμαρείτης, ένας ξένος προς την εθνικότητα. Μόλις είδε τον πληγωμένο τον σπλαχνίσθηκε, κατέβηκε από το άλογό του και άρχισε να τον περιποιείται. Τον ανέβασε κατόπιν στο άλογό του και το μετέφερε κατόπιν σε πανδοχείο και μερίμνησε να του παράσχουν την κάθε φροντίδα. Τα «…δύο δηνάρια…» που έδωσε στον πανδοχέα, ο άγιος Μάξιμος λέει ότι συμβολίζουν την αγάπη στο Θεό και στον πλησίον.

Ο Σαμαρείτης ζούσε την αιώνια ζωή, που είναι αγάπη στο Θεό και στον άνθρωπο σε σχέση με τον ιερέα και τον λευίτη που ζούσαν στην κόλαση της απουσίας της αγάπης από την ψυχή τους.

Όλος ο παράδεισος βρίσκεται στην καρδιά αυτή του Σαμαρείτη, που είναι έτοιμη ν’ ανέβει στο σταυρό, να θυσιασθεί για όλους και για όλα, δεν τον ενδιαφέρει ο χρόνος μπροστά στην βοήθεια του συνανθρώπου του, δεν τον ενδιαφέρει ο κίνδυνος που πιθανόν να ελλοχεύει.

Ήταν μια καρδιά που δεν ξεχώριζε ομοεθνής ή ξένους, ομόθρησκους ή αλλόθρησκους, καλούς ή κακούς. Ήταν μια καρδιά που φώναζε «…εισέλθετε πάντες…». Το «…ως εαυτόν…» το ανήγαγε στο «…υπέρ εαυτόν…», αγαπόντας το συνάνθρωπό του πέραν του εαυτού του. Στην καρδιά του Σαμαρείτη χωρούσε ο κάθε άνθρωπος γιατί ήταν εικόνα Θεού.
Δεν τον διακατείχε ο φόβος γιατί η αγάπη του για τον πλησίον του ήταν υπεράνω του φόβου. Ο φόβος δεν έβρισκε θέση στην καρδιά του γιατί ο φόβος είναι πιο κάτω από το θάνατο (αββάς Ισαάκ). Το μόνο που τον απασχολεί είναι να ευαρεστήσει το Θεό γι’ αυτό και το θέλημά του γίνεται μετά χαρά μέχρι θανάτου.

4Α. Λάδι και Κρασί



Ο καλός Σαμαρείτης προσφέρει ως θυσία το λάδι και το κρασί που προόριζε για το ταξίδι του. Χρησιμοποιεί το κρασί για να καυτηριάσει τις πληγές, ενώ με το λάδι για να γλυκάνει τον πόνο. Και τα δύο αυτά αγαθά δείχνουν την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού (λάδι), αλλά και την θυσία του ίδιου του Χριστού (αίμα= κρασί). Γιατί τελικά ο ίδιος ο Χριστός είναι ο καλός Σαμαρείτης. Το πανδοχείο στο οποίο πηγαίνει τον τραυματισμένο άνθρωπο, είναι η ίδια η αγία μας Εκκλησία.  Μέσα σ’ αυτό το «πανδοχείο αγάπης» που οικονόμησε ο Θεός για τον άνθρωπο, θα τον καταστήσει αλώβητο, μακριά από πειρασμούς, κακές σκέψεις, μακριά από τα πάθη και την αμαρτία ή τα προβλήματα που θα παρουσιάζονται κατά καιρό στο διάβα της ζωής. Γιατί ο καθένας μας είναι ή θα είναι στη ζωή του τραυματισμένος και τελικά η Εκκλησία είναι ένα μεγάλο ιατρείο, νοσοκομείο, το οποίο φροντίζει όσους χρειάζονται αγάπη.

Το λάδι και το κρασί συμβολίζουν την θεραπεία μέσω των αγιαστικών μυστηρίων.

Η επιστροφή του καλού Σαμαρείτη με σκοπό να μάθει περί της υγείας του ημιθανή διαβάτη, τονίζει την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος θα ξαναγυρίσει, εμφανιζόμενος με δύναμη και δόξα πολύ, «ίνα κρίνει ζώντας και νεκρούς».

5. Διδαχή


Με την παραβολή αυτή, ο Χριστός δίδαξε όχι μόνο το Νομικό αλλά και τον κάθε άνθρωπο πως θα ζούμε από τώρα την αιώνια ζωή. Η αγάπη είναι τροφός και μητέρα της αιώνιας ζωής.

«…Αν ζήσουμε την παρούσα ζωή ως αγάπη και κοινωνία με το Θεό και τον άνθρωπο θα είναι «…θεία και ανεννόητος[1] ηδονή…» ενώ για όσους αρνηθούν την αγάπη θα είναι «…θεία και ανεκλάλητος οδύνη…»…» άγιος Μάξιμος.

Η σωτηρία μας απαιτεί θυσία, «απώλεια» της ζωής μας, «νέκρωση» της φιλαυτίας μας ώστε ν’ αγαπήσουμε έμπρακτα, αληθινά τον Θεό και συνάνθρωπό μας. Αμήν.





[1] Ανεννόητος = άπειρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: