Gold Cross

Κατηγορίες Θεμάτων

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ 2017

Translate

Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

9. ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ

Έλεγαν οι γέροντες τίποτε δεν είναι χειρότερο από την κατάκριση.


 1.               Σε κάποιον αδελφό που έμενε στο κοινόβιο του αββά Ηλίτ, συνέβη κάποτε ένας πειρασμός. Γι’ αυτόν το έδιωξαν από εκεί. Ο αδελφός αυτός κατέφυγε στον αββά Αντώνιο για να τον συμβουλευτεί. Αυτός τον ξανάστειλε στο κοινόβιο απ’ όπου είχε φύγει. Οι πατέρες εκεί τον ξανάδιωξαν και ο αδελφός γύρισε και πάλι στον αββά Αντώνιο, και του είπε: Δεν θέλησαν να με δεχθούν πάτερ. Τον έστειλε πάλι ο γέροντας και τους μήνυσε το εξής: Ένα καράβι ναυάγησε μέσα στο πέλαγος, έχασε το φορτίο του και με κόπο πολύ έφθασε στη στεριά. Και εσείς ότι σώθηκε και έφθασε στη στεριά, θέλετε να το καταποντίσετε; Κι εκείνοι όταν άκουσαν ότι ο αββάς Αντώνιος τον έστειλε, ευθύς τον δέχθηκαν.

 

2.               Ο αββάς Αντώνιος προφήτευσε στον αββά Αμμωνά και είπε: Θα προκόψεις στο φόβο του Θεού. Τον έβγαλε έξω από το κελί, του έδειξε μια πέτρα και του είπε: Βρίσε αυτή την πέτρα και κτύπησε την. Και το ‘κανε. Τον ρωτάει ο αββάς Αντώνιος: Μήπως μίλησε η πέτρα; Όχι, απάντησε εκείνος. Και συ, - του είπε ο αββάς Αντώνιος – πρόκειται να φθάσεις σ’ αυτό το μέτρο, όπως και έγινε. Πρόκοψε ο αββάς Αμμωνάς τόσο πολύ, ώστε από πολύ αγαθότητα να μη μπορεί να διακρίνει πια την κακία.  

 

3.               Πήγε κάποτε ο αββάς Αμμωνάς σε κάποιον τόπο για να γευματίσει. Εκεί κοντά ήταν κι ένας αδελφός που είχε κακή φήμη. Συνέβη μάλιστα να πάει και να μπει στο κελί του αδελφού η γυναίκα για την οποία τον κακολογούσαν. Οι κάτοικοι της περιοχής μόλις το έμαθαν, ξεσηκώθηκαν και πήραν την απόφαση να διώξουν το μοναχό από το κελί. Και όταν πληροφορήθηκαν ότι ο επίσκοπος Αμμωνάς ήταν στην περιοχή τους, πήγαν και τον παρακάλεσαν να πάει μαζί τους. Σαν τα’ μαθε αυτά ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι. Κατέφθασε το πλήθος και ο αββάς Αμμωνάς αντιλήφθηκε τι συνέβη, αλλά χάριν του Θεού σκέπασε το γεγονός. Μπήκε λοιπόν στο κελί του αδελφού, κάθισε πάνω στο πιθάρι και διέταξε να ερευνήσουν το κελί. Όταν όμως έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, τους είπε ο αββάς Αμμωνάς: Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο Θεός να σας συγχωρήσει. Και αφού προσευχήθηκε απομάκρυνε τον κόσμο. Έπιασε τότε από το χέρι τον αδελφό και του είπε: Πρόσεχε τη ψυχή σου αδελφέ[1]. Και με τον λόγο αυτό έφυγε.

 

4.               Ένα αδελφό που είχε πέσει σε κάποιο αμάρτημα τον απομάκρυνε ο πρεσβύτερος από την εκκλησία. Σηκώθηκε τότε ο αββάς Βησσαρίων και βγήκε μαζί του λέγοντας: Κι εγώ αμαρτωλός είμαι.

 

5.               Είπε ο αββάς Ησαΐας: Εάν σου έρθει λογισμός να κατακρίνεις τον πλησίον για κάποιο αμάρτημά του, πρώτα να σκεφθείς ότι εσύ είσαι περισσότερο αμαρτωλός απ’ αυτόν και εκείνα που νομίζεις ότι σωστά τα κάνεις, μην πιστέψεις ότι ήσαν αρεστά στον Θεό. Και έτσι δεν θα τολμήσεις να καταδικάσεις τον πλησίον. Είπε επίσης: Εάν δεν κατακρίνεις τον πλησίον αλλά εξουθενώνεις τον εαυτό σου, παρέχεις ανάπαυση στη συνείδησή σου.

 

6.               Πήγε κάποτε ο αββάς Ισαάκ ο Θηβαίος σε κάποιο κοινόβιο και είδε ένα αδελφό να σφάλλει και τον κατάκρινε. Όταν επέστρεψε στην έρημο, ήλθε άγγελος Κυρίου και στάθηκε στην πόρτα του κελιού του και του είπε: Δεν σου επιτρέπω να μπεις. Κι εκείνος παρακαλούσε κι έλεγε: Τι συμβαίνει: Αποκρίθηκε ο άγγελος και του είπε: Ο Θεός με έστειλε λέγοντας: Πες του: που προστάζεις να βάλω τον αδελφό που έσφαλε και τον καταδίκασες;. Ευθύς μετανόησε ο αββάς και είπε: Αμάρτησα, συγχώρεσε με. Και ο άγγελος του είπε: Σήκω, σε συγχώρεσε ο Θεός. Και στο εξής να προσέχεις να μην κρίνεις κανένα, προτού τον κρίνει ο Θεός[2].

 

7.               Κάποιος αδελφός της Σκήτης κάποτε έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ’ αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: Έλα γιατί σε περιμένουν όλοι. Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε άμμο. Οι πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: Τι είναι αυτό πάτερ; Οι αμαρτίες μου, που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω. Και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου. Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν.

 

8.               Έλεγε ο αββάς Μωυσής ότι οφείλει ο άνθρωπος να είναι νεκρός έναντι του πλησίον ώστε να μην τον κρίνει για τίποτε. Είπε επίσης: Όλος ο αγώνας πρέπει να αποβλέπει στο να μην κρίνουμε τον πλησίον. Γιατί όταν το χέρι του Κυρίου φόνευσε όλα τα πρωτότοκα στη χώρα της Αιγύπτου, δεν έμεινε σπίτι που να μην είχε νεκρό[3]. Τον ρωτάει ο αδελφός: Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Σημαίνουν ότι, εάν όλα εκείνα που μας εμποδίζουν, μας αφήσουν να δούμε τις αμαρτίες μας, δεν θα βλέπουμε τις αμαρτίες του πλησίον, άλλωστε είναι ανοησία, ενώ έχει δικό του νεκρό ο άνθρωπος, να τον αφήσει και να πάει να κλάψει τον νεκρό του πλησίον.

Και το να πεθάνεις έναντι του πλησίον σημαίνει να έχει μπροστά σου τη δική σου αμαρτία και να μην έχεις μέριμνα για κανένα άνθρωπο ότι αυτός είναι καλός ή εκείνος είναι κακός. Μην κάνεις κακό σε κανένα άνθρωπο, ούτε να σκέφτεσαι πονηρά για κανένα. Μην εξευτελίσεις κάποιον που κάνει το κακό αλλά και να μην συμφωνήσεις με εκείνον που κάνει κακό στον πλησίον ούτε να χαίρεσαι μ’ αυτόν που βλάπτει τον πλησίον. Αυτό σημαίνει το να είμαστε νεκροί έναντι του πλησίον.

Μην κατηγορήσεις κανέναν, να λες: Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα. Και να μη συμφωνήσεις μ’ αυτόν που κατηγορεί, να μη χαίρεσαι που κατηγορεί αλλά ούτε και να τον μισείς. Αυτό είναι το νόημα του να μην κρίνουμε.

Μην εχθρεύεσαι κανέναν άνθρωπο και να μην κρατήσει έχθρα μέσα στην καρδιά σου αλλά μη μισήσεις και αυτόν που εχθρεύεται τον πλησίον. Αυτή είναι η ειρήνη. Να παρακινείς τον εαυτό σου σ’ αυτά. Ο κόπος είναι προσωρινός, ενώ η ανάπαυση είναι αιώνια με τη χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν.

 

9.               Ρώτησε ένα αδελφός τον αββά Ποιμένα: Εάν δω κάποιο σφάλμα του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω; Κι ο γέροντας απάντησε: Όποια ώρα σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας. Και όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό μας.

 

10.            Είπε ο αββάς Ποιμήν: Έχει γραφεί αυτά που είδες με τα μάτια σου, αυτά να μαρτυρήσεις. Εγώ όμως σας λέω ότι κι αν ακόμη ψηλαφήσετε με τα χέρια σας, μη μαρτυρήσετε. Ένας αδελφός εμπαίχθηκε ( από το διάβολο ) σε μια τέτοια περίπτωση. Είδε τάχα ότι ο αδελφός του αμάρτανε με μια γυναίκα. Και αφού μέσα ου έγινε μεγάλος πόλεμος, πήγε και τους σκούντησε με το πόδι του, νομίζοντας ότι αυτοί είναι και τους είπε: Σταματήστε λοιπόν. Ως πότε; Και διαπιστώνει τότε ότι ήταν τα δεμάτια από στάχυα σιταριού. Γι’ αυτό σας είπα ότι και με τα χέρια σας ακόμη αν ψηλαφήσετε, μην ελέγξετε.

 

11.            Ρώτησε ένα αδελφός τον αββά Ποιμένα: Τι να κάνω που όταν πάω να κάνω την πνευματική μου εργασία με κυριεύει η αμέλεια; Κι ο γέροντας του είπε: Να μην εξευτελίσεις κανέναν ούτε να τον κατακρίνεις. Κανέναν να μην κατηγορήσεις και ο Θεός θα σου δώσει ανάπαυση και η πνευματική σου εργασία θα γίνεται ήρεμα.

 

12.            Είπε ο αββάς Παφνούτιος: Περπατώντας κάποτε στο δρόμο χάθηκα λόγω της ομίχλης και βρέθηκα κοντά σε μια κωμόπολη. Και είδα κάποιους να ασελγούν μεταξύ τους. Στάθηκα τότε και προσευχήθηκα για τις αμαρτίες μου. Και να, ένας άγγελος ήλθε κρατώντας ξίφος και μου είπε: Παφνούτιε, όλοι εκείνοι που κρίνουν τους αδελφούς τους μ’ αυτό το ξίφος θα θανατωθούν. Εσύ όμως επειδή δεν έκρινες αλλά στάθηκες ταπεινός μπροστά στον Θεό σαν να έκανες εσύ την αμαρτία, γι’ αυτό τον λόγο το όνομά σου έχει γραφεί στο βιβλίο της ζωής[4].

 

13.            Ήταν κάποτε ένας γέροντας που έτρωγε καθημερινά 3 παξιμάδια. Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και όταν κάθησαν να φάνε, έβαλε και για τον αδελφό 3 παξιμάδια. Είδε κατόπιν ο γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να φάει περισσότερο και του έφερε άλλα 3. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν, κατέκρινε ο γέροντας τον αδελφό και του ‘πε: Δεν πρέπει αδελφέ, να υπηρετούμε τη σάρκα μας. Και ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον γέροντας και έφυγε.

Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για φαγητό, έβαλε ο γέροντας τα 3 παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο έπαθε. Και άρχισε να αισθάνεται εξάντληση. Κατάλαβε ο γέροντας ότι τον εγκατάλειψε ο Θεός και ρίχνοντας τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να παρακαλεί μετά δακρύων για την εγκατάλειψη που του έγινε.

Και βλέπει ένα άγγελο που του είπε: Αυτό σου συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό, δεν το κάνει με δική του δύναμη, αλλά η αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει τον άνθρωπο.

Έλεγαν οι γέροντες τίποτε δεν είναι χειρότερο από την κατάκριση.

 

14.            Σε κάποιον αναχωρητή πήγαινε ένας πρεσβύτερος και του έκαμνε τη Θεία Λειτουργία. Κάποιος όμως πήγε και τον κατηγόρησε στον αναχωρητή. Και όταν πήγε ο πρεσβύτερος κατά τα συνηθισμένα να επιτελέσει τη Θεία Λειτουργία, ο αναχωρητής, καθώς ήταν σκανδαλισμένος, δεν του άνοιξε και ο πρεσβύτερος έφυγε. Την ώρα εκείνη ακούσθηκε μια φωνή που του είπε: Μου πήραν οι άνθρωποι τη δικαστική μου εξουσία. Και ήρθε σε έκσταση και βλέπει ένα πηγάδι χρυσό και κάδο χρυσό με σχοινί χρυσό και νερό πάρα πολύ ωραίο. Βλέπει όμως και κάποιο λεπρό που αντλούσε νερό και το άδειαζε. Και ενώ ήθελε να πιει δεν έπινε, γιατί αυτός που αντλούσε ήταν λεπρός. Και να η φωνή πάλι που του ‘λεγε: Γιατί δεν πίνεις απ’ το νερό; Τι σημασία έχει που είναι λεπρός αυτός που το αντλεί; Αυτός αντλεί και το αδειάζει. Μόλις συνήλθε ο αναχωρητής από την έκσταση και κατάλαβε το νόημα της οπτασίας, κάλεσε τον πρεσβύτερο και όρισε να του κάνει την Θεία Λειτουργία, όπως και πιο μπροστά.

 

15.            Σε κάποιον κοινόβιο δύο αδελφοί έφθασαν σε μεγάλα μέτρα αρετής και έγιναν άξιοι να βλέπει ο καθένας κάποια χάρη του Θεού στον αδελφό του. Συνέβη κάποτε ο ένας απ’ αυτούς να βγει από το κοινόβιο και ήταν Παρασκευή. Και είδε κάποιον να τρώει, ενώ ήταν πρωί και του λέει: Τρως αυτή την ώρα και μάλιστα Παρασκευή; Την επόμενη μέρα έγινε σύναξη κατά τα συνηθισμένα και όταν έπεσε το βλέμμα του αδελφού του επάνω του, είδε ότι απουσίαζε η χάρη και λυπήθηκε. Όταν επέστρεψαν στο κελί, τον ρωτάει: Τι έκανες αδελφέ; Δεν είδα τη Χάρη του Θεού επάνω σου όπως πριν. Κι αυτός είπε: Ούτε για πράξη ούτε για σκέψη δεν μου καταμαρτυρεί η συνείδησή μου κάτι το πονηρό. Τον ρωτάει πάλι ο αδελφός: Ούτε μίλησες σε κανέναν; Τότε θυμήθηκε και του είπε: Χθες είδα κάποιον να τρώει έξω από το κοινόβιο πρωί και του είπα: Τέτοια ώρα τρως μάλιστα και Παρασκευή; Αυτή είναι η αμαρτία μου. Κόπιασε σε παρακαλώ, και εσύ μαζί μου δύο εβδομάδες και να παρακαλέσουμε τον Θεό να με συγχωρήσει. Και έκαναν έτσι και μετά δύο εβδομάδες είδε ο αδελφός τη Χάρη που επέστρεψε πάνω στον αδελφό του. Παρηγορήθηκαν και ευχαρίστησαν το Θεό.

 

16.            Είπε κάποιος από τους πατέρες: Δεν υπάρχει στον κόσμο άλλη ομάδα ανθρώπων σαν των χριστιανών. Δεν υπάρχει επίσης άλλη τάξη σαν των μοναχών. Αλλά αυτό μόνο είναι που τους βλάπτει, το ότι ο διάβολος τους ωθεί στη μνησικακία μεταξύ τους και λένε, μου είπε και του είπα. Και ενώ έχει ο καθένας μπροστά του τις βρωμιές του, δεν τις βλέπει αυτές αλλά ασχολείται μ’ αυτά που κάνει ο πλησίον του. Και απ’ αυτό βλάπτονται πάρα πολύ.

 

17.            Ένας άγιος άνθρωπος, όταν είδε κάποιον να αμαρτάνει, δάκρυσε και είπε: Αυτός σήμερα και εγώ σίγουρα αύριο. Ακόμη κι αν πραγματικά αμαρτήσει κάποιος μπροστά σου, μην τον κρίνεις, αλλά να θεωρείς τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό απ’ αυτόν, έστω κι αν είναι κοσμικός.

 

18.            Κάποιος αδελφός έκανε μια ερώτηση σ’ ένα άγιο γέροντας για να έχει μια βάση, ώστε να μην αμαρτάνει με το λογισμό. Ας υποθέσουμε – είπε – ότι βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και το λέω αυτό σε κάποιον άλλο και βλέπω ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά απλώς το συζητούμε. Αυτό παύει να είναι κατάκριση; Ο γέροντας είπε: Εάν μιλάς με εμπάθεια έχοντας κάτι εναντίον του, είναι κατάκριση, αν όμως είσαι ελεύθερος από πάθος, δεν είναι κατάκριση. Αλλά για να μη μεγαλώνει το κακό, η σιωπή είναι προτιμότερη.

 

19.            Ρωτήθηκε ένας γέροντας: Γιατί δεν μπορώ να κατοικήσω μαζί με άλλους αδελφούς; Κι εκείνος είπε: Γιατί δεν φοβάσαι το Θεό. Γιατί αν θυμόσουν αυτά που λέει η αγία Γραφή ότι στα Σόδομα σώθηκε ο Λωτ, επειδή δεν κατάκρινε κανένα[5], και εσύ θα έβαζες τον εαυτό σου να κατοικήσει και σε θηρία ανάμεσα.

 

20.            Είπε ένας γέροντας: Ακόμη και μπροστά σου αν σίγουρα αμαρτήσει κάποιος, μην τον κρίνεις αλλά έχε τον εαυτό σου περισσότερο αμαρτωλό απ’ αυτόν. Διότι την αμαρτία του την είδες, την μετάνοια του όμως δεν την είδες.

 

21.            Κάποιος αναχωρητής έγινε επίσκοπος. Αυτός από ευλάβεια δεν επιτιμούσε κανέναν και ανεχόταν με μακροθυμία τα σφάλματα όλων. Ο οικονόμος του λοιπόν δεν διοικούσε καλά τα πράγματα της Εκκλησίας. Και είπαν μερικοί στον επίσκοπο: Γιατί δεν επιπλήττεις τον οικονόμο που είναι τόσο αμελής στο έργο του; Ο επίσκοπος ανέβαλε την επίπληξη για την επόμενη ημέρα. Ξεκίνησαν λοιπόν την επόμενη να πάνε αυτοί που τον ξεσήκωσαν κατά του οικονόμου αλλά ο επίσκοπος το έμαθε και κρύφθηκε κάπου. Πήγαν αυτοί και δεν τον βρήκαν. Πληροφορήθηκαν όμως από τους οικείους του που ήταν κρυμμένος, τον βρήκαν και τον ρώτησαν: Γιατί κρύφθηκες; Κι εκείνος είπε: Γιατί ότι πέτυχα παρακαλώντας το Θεό 60 χρόνια, αυτά εσείς θέλετε μέσα σε 2 ημέρες να μου τα αφαιρέσετε.

 

22.            Είπε γέρων: Ας αποκτήσουμε αγάπη. Ας αποκτήσουμε συμπόνια για τον πλησίον, ώστε να αποφύγουμε τη φοβερή καταλαλιά και το να καταδικάζουμε κάποιον ή να τον εξουθενώνουμε. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είναι δικό μας μέλος, γιατί είμαστε μέλη του ιδίου σώματος, όπως λέει ο απόστολος, όλοι είμαστε ένα σώμα και ο καθένας μας είναι μέλος του σώματος στο οποίο ανήκουν και οι άλλοι ως μέλη[6]. Και όταν πάσχει ένα μέλος συμπάσχουν και τα άλλα.





[1] Ιωα. (8, 3-11)

[2] Α’ Κορ. (4, 5)

[3] Εξ. (12, 29-30)

[4] Φιλιπ. (4, 3)

[5] Γεν. (19, 1-23)

[6] Ρωμ. (12, 5)


Δεν υπάρχουν σχόλια: