Μες στη δύνη και κραιπάλη, ανατέλλει
του Παραδείσου η Χάρη,
φέρει όνομα λαμπρό και σ’ όλο τον
κόσμο ξακουστό.
Είναι ο ανθός ο αμάραντος, του
Παραδείσου το κάλλος,
είναι το διαμάντι του ουρανού και το
στολίδι του σπιτιού.
Είν’ η Μητέρα του ουρανού του
πονεμένου ανθρώπου,
είναι η γλυκιά παρηγοριά, και φως όλου
του τόπου.
Ω
επουράνια ομορφιά, ατελεύτητη
αγάπη,
φοβήθηκε σε το κακό και σε φυγή
ετράπη.
Χαίρε ω
Μάνα μου γλυκιά, ω Μάνα των αγγέλων,
Χαίρε εσύ
προστάτιδα φτωχών θνητών αγέλων.
Θυμήσου το μανούλα μου, το άσωτο παιδί σου, και δώσε
μου,
«γάλα»[1]
του ουρανού, της μητρικής στοργής Σου
Να μην εβρώ να πιώ ξανά, πιοτό της
αμαρτίας,
να’ μαι πιστός στο δρόμο σου, της μόνης
αληθείας.
Ω Γλυκύτατη Παναγιά, ελπίδας Χορηγός
μου,
δίπλα μου μείνε στοργικά, τάγματος
αρχηγός μου.
Δεν είναι άνθρωπος στη γή, να μην σε πει Μητέρα,
που κάθε θλίψη και οδυρμό, να μην την
κάνεις πέρα.
Γι’ αυτό μανούλα μας κράζουμε, τ’
όνομά σου,
εισάκουσε γλυκιά Παντάνασσα, τ’ αδύναμα παιδιά σου.
Εσύ είσαι πάντα η μάνα μας, σύ το
νανούρισμά μας,
εσύ το αποκούμπι μας, το κάθε στήριγμά
μας.
Ανθρώπων Συ
παρηγοριά, γλυκιά παραμυθία,
συ τέρπεις την καρδούλα μας, να’ ναι
γερή και ανδρεία.
Μανούλα μάνα μου γλυκιά, δεν δύναμαι ν΄
αντέξω,
χωρίς την παρουσία σου, φοβάμαι πως θα μπλέξω.
Μην μ΄ αφήνεις Δέσποινα, κράτα με από
το χέρι,
να πολεμήσω αλώβητος, σ’ ότι ζωή και αν φέρει.
Και σαν θα ‘ρθεί εκείνη η στερνή, του
θάνατου η ώρα,
έλα στο προσκεφάλι μου, λαμπρή
λαμπαδηφόρα.
Να νιώσω την ασφάλεια, που δίνει η
μορφή σου,
ν’ αναθαρρύνω Δέσποινα στο χάδι της
αφής σου.
Συνόδεψε με Άχραντη, μέσα από τα
τελώνια,
μην πάρουν την ψυχούλα μου, μνησίκακα
δαιμόνια.
Στη πύλη του παραδείσου, σαν σιμώσω
και εγώ ο ανάξιος,
πολύ φοβούμαι πως, δεν θα είμαι των
δικαίων ισάξιος.
Γι’ αυτό μητέρα μου, ανέβα εις του παράδεισου
τα τείχη,
και εν τω παραδείσω βάλε με, μην λάχω
των αμετανόητων την τύχη.
Μην επιτρέψεις Δέσποινα μου, να χάσω
την ουράνια βασιλεία,
αλλά προστάτεψε και σώσε με, δώσε μου
ασυλία.
Ω μάνα
μου γλυκιά, λαμπρή μου Παναγία,
συ είσαι
η ελπίδα μου, της ψυχής μου η σωτηρία.
[1] Εμπνευσμένο από τον υμνογράφο της
Εκκλησίας μας που ονομάζει τους Πατέρες Κύριλλο και Αθανάσιο μαζούς, δηλ.
μαστούς, οι οποίοι εκβλύζουν το γάλα της σωτηρίας. «…πυξία του Πνεύματος, πλάκες αι θεοχάρακτοι, μαζοί οι εκβλύζοντες
της σωτηρίας το γάλα, το της σοφίας αγλάϊσμα…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου