Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Ψαλ. 12,2 Ἕως πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος; ἕως πότε ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν
σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;
Ψαλ. 12,2 Εως πότε, Κυριε, θα με
λησμονής εντελώς; Εως πότε θα αποστρέφης, σα να αδιαφορής δια την θλίψιν μου,
το πρόσωπόν σου από εμέ;
Ψαλ. 12,3 ἕως τίνος θήσομαι βουλὰς ἐν ψυχῇ μου, ὀδύνας ἐν καρδίᾳ μου ἡμέρας καὶ
νυκτός; ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ;
Ψαλ. 12,3 Εως πότε, Κυριε, θα
καταρτίζω μέσα μου σχέδια λυτρώσεώς μου από τους εχθρούς μου, και όμως θα
δοκιμάζη ημέραν και νύκτα η καρδία μου οδύνας, διότι θα βλέπη αυτά να ναυαγούν,
ώστε να μένω έτσι εκτεθειμένος εις κινδύνους; Εως πότε θα υψώνεται απειλητικός
και θα θριαμβεύη εναντίον μου ο εχθρός;
Ψαλ. 12,4 ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου,
μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον,
Ψαλ. 12,4 Ρίψε ένα βλέμμα
συμπαθείας προς εμέ, και άκουσε την προσευχήν μου Κυριε, ο Θεός μου.
Αναζωογόνησε το φως των οφθαλμών μου, το οποίον από το βάρος των μεγάλων και
πολυαρίθμων θλίψεων πρόκειται να σβήση. Μη επιτρέψης να κλείσουν οριστικώς τα
μάτια μου και κοιμηθώ τον ύπνον του θανάτου·
Ψαλ. 12,5 μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· ἴσχυσα πρὸς αὐτόν· οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται,
ἐὰν σαλευθῶ.
Ψαλ. 12,5 δια να μη είπη με πολλήν
χαιρεκακίαν ο εχθρός μου· “υπερίσχυσα εναντίον του και τον ενίκησα”. Οι εχθροί
μου, που με θλίβουν, θα χαρούν πάρα πολύ, εάν κλονισθώ και πέσω.
Ψαλ. 12,6 ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ ἐλέει σου ἤλπισα, ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ
σου· ᾄσω τῷ Κυρίῳ τῷ εὐεργετήσαντί με καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.
Ψαλ. 12,6 Εγώ όμως έχω στηρίξει την ελπίδα μου εις σέ. Η καρδία μου θα αισθανθή
απερίγραπτον χαράν, όταν συ ευδοκήσης και μου στείλης την ποθητήν σωτηρίαν.
Τοτε εγώ θα τραγουδώ ύμνους ευχαριστίας προς σε τον ευεργέτην και Κυριον μου,
και θα συνθέσω ύμνους δοξολογίας εις δόξαν του ονόματος Κυρίου του Υψίστου.
++++=====++++=====++++
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου