1.
Είπε ο αββάς Αντώνιος: Είναι κάποιοι που έλιωσαν το σώμα
τους με την άσκηση, αλλ’ επειδή δεν είχαν διάκριση, βρέθηκαν μακριά από τον Θεό.
2.
Κάποιος κυνηγούσε στην έρημο άγρια ζώα. Και είδε τον αββά
Αντώνιο να χαριτολογεί με τους αδελφούς. Θέλοντας ο γέροντας να τον διδάξει ότι
είναι ανάγκη που και που να συγκαταβαίνει κανείς στους αδελφούς, του λέει: «Βάλε
ένα βέλος στο τόξο σου και τέντωσέ το». Και το έκανε. Και του λέει: Τέντωσε το
κι άλλο. Το τέντωσε. «Ακόμη τέντωσέ το», επιμένει. Αλλά ο κυνηγός του είπε, αν
τεντώσω υπερβολικά θα σπάσει το τόξο. Αυτό συμβαίνει, του είπε ο γέροντας, και
στην εργασία του Θεού. Εάν οι απαιτήσεις μας είναι υπερβολικές προς τους
αδελφούς, σύντομα θα σπάσουν. Χρειάζεται πότε πότε να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς.
Σαν τ’ άκουσε αυτά ο κυνηγός, ήρθε σε κατάνυξη και έφυγε πολύ ωφελημένος από
τον γέροντα. Και οι αδελφοί επίσης στηρίχθηκαν και ξεκίνησαν για τον τόπο τους.
3.
Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Αντώνιο: Προσευχήσου για
μένα. Και ο γέροντας του λέει: Ούτε εγώ σε σπλαχνίζομαι ούτε ο Θεός, εάν εσύ ο
ίδιος δεν σπεύσεις με ζήλο να ζητήσεις από τον Θεό.
4.
Είπε ο αββάς Αντώνιος ότι θα έρθει εποχή, που οι άνθρωποι
θα φέρονται όπως οι παράφρονες. Και όταν θα βλέπουν κάποιον που δεν θα
συμπεριφέρεται ως παράφρων, θα τα βάζουν μαζί του και θα του λένε: Εσύ είσαι
τρελλός, επειδή δεν είναι όμοιος μ’ αυτούς.
5.
Συκοφαντήθηκε ένας αδελφός σε κοινόβιο ότι έπεσε σε
πορνεία. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στον αββά Αντώνιο. Και πήγαν εκεί κάποιοι
αδελφοί του κοινοβίου να τον βοηθήσουν να συνέλθει και να τον πάρουν μαζί τους.
Άρχισαν όμως να τον ελέγχουν: Γιατί το έκανες αυτό; Κι εκείνος έλεγε: Δεν έκανα
κάτι τέτοιο. Κατά καλή συγκυρία βρέθηκε εκεί ο αββάς Παφνούτιος ο Κεφαλάς, ο
οποίος είπε την εξής παραβολή: Είδα στην όχθη του ποταμού έναν άνθρωπο
βουτηγμένο στη λάσπη μέχρι τα γόνατα. Ήρθαν κάποιοι να του δώσουν χέρι βοηθείας
και τον βούλιαξαν μέχρι τον λαιμό. Είπε τότε ο αββάς Αντώνιος για τον αββά
Παφνούτιο: Να ένας άνθρωπος αληθινός, που μπορεί να θεραπεύσει και να σώσει
ψυχές. Με τα λόγια των γερόντων κατανύχθηκαν, έβαλαν μετάνοια στον αδελφό και
ενισχυμένοι από τους Πατέρες τον πήραν μαζί τους στο κοινόβιο.
6.
Έλεγαν σχετικά με τον αββά Αγάθωνα ότι πήγαν κάποιοι, που
άκουσαν ότι έχει μεγάλη διάκριση. Θέλοντας λοιπόν να τον δοκιμάσουν αν θυμώνει,
του λένε: Εσύ είσαι ο Αγάθων; Διαδίδεται για σένα ότι είσαι πόρνος και
υπερήφανος. Κι αυτός είπε: Ναι, έτσι είναι. Τον ξαναρωτούν: Εσύ είσαι Αγαθών ο
φλύαρος και κουτσομπόλης; Εγώ είμαι, απαντά. Και συνεχίζουν: Εσύ είσαι ο Αγάθων
ο αιρετικός; Και αποκρίθηκε: Δεν είμαι αιρετικός. Τον παρακάλεσαν τότε: Πες
μας, σου είπαμε τόσα και τα δέχθηκες γιατί αυτόν τον λόγο δεν τον άντεξες; Τους
είπε λοιπόν: Τα πρώτα τα αποδίδω στον εαυτό μου, γιατί αυτό είναι κέρδος για
την ψυχή μου. Ενώ η αίρεση είναι χωρισμός από τον Θεό και δεν θέλω να
αποχωρισθώ τον Θεό. Θαύμασαν τη διάκρισή του και έφυγαν πολύ ωφελημένοι.
7.
Ρωτήθηκε ο αββάς Αγάθων: Τι είναι σπουδαιότερο; Ο
σωματικός κόπος ή η εσωτερική επαγρύπνηση; Ο γέροντας είπε: Ο άνθρωπος μοιάζει
με δένδρο. Ο σωματικός κόπος είναι η φυλλωσιά, ενώ η επαγρύπνηση η εσωτερική
είναι ο καρπός. Και επειδή σύμφωνα μ’ αυτά που λέει η Γραφή, κάθε δένδρο που
δεν κάνει καλό καρπό το κόβουν και το ρίχνουν στη φωτιά[1]
είναι φανερό ότι όλη μας η φροντίδα είναι να αποκτήσουμε καρπό. Με άλλα λόγια
εσωτερική επαγρύπνηση. Χρειάζεται όμως και η προστασία των φύλλων και η ομορφιά
τους και αυτά είναι ο σωματικός κόπος.
8.
Είπε ο αββάς Αγάθων: Εάν κάποιος μου είναι υπερβολικά
αγαπητός αλλά καταλάβω ότι με παρασύρει σε κάποιο ελάττωμα, κόβω αμέσως τις
σχέσεις μαζί του.
9.
Κάποτε 3 γέροντες πήγαν στον αββά Αχιλλά και ο ένας απ’
αυτούς είχε κακή φήμη. Είπε λοιπόν ο ένας από τους γέροντες. Αββά φτιάξε μου
ένα δίχτυ. Κι εκείνος είπε: Δεν μπορώ να το κάνω. Και ο δεύτερος είπε: Κάνε
αγάπη για να σε θυμόμαστε στη μονή, κάνε μας ένα δίχτυ. «Δεν ευκαιρώ» του
απάντησε. Του λέει ο τρίτος, που είχε την κακή φήμη: Κάνε και για μένα ένα
διχτύ, αββά, να το έχω από τα χέρια σου. Κι εκείνος αμέσως αποκρίθηκε και είπε:
Εγώ θα σου φτιάξω. Λίγο αργότερα τον ρώτησαν οι 2 γέροντες ιδιαίτερα: Πως εμείς
σε παρακαλέσαμε και δεν θέλησες να μας το φτιάξεις, ενώ σ’ αυτόν είπες, εγώ θα
σου το φτιάξω; Κι ο γέροντας τους εξήγησε: Σε σας είπα ότι δεν θα το κάνω και
δεν καρδιοκαρδιστήκατε, γιατί δεν ευκαιρώ. Σ’ αυτόν εάν δεν το κάνω θα πει: Άκουσε
ο γέροντας ότι είμαι αμαρτωλός και γι’ αυτό δεν θέλησε να το κάνει. Και αμέσως
κόβουμε το σχοινί. Ενθάρρυνα λοιπόν την ψυχή του για να μη τον καταπιεί η λύπη,
έτσι όπως είναι[2].
10.
Έλεγε ο αββάς Αμμώης: «Πήγα μαζί με τον αββά Βιτίμιο στον
αββά Αχιλλά και τον ακούσαμε που μελετούσε το ρητό: Μην φοβάσαι Ιακώβ, να
κατέβεις στην Αίγυπτο[3]. Και
έκανε πολλή ώρα μελετώντας το. Όταν χτυπήσαμε, μας άνοιξε και ρώτησε: Από πού είστε;
Διστάσαμε να πούμε από τα Κελλία και είπαμε από το όρος της Νιτρίας. Τι να σας
κάνω – είπε – αφού είστε από μακριά; Και μας έβαλεμέσα και είδαμε τη δουλειά
που έκανε τη νύκτα, μια μεγάλη πλεξούδα. Τον παρακαλέσαμε να μας πει κάποιον
λόγο, και μας είπε: Εγώ από βραδύς ως αυτή την ώρα έπλεξα είκοσι οργιές, και
φυσικά δεν τις χρειάζομαι. Αλλά μη τυχόν αγανακτήσει ο Θεός εναντίον μου και με
κατακρίνει λέγοντας: Γιατί ενώ είχες δυνάμεις να δουλέψεις κι άλλο, δεν
δούλεψες; Γι’ αυτό κοπιάζω και βάζω όλη μου την δύναμη. Μετά τον λόγο αυτόν
αναχωρήσαμε ωφελημένοι».
11.
Κάποτε ρώτησε ο
αββάς Αγάθων τον αββά Αλώνιο, «πως θα μπορέσω να κυριαρχήσω στη γλώσσα μου,
ώστε να μην πει ποτέ ψέμα; Και ο αββάς Αλώνιος απαντά: Εάν βάλεις τον όρο να
μην πεις ψέμα, θα κινδυνέψεις πολλές αμαρτίες να κάνεις. Πως; ρωτάει εκείνος.
Και ο γέροντας του λέει: Ας υποθέσουμε, δυο άνθρωποι έκαναν φόνο μπροστά σου
και ο ένας κατέφυγε στο κελί σου. Και να, ο άρχοντας τον αναζητεί και σε ρωτάει:
Είδες να γίνεται κανένας φόνος; Εάν δεν χρησιμοποιήσεις ψέμα, παραδίνεις
άνθρωπο σε θάνατο. Προτιμότερο είναι να αφήσεις τη γλώσσα σου χωρίς δέσμευση
ενώπιον του Θεού. Γιατί Αυτός γνωρίζει τα πάντα.
12.
Έλεγαν για κάποιον
γέροντα στη Θηβαΐδα, τον Αντιανό, ότι πολλές και διάφορες ασκήσεις έκανε στη
νεότητά του και στα γηρατειά του αρρώστησε και τυφλώθηκε. Οι αδελφοί εξαιτίας
της αρρώστιας του, του έκαναν πολλά φαγητά και τον τάϊζαν. Ρώτησαν λοιπόν τον
αββά Αϊώ, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα γι’ αυτόν καθώς του προσφέρουν αυτή την
παρηγοριά με τα πολλά φαγητά; Και τους λέει: Εγώ πιστεύω ότι και ένα χουρμά να
φάει, γιατί το ζητάει η καρδιά του και συγκαταβαίνει με ευχαρίστηση, το αφαιρεί
ο Θεός αυτό από τους κόπους του. Αν όμως δεν συγκατατίθεται, αλλά το παίρνει χωρίς
να το θέλει, ο Θεός διατηρεί τον κόπο του ακέραιο, γιατί, ενώ δεν το θέλει,
αναγκάζεται. Και εκείνοι θα πάρουν το μισθό τους.
13.
Είπε ο αββάς Δανιήλ: «…Όσο ακμάζει το σώμα, τόσο η ψυχή
αδυνατίζει, και όσο το σώμα αδυνατίζει, τόσο η ψυχή ακμάζει…».
14.
Είπε γέρων: «…Αν ένας αδελφός έχει ελαττώματα από
ανθρώπινη αδυναμία, πρέπει να τον υπομένουμε. Αν όμως κλέβει, διώξτε τον, γιατί
και την ψυχή του βλάπτει και ταράζει όλους, όσοι μένουν στον τόπο εκείνο…».
15.
Ρώτησαν τον μακάριο Επιφάνιο: «…Γιατί οι εντολές του
Μωσαϊκού Νόμου είναι δέκα[4],
ενώ οι μακαρισμοί είναι εννιά;[5]
και αποκρίθηκε: Ο δεκάλογος του Νόμου έχει τον ίδιο αριθμό με τις πληγές των
Αιγυπτίων, ενώ ο αριθμός των μακαρισμών συμβολίζει τριπλά την αγία Τριάδα…».
16.
Ρωτήθηκε ο ίδιος εάν αρκεί ένας δίκαιος άνθρωπος για να
κινήσει τον Θεό σε ευσπλαχνία και είπε: «…Ναι γιατί ο ίδιος ο Θεός είπε: Ψάξτε
να βρείτε ένα άνθρωπο ο οποίος στην πράξη να είναι δίκαιος και ευσεβής και θα
φανώ σπλαχνικός για όλο το λαό…»[6].
17.
Επισκέφθηκαν τον αββά Ζήνωνα μερικοί αδελφοί και τον
ρώτησαν: Τι σημαίνει αυτό που είναι γραμμένο στο βιβλίο του Ιώβ: Ο ουρανός δεν
είναι καθαρός ενώπιον Αυτού[7];
Αποκρίθηκε ο γέροντας και τους είπε: Έπαυσαν οι αδελφοί να νοιάζονται για τις
αμαρτίες τους και ερευνούν για τα ουράνια. Το ρητό έχει την εξής έννοια: Επειδή
Αυτός είναι ο μόνος καθαρός, γι’ αυτό είπε: ο ουρανός δεν είναι καθαρός.
18.
Είπε ο αββάς Ησαΐας: Όποιος συμπεριφέρεται στον αδελφό
του με πανουργία, δεν θα του λείψει η λύπη.
19.
Είπε πάλιν: «…Όποιος άλλα λέει και άλλα έχει στην καρδιά
του με πονηριά, η εργασία ενός τέτοιου ανθρώπου πάει χαμένη. Μην προσκολληθείς
σε τέτοιον άνθρωπο, για να μη σε μολύνει με το σιχαμερό δηλητήριό του…».
20.
Είπε ακόμη: «…Ο πειρασμός του κέρδους της δόξας και της
καλοπέρασης πολεμούν τον άνθρωπο μέχρι την ώρα του θανάτου. Όμως δεν πρέπει
κανείς να ενδώσει σ’ αυτά…».
21.
Ρωτήθηκε από κάποιον η αμμάς Θεοδώρα σχετικά με τα ακούσματα
που φθάνουν στ’ αυτιά μας: «Πως είναι δυνατόν – είπε – όταν γενικά τ’ αυτιά μας
δέχονται λόγια κοσμικών ανθρώπων ή οποιαδήποτε άλλα άσχετα, να παραμένουν
προσανατολισμένα στο Θεό μόνο; Και η αμμάς του λέει: Όπως ακριβώς αν κάθεσαι
στο τραπέζι όπου υπάρχουν πολλά φαγητά και τρως βέβαια, αλλά όχι με
ευχαρίστηση, το ίδιο και όταν τα κοσμικά λόγια φθάνουν στ’ αυτιά σου. Την
καρδιά σου να έχεις στραμμένη στον Θεό και μ’ αυτή τη διάθεση δεν θ’ ακούς με
ευχαρίστηση και δεν παθαίνεις καμιά ζημιά.
22.
Είπε ο αββάς Ιωάννης σε κάποιον αδελφό για την ψυχή που
θέλει να μετανοήσει: «Ήταν μια πόρνη όμορφη σε κάποια πόλη και είχε πολλούς
φίλους. Την βρήκε ένας άρχοντας και της λέει: Δώσε μου τον λόγο σου ν’ αφήσεις
την αμαρτωλή ζωή και εγώ σε παίρνω για γυναίκα μου. Αυτή συμφώνησε και ο
άρχοντας την πήρε και την πήγε στο σπίτι του. Οι φίλοι της την αναζητούσαν και
έλεγαν: Ο τάδε άρχοντας την πήρε στο σπίτι του. Αν εμφανιστούμε στο σπίτι του
και το μάθει, θα μας τιμωρήσει. Να πάμε λοιπόν πίσω από το σπίτι και να της
σφυρίξουμε. Αυτή γνωρίζει το συνθηματικό σφύριγμα και θα κατέβει. Έτσι εμείς
απαλλασσόμαστε από την ευθύνη. Εκείνη άκουσε το σφύριγμα, αλλά βούλωσε τ’ αυτιά
της και κατέφυγε βιαστικά στον βαθύτερο κοιτώνα κλείνοντας τις πόρτες. Την
πόρνη την ανάφερε σαν σύμβολο της ψυχής. Οι φίλοι συμβολίζουν τα πάθη και τους
ανθρώπους. Ο άρχοντας είναι ο Χριστός, ενώ ο εσώτατος κοιτώνας είναι η αιώνια
κατοικία. Αυτοί που σφυρίζουν στην ψυχή είναι οι πονηροί δαίμονες. Και αυτή
καταφεύγει συνεχώς προς τον Κύριο.
23.
Ο αββάς Ιωάννης ο ευνούχος, όταν ήταν νέος, ρώτησε
κάποιον γέροντα: Πως εσείς μπορέσατε να κάνετε την εργασία που ζητάει ο Θεός με
άνεση, ενώ εμείς κοπιάζουμε και πάλι δεν μπορούμε να την πραγματοποιήσουμε; Και
ο γέροντας είπε: Εμείς μπορέσαμε επειδή είχαμε κύριο έργο μας την εργασία του
Θεού και τη φροντίδα για τις σωματικές ανάγκες τη θεωρούσαμε κάτι το ασήμαντο.
Ενώ εσείς κύριο έργο έχετε την φροντίδα για το σώμα και την εργασία του Θεού
δεν την θεωρείται αναγκαιότερη, γι’ αυτό
σας κουράζει. Και γι’ αυτό ο Κύριος είπε: Ολιγόπιστοι, πρώτα ζητάτε τη Βασιλεία
του Θεού και όλα αυτά θα ακολουθήσουν[8].
24.
Ένας αδελφός πήγε στον αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο και του
είπε: Αββά πες μου ένα λόγο, πως θα σωθώ; Και ο γέροντας του είπε: Πήγαινε στο
νεκροταφείο και βρίσε τους νεκρούς. Πήγε πράγματι ο αδελφός, έβρισε και
πετροβόλησε τα μνήματα. Γύρισε κατόπιν και ενημέρωσε τον γέροντα, ο οποίος τον
ρώτησε: Δεν σου είπαν τίποτε; Όχι απάντησε εκείνος. Πήγαινε πάλι αύριο και
εξύμνησέ τους. Πήγε πράγματι ο αδελφός και τους εξύμνησε λέγοντας: Είστε
απόστολοι, άγιοι και δίκαιοι. Επέστρεψε και είπε στον γέροντα: Τους εξύμνησα.
«Δεν σου αποκρίθηκαν τίποτε;», τον ρώτησε ο γέροντας. Όχι, είπε ο αδελφός.
Είδες πόσος τους εξευτέλισες και δεν σου είπαν τίποτε; Και πόσο τους εξύμνησες
και δεν σου μίλησαν καθόλου; Έτσι και εσύ εάν θέλεις να σωθείς, γίνε νεκρός, να
μη λογαριάζεις ούτε την αδικία, ούτε τη δόξα από μέρους των ανθρώπων, όπως οι
νεκροί, και θα σωθείς.
25.
Περνώντας κάποτε ο αββάς Μακάριος με συνοδεία αδελφών
μέσα από την Αίγυπτο, άκουσε ένα παιδάκι να λέει στην μητέρα του: Μητέρα,
κάποιος πλούσιος με αγαπά και εγώ τον μισώ. Και ένας φτωχός με μισεί και εγώ
τον αγαπώ. Ο αββάς Μακάριος άκουσε και θαύμασε. Και του λένε οι αδελφοί: Τι
σημαίνουν τα λόγια αυτά πάτερ και θαύμασες; Και ο γέροντας είπε: Πράγματι ο
Κύριος μας είναι πλούσιος και μας αγαπά, και δεν θέλουμε να υπακούουμε σ’ Αυτόν
ενώ ο εχθρός μας ο διάβολος είναι φτωχός και μας μισεί και εμείς αγαπούμε τη
βρωμιά του.
26.
Είπε ο αββάς Μακάριος: Εάν θυμόμαστε τα δεινά που μας
βρίσκουν από τους ανθρώπους, ακυρώνουμε τη δύναμη που έχει η μνήμη του Θεού. Αν
όμως θυμόμαστε τα δεινά που προέρχονται από τους δαίμονες, θα είμαστε άτρωτοι.
27.
Ένας αδελφός συμβουλεύθηκε τον αββά Ποιμένα: Διέπραξα
μεγάλη αμαρτία και θέλω να μπω σε κανόνα μετανοίας για τρία χρόνια. Και ο
γέροντας του λέει, «πολύ είναι». «Μήπως για ένα χρόνο;» ρωτάει ο αδελφός. «Πολύ
είναι» απαντά πάλι ο γέροντας. Αυτοί που βρίσκονταν εκεί είπαν: «Μέχρι 40
ημέρες;» Και πάλι ο γέροντας είπε: Είναι πολύ. Και πρόσθεσε: «Εγώ πιστεύω ότι
εάν ο άνθρωπος μετανοήσει με όλη του την καρδιά και δεν συνεχίσει να κάνει την
αμαρτία και μέσα σε τρείς μέρες τον δέχεται ο Θεός.
28.
Ρώτησε ο αββάς Ησαΐας τον αββά Ποιμένα για τους ρυπαρούς
λογισμούς. Και του λέει ο αββάς Ποιμήν: Με τους λογισμούς συμβαίνει ότι με το κοφίνι
το γεμάτο ρούχα. Εάν δηλαδή τα ξεχάσει κανείς εκεί, με τον καιρό σαπίζουν. Το
ίδιο και με τους λογισμούς. Εάν δεν μεταβληθούν σε πράξη, με τον καιρό
χάνονται, δηλαδή σαπίζουν.
29.
Ρώτησε ο αββάς Ιωσήφ για το ίδιο θέμα. Και του είπε ο
αββάς Ποιμήν: Όπως αν κανείς ρίξει μέσα σε αγγείο φίδι ή σκορπιό και το φράξει,
σίγουρα με τον καιρό ψοφούν, έτσι και οι πονηροί λογισμοί, οι οποίοι φυτρώνουν
από τους δαίμονες, με την υπομονή εξαφανίζονται.
30.
Είπε o αββάς Ποιμήν: Αν
αμαρτήσει κάποιος και αρνηθεί λέγοντας, δεν αμάρτησα, μην τον ελέγξεις, γιατί
αλλιώς τους κόβεις την προθυμία. Ενώ αν του πεις: Μην αθυμήσεις, αδελφέ, αλλά
στο εξής να φυλαχθείς, παρακινείς τη ψυχή του για μετάνοια.
31.
Είπε ακόμη: Άνθρωπος που διδάσκει, αλλά δεν εφαρμόζει
αυτά που διδάσκει μοιάζει με βρύση, που όλους τους ποτίζει και τους πλένει, τον
εαυτό της όμως δεν μπορεί να καθαρίσει.
32.
Κάποιος αδελφός βρήκε τον αββά Ποιμένα και του λέει: Αββά,
έχω πολλούς λογισμούς και κινδυνεύω. Τον βγάζει ο γέροντας έξω στο ύπαιθρο και
του λέει: Άνοιξε την αγκαλιά σου και πιάσε τους ανέμους. Δεν μπορώ, λέει, να το
κάνω αυτό. Και ο γέροντας του είπε: Εάν αδυνατείς να το κάνεις αυτό, ούτε τους
λογισμούς μπορείς να τους εμποδίσεις να έρθουν. Δικό σου όμως έργο είναι ν’
αντισταθείς σ’ αυτούς.
33.
Ρώτησε ο αββάς Ιωσήφ τον αββά Ποιμένα πως πρέπει να
νηστεύουν. Ο αββάς Ποιμήν του είπε: Εγώ προτιμώ να τρώει κανείς κάθε μέρα αλλά
μειωμένη μερίδα, ώστε να μη φθάνει σε χορτασμό. Του λέει ο αββάς Ιωσήφ, όταν
ήσουν νέος δεν νήστευες δυo-δυo τις μέρες; Και απαντά εκείνος: Ναι και τρεις και τέσσερις και όλη την
εβδομάδα. Αλλά όλα αυτά τα δοκίμασαν οι πατέρες, που ήσαν δυνατοί στην
πνευματική ζωή, και βρήκαν ότι προτιμότερο είναι να τρώει κανείς κάθε μέρα αλλά
να μη φθάνει στο χορτασμό. Και μας παρέδωσαν τη βασιλική οδό, που είναι
ευκολοδιάβατη.
34.
Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα: Αν δω κάτι, το
βλέπεις σωστό να μιλήσω γι’ αυτό; Ο γέροντας του λέει: Είναι γραμμένο ότι
όποιος εκφράσει γνώμη, πριν του δώσουν το λόγο, προδίδει αμυαλοσύνη και είναι
ντροπή του[9]. Αν
σε ρωτήσουν, μίλησε, αλλιώς σώπαινε.
35.
Πήγαν κάποιοι γέροντες στον αββά Ποιμένα και του είπαν: Έχουμε
την ευλογία σου, αν δούμε κανέναν αδελφό να νυστάζει τν ώρα της ακολουθίας, να
τον κεντρίσουμε λίγος, για να παρακολουθεί ξύπνιος την αγρυπνία; Και ο αββάς
είπε: Εγώ αντίθετα, αν δω κάποιον αδελφό να νυστάζει, βάζω το κεφάλι του πάνω
στα γόνατά μου να τον αναπαύσω.
36.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα: Τι είναι το να
οργισθεί κανείς εναντίον του αδελφού του χωρίς λόγο; Και ο αββάς είπε: Για
όποια αδικία θα σου κάνει ο αδελφός σου από απληστία, εάν οργισθείς εναντίον
του, οργίζεσαι χωρίς λόγο. Και αν σου βγάλει το δεξί σου μάτι και κόψει το δεξί
σου χέρι και οργισθείς εναντίον του, χωρίς λόγος οργίζεσαι. Αν όμως σε χωρίζει
από τον Θεό, τότε να οργισθείς.
37.
Είπε ο αββάς Ποιμήν: Η πείνα και η νύστα δεν μας άφησαν
να δούμε αυτά τα ανάξια του λόγου.
38. Ο μαθητής του αββά Αγάθωνος Αβραάμ ρώτησε τον αββά
Ποιμένα: Γιατί με πολεμούν οι δαίμονες; Σε πολεμούν οι δαίμονες; τους λέει ο
αββάς Ποιμήν. Δεν μας πολεμούν, συνεχίζει, εφόσον κάνουμε τα θελήματά μας,
γιατί τα θελήματά μας έχουν γίνει δαίμονες και αυτά είναι που μας πιέζουν για
να τα ικανοποιήσουμε. Και αν θέλεις να δεις με ποιους πολέμησαν οι δαίμονες, με
τον αββά Μωυσή και τους όμοιους μ’ αυτόν.
39.
Είπε ο αββάς Ποιμήν: Εάν κυνηγάμε την ανάπαυση, αυτή μας
αποφεύγει. Αν όμως δεν την κυνηγάμε, αυτή μας κυνηγάει.
40.
Είπε κάποτε ο αββάς Παμβώ: Καλές είναι βέβαια οι καλές
πράξεις, αλλά σώζεσαι αν κρατήσεις καθαρή τη συνείδησή σου έναντι του πλησίον
σου.
41.
Έλεγαν για τον αββά Παμβώ ότι ποτέ δεν γέλασε το πρόσωπό
του. Κάποια μέρα λοιπόν θέλοντας οι δαίμονες να τον κάνουν να γελάσει, έδεσαν
σε ξύλο ένα φτερό και το κρατούσαν θορυβώντας και αλαλάζοντας. Βλέποντας τους ο
αββάς Παμβώ γέλασε: Άρχισαν τότε οι δαίμονες να χορεύουν λέγοντας: Ουά, ουά. Ο
Παμβώ γέλασε. Κι εκείνος τους λέει: Δεν γέλασα, αλλά σας χλεύασα για την
αδυναμία σας, γιατί τόσοι πολλοί κρατάτε ένα φτερό.
42.
Είπε ο αββάς Παλλάδιος: Η ψυχή που ασκείται κατά Θεόν
πρέπει ή να μαθαίνει με εμπιστοσύνη ακούγοντας όσα δεν γνωρίζει ή να διδάσκει
με σαφήνεια όσα έμαθε από την πείρα. Αν κανένα από τα δυο δεν θέλει, δεν είναι
στα καλά της. Γιατί είναι αρχή απομάκρυνσης από το Θεό η χορτασιά της
διδασκαλίας και η ανορεξία να ακούσει λόγο Θεού, για τον οποίο πάντοτε πεινάει
η ψυχή του ανθρώπου που αγαπάει τον Θεό.
43.
Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισόη: Τι να κάνω αββά,
που έπεσα; Σήκω πάνω πάλι, απαντά ο γέροντας. Σηκώθηκα, του λέει ο αδελφός, και
ξαναέπεσα. Σήκω ξανά και ξανά, λέει ο γέροντας. Και ρωτάει ο αδελφός: Ως πότε; Έως
ώτου σε βρει η ώρα του θανάτου είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σ’ όποια
κατάσταση βρεθεί ο άνθρωπος, σ’ αυτήν και φεύγει.
44.
Επισκέφθηκε κάποιος αδελφός τον αββά Σιλουανό στο όρος
Σινά. Είδε εκεί τους αδελφούς να εργάζονται και λέει στον γέροντα: Μη δουλεύετε
για την φθαρτή τροφή. Η Μαρία έκανε την πιο καλή εκλογή[10].Λέει
τότε ο γέροντας στον μαθητή του Ζαχαρία: Δώσε ένα βιβλίο στον αδελφό και βάλε
τον σε κελί που δεν έχει τίποτε. Και έκανε έτσι. Όταν έγινε 3 η ώρα το
απόγευμα, κοίταγε την πόρτα ο φιλοξενούμενος αν θα στείλουν κάποιον να τον
καλέσουν για φαγητό. Αλλά κανένας δεν τον κάλεσε. Σηκώνεται λοιπόν και πάει
στον γέροντα και τον ρωτάει: Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, αββά; Έφαγαν, απαντά
ο γέροντας. Και γιατί δεν με καλεσατε; του λέει. Μα εσύ, παρατηρεί ο γέροντας,
επειδή είσαι πνευματικός άνθρωπος, δεν έχεις ανάγκη απ’ αυτή την τροφή. Ενώ
εμείς είμαστε σαρκικοί και έχουμε ανάγκη από φαγητό και γι’ αυτό δουλεύουμε.
Εσύ άλλωστε διάλεξες την καλή μερίδα και διάβαζες όλη τη μέρα, επομένως δεν
έχεις ανάγκη από την υλική τροφή. Σαν άκουσε τα λόγια αυτά ο αδελφός, έβαλε
μετάνοια στον γέροντας λέγοντας: Συγχώρεσε με αββά. Και ο γέροντας του είπε: Οπωσδήποτε
και η Μαρία έχει την ανάγκη της Μάρθας, γιατί με αφορμή τη Μάρθα επαινέθηκε και
η Μαρία.
45. Είπε η αμμάς Σάρρα: Εάν ζητήσω από τον Θεό, όλοι οι
άνθρωποι να είναι αναπαυμένοι μαζί μου, θα βρεθώ στην θύρα να βάζω μετάνοια
στον καθένα. Προτιμώ να προσεύχομαι να είναι η καρδιά μου καθαρή με όλους.
46.
Η αγία Συγκλητική είπε: Καλό είναι να μην οργίζεται
κανείς. Αν όμως συμβεί να οργισθείς, ούτε μιας μέρας διάστημα δεν σου παραχωρεί
για το πάθος αυτός που είπε: Η δύση του ηλίου να μη σας βρει ακόμη οργισμένους[11].
Και εσύ λοιπόν περιμένεις, ώσπου να δύσει όλη σου η ζωή; Γιατί μισείς αυτόν που
σε λύπησε, άνθρωπε; Δεν είναι αυτός που σε έβλαψε, αλλά ο διάβολος. Μίσησε την
αρρώστια και όχι την άρρωστο.
47.
Είπε επίσης: Υπάρχει και άσκηση σκληρή και υπαγορεύεται
από τον εχθρό και μάλιστα οι δικοί του μαθητές το κάνουν αυτό. Πως λοιπόν να
διακρίνουμε τη θεία και βασιλική άσκηση από την τυραννική και δαιμονική; Αυτό
φαίνεται από τη συμμετρία. Όλη σου η ζωή ας είναι ένας κανόνας νηστείας. Μη
νηστεύεις 4 ή 5 μέρες και την επομένη να καταλύσεις με αφθονία τροφών. Σε κάθε
περίπτωση η αμετρία είναι καταστρεπτική. Όσο είσαι νέος και υγιής, νήστεψε,
γιατί θα έρθουν τα γηρατειά μαζί με την αδυναμία. Όσο λοιπόν έχεις δυνάμεις,
θησαύρισε εφόδια, για να βρεις ανάπαυση, όταν δεν θα μπορείς.
48.
Είπε πάλι: Όσο προοδεύουν οι αγωνιστές, τόσο και με
ισχυρότερο αντίπαλο έρχονται αντιμέτωποι.
49. Ρωτήθηκε άλλος γέροντας: Γιατί βαδίζοντας στην έρημο
φοβούμαι; Και αποκρίθηκε: Διότι ακόμη ζεις.
50.
Ρωτήθηκε γέροντας: Για ποιον λόγο έχω τον πειρασμό της
πορνείας; Και είπε: Επειδή τρως πολύ και πολύ κοιμάσαι.
51.
Είπε γέροντας: Αλίμονο στον άνθρωπο, εάν το όνομά του είναι
μεγαλύτερο από την πνευματική του εργασία.
52.
Είπε γέροντας: Εκείνος που βιάζει τον εαυτό του για την
αγάπη του Θεού, είναι ίσος με ομολογητή.
53.
Είπε επίσης: Όποιος γίνει μωρός για τον Κύριο, θα του
δώσει σοφία ο Κύριος.
54.
Ο Θεός, είπε γέροντας, ζητάει από τον άνθρωπο τούτα: Τον
νου, τον λόγο και την πράξη.
55.
Είπε γέρων: Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από τα εξής: Να
φοβάται την κρίση του Θεού, να μισήσει την αμαρτία, να αγαπήσει την αρετή και
να προσεύχεται στον Θεό αδιάλειπτα.
56.
Είπε γέροντας: Το ότι εισέρχονται λογισμοί μέσα μας δεν
είναι αυτό καταδίκη μας, αλλά το τι χειριζόμαστε κακώς τους λογισμούς. Είναι
δηλαδή δυνατόν από τους λογισμούς να ναυαγήσουμε, όπως επίσης από τους
λογισμούς να στεφανωθούμε.
57.
Αδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα: Αββά, να παρακαλώ τους γέροντες
και μου μιλούν για τη σωτηρία της ψυχής μου και δεν κρατώ τίποτε απ’ όσα μου
λένε. Για ποιον λόγο λοιπόν να ζητώ τη βοήθειά τους, αφού δεν κάνω τίποτε; Είμαι
ολόκληρος μια ακαθαρσία. Εκεί δίπλα ήσαν 2 δοχεία άδεια. «Έλα, φέρε ένα από τα
δοχεία, ρίξε μέσα λάδι και κλείσε το. Άδειασε το κατόπιν και βάλτο στη θέση
του. Το έκανε όπως του είπε και μια και δυο φορές. Ύστερα του λέει: Φέρε τώρα
και τα δυο μαζί και δες ποιο είναι πιο στιλπνό. Όπου έριξα το λάδι, απαντά ο
αδελφός. Λέει τότε ο γέροντας: Έτσι είναι και η ψυχή. Και σε περίπτωση που δεν
κρατάει τίποτε από όσα ρωτάει, είναι όμως πιο καθαρή από την ψυχή εκείνου που
δεν ρωτάει καθόλου.
58.
Διηγούνταν κάποιο πατέρες για ένα μεγάλο γέροντα ότι όταν
πήγαινε κάποιος να του ζητήσει το λόγο Θεού, του έλεγε με πολλή επιδεξιότητα: Να
εγώ αυτή την ώρα σαν να μιλώ από μέρους του Θεού και κάθομαι στον θρόνο της
κρίσεως. Τι θέλεις να σου κάνω; Εάν πεις: Ελέησέ με, θα σου πε ο Θεός, ελέησε
και συ τον αδελφό σου. Εάν θέλεις να σε συγχωρήσω, συγχώρεσε και εσύ τον αδελφό
σου. Μήπως είναι άδικος ο Θεός; Κάθε άλλο. Επομένως από μας εξαρτάται αν
θέλουμε να σωθούμε.
59.
Είπε γέροντας: Οι προφήτες έγραψαν τα βιβλία. Ήρθαν
κατόπιν οι Πατέρες και τα εφάρμοσαν. Οι μεταγενέστεροι τα αποστήθισαν. Ήρθε και
αυτή η γενεά τα έγραψε και τα τοποθέτησε στα ράφια, όπου μένουν αχρησιμοποίητα.
60.
Κάποιος αδελφός ανέφερε το πρόβλημά του σ’ έναν από τους
Πατέρες: Εάν συμβεί να κυριευθώ από τον ύπνο και περάσει η ώρα της ακολουθίας,
δεν θέλει ύστερα η ψυχή μου, από ντροπή, να αρχίσει την ακολουθία. Και ο
γέροντας του λέει: Αν σου συμβεί να σε πάρει ο ύπνος ως το πρωί, σήκω μετά,
κλείσε την πόρτα και τα παράθυρα και άρχισε την προσευχή σου. Γιατί η Γραφή
λέει: Δική σου είναι η μέρα, δική σου και η νύκτα[12]. Ο
Θεός δέχεται τη δοξολογία όποια ώρα και να’ ναι.
61.
Είπε γέροντας: Υπάρχει άνθρωπος που τρώει πολύ και ακόμη
πεινάει και είναι άλλος που τρώει λίγο και χορταίνει. Εκείνος που τρώει πολύ
και ακόμη πεινάει, θα έχει καλύτερο μισθό από τον άλλο που τρώει λίγο και
χορταίνει.
62.
Είπε γέροντας: Εάν η ψυχή έχει λόγο, αλλά δεν έχει να
παρουσιάσει έργο, μοιάζει με δένδρο που έχει φύλλα, καρπό όμως δεν έχει. Ενώ
όπως συμβαίνει με το δένδρο το φορτωμένο καρπό, να είναι ζωηρά και τα φύλλα
του, έτσι ο λόγος αρμόζει στη ψυχή που έχει να παρουσιάσει καλή εργασία.
63. Αδελφός ρώτησε έναν γέροντα: Γιατί κάνω ανόρεκτα τη
σύντομη ακολουθία μου; Ο γέροντας του αποκρίθηκε: Η αγάπη προς το Θεό απ’ εδώ
φαίνεται, αν δηλαδή κανείς ολοπρόθυμα και με κατάνυξη και συγκεντρωμένο τον νου
εκτελεί την θεϊκή εργασία.
64.
Ενας αδελφός συμβουλεύτηκε γέροντα για το εξής: Ας
υποθέσουμε πάω κάπου με άλλους αδελφούς και στρώνουν τραπέζι να φάμε ή
προσφέρουν κάποιο κέρασμα, πολλές φορές οι αδελφοί είτε από εγκράτεια είτε
γιατί μόλις σηκώθηκαν από το φαγητό, δεν θέλουν να φάνε, εγώ όμως πεινώ, τι να
κάνω; Ο γέροντας του αποκρίνεται: Εάν εσύ πεινάς, κοίταξε πόσοι είναι οι
φιλοξενούμενοι, το ίδιο κάνε και γι’ αυτά που προσφέρουν. Και όσο κρίνεις ότι
σου αναλογεί, αυτό φάγε το, δεν υπάρχει εμπόδιο, γιατί κάνεις αυτό που σου
χρειάζεται. Αν όμως κινηθείς και φας περισσότερο, αυτό είναι ήττα σου.
65.
Αδελφός ρώτησε γέροντα: Τι είναι καταλαλιά και τι
κατάκριση; Και εκείνος είπε: Σ’ όλες τις περιπτώσεις λέγεται καταλαλιά. Ενώ η
κατάκριση αναφέρεται σε φανερά πράγματα. Κάθε λόγος που δεν μπορεί κανείς να
τον πει μπροστά στον αδελφό του, είναι καταλαλιά. Αν πει κάποιος για κάποιον: Ο
τάδε αδελφός είναι καλός και αγαθός αλλά δεν έχει τάξη ούτε διάκριση, είναι
καταλαλιά. Ενώ αν κανείς πει ότι ο αδελφός εκείνος είναι έμπορος και μάλιστα
φιλάργυρος, αυτό είναι κατάκριση γιατί κατέκρινες τις πράξεις του. Αυτό είναι
χειρότερο από την καταλαλιά[13].
66.
Είπε γέρων: Στον τόπο που βρίσκεται κανείς, εάν δοκιμάσει
κάτι καλό να κάνει και δεν το κατορθώσει, μη νομίσει ότι πηγαίνοντας αλλού θα
μπορέσει να το κάνει.
67.
Ρώτησαν κάποιον γέροντα γι’ αυτούς που συνεχιζουν να
τριγυρνούν και να ζητούν από άλλους να προσεύχονται, ενώ οι ίδιοι δεν
πολυενδιαφέρονται αλλά και στη ζωή τους είναι αμελείς. Αποκρίθηκε ο γέροντας: Η
δέηση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη και αποτελεσματικότητα[14],
με την προϋπόθεση όμως αυτός που ζητάει την προσευχή να συνεργεί και να
αγωνίζεται μαζί του και με πολύ ζήλο και πόνο καρδίας να φυλάγει τον εαυτό του
από πονηρούς λογισμούς και πράξεις. Γιατί εάν ζει με αδιαφορία, καμιά ωφέλεια
δεν θα έχει, κι αν ακόμη άγιοι εύχονται γι’ αυτόν. Η Γραφή λέει: Αν σε μια
οικοδομή ο ένας χτίζει και ο άλλος γκρεμίζει, ποιο το όφελός τους, παρά μόνο οι
κόποι[15].
68. Είπε γέροντας: Εκείνος που επαινεί μοναχό, τον παραδίνει
στον Σατανά.
69. Είπε γέροντας: Ο άνθρωπος που προσφέρει εκούσια τον εαυτό
του σε θλίψη, πιστεύω ότι μεταξύ των μαρτύρων τον λογαριάζει ο Θεός. Γιατί τα
δάκρυα του ανθρώπου αυτού υπολογίζονται ως αίμα.
70.
Ένας αδελφός ρώτησε γέροντα: Πως η γενιά μας πάτερ δεν
μπορεί να κάνει την άσκηση των Πατέρων; Και είπε ο γέροντας: Επειδή δεν αγαπάει
τον Θεό και δεν αποφεύγει τους ανθρώπους, ούτε μισεί τα υλικά αγαθά του κόσμου.
Γιατί στον άνθρωπο που αποφεύγει την συντυχία των ανθρώπων και τον πειρασμό της
ύλης, ξεκινούν από μέσα του η κατάνυξη και η άσκηση. Όπως ακριβώς αυτός που θέλει
να σβήσει τη φωτιά που άναψε στο χωράφι του, εάν δεν προλάβει να κόψει τα
δένδρα που είναι μπροστά στη φωτιά, δεν μπορεί να τη σβήσει, έτσι και ο
άνθρωπος εάν δεν φύγει σε τόπο όπου και το ψωμί του ακόμη με κόπο βρίσκει, δεν
μπορεί να αποκτήσει την άσκηση. Γιατί η ψυχή αν δεν βλέπει, ούτε και εύκολα
επιθυμεί.
71.
Είπε επίσης: Αυτός που κλέβει ή ψεύδεται ή διαπράττει
άλλη αμαρτία, συχνά ευθύς μετά την τέλεση της αμαρτίας στενάζει, κατηγορεί τον
εαυτό του και μετανοεί. Ενώ αυτός που διατηρεί μνησικακία στην ψυχή του, είτε
τρώει είτε πίνει είτε κοιμάται είτε περπατάει, σαν δηλητήριο τον κατατρώει η
μνησικακία. Επομένως την αμαρτία δεν την αποχωρίζεται ποτέ. Η προσευχή του
γίνεται κατάρα για τον ίδιο και όλος ο κόπος που κάνει, κι αν ακόμη χύσει το
αίμα του για τον Χριστό, δεν θα είναι δεκτός από τον Θεό.
72.
Ρώτησαν γέροντα: Είναι καλό να μεσολαβούμε, όταν
λογοφέρνουν οι αδελφοί; Να αποφεύγεις, αποκρίνεται ο γέροντας, τέτοιες
μεσολαβήσεις. Στη γραφή διαβάζουμε: Ο δίκαιος στρέφει αλλού τ’ αυτιά του, για
να μην ακούσει την καταδίκη του αθώου αίματος, και κλείνει τα μάτια του, για να
μη δει την αδικία[16].
73.
Είπε γέροντας: Εάν εμφανισθεί ξαφνικά στην καρδιά αδελφού
που ζει σε κελί κάποιος λόγος ιερός και δοθεί στον λόγο αυτό, ενώ δεν έχει
φθάσει σε ανάλογα μέτρα, κι ούτε έλκεται από τον Θεό σ’ αυτό, στέκονται οι
δαίμονες και του παρουσιάζουν το ρητό έτσι που να συμφωνεί με το θέλημά του.
74.
Αδελφός ρώτησε: Ποια είναι η καλλιέργεια που πρέπει να
γίνει στην ψυχή, για να φέρει καρπό; Και ο γέροντας αποκρίθηκε: Η καλλιέργεια
της ψυχής είναι η ήρεμη ζωή, πολλή προσευχή με κόπο σωματικό και να μην έχουμε
την προσοχή μας στα σφάλματα των άλλων, αλλά μόνο στα δικά μας. Εάν τα κάνει
αυτά ο άνθρωπος υπομονητικά και σταθερά, δεν αργεί να έρθει η καρποφορία στη
ψυχή.
75.
Αδελφός ρώτησε κάποιον από τους Πατέρες σχετικά με τον
λογισμό της βλασφημίας: Αββά, έχω θλίψη στην ψυχή μου από τον λογισμό της
βλασφημίας. Λυπήσου με και πες μου ποια είναι η αιτία που μου συνέβη αυτό και
τι να κάνω; Ο λογισμός της βλασφημίας μας έρχεται, επειδή κακολογούμε, επειδή
εξουθενώνουμε τον άλλον και τον κατακρίνουμε. Βασικότερη όμως είναι αιτία είναι
η υπερηφάνεια, και το ότι κάνει κανείς τα θελήματα του, αμελεί την προσευχή και
παρασύρεται στην οργή και το θυμό και όλα αυτά είναι ένδειξη της υπερηφάνειας
μας, η οποία ανοίγει τον δρόμο για να πέσουμε στα πάθη που αναφέραμε
προηγουμένως, της καταλαλιάς, της περιφρόνησης των άλλων και της κατάκρισης. Απ’ αυτά γεννιέται ο λογισμός της βλασφημίας.
Αν λοιπόν χρονίσει στην ψυχή, ο δαίμονας της βλασφημίας τον παραδίνει στον
δαίμονα της πορνείας και μπορεί να φθάσει μέχρι τρέλλας. Και αν δεν συνέλθει ο
άνθρωπος, καταστρέφεται.
76.
Είπε γέρων: Δεν συμφαίρει να έχετε σχέσεις με ανθρώπους
που παραβαίνουν το νόμο του Θεού, ούτε στην εκκλησία, ούτε στην αγορά, ούτε σε
συμβούλια, ούτε σε δικαστήρια, καθόλου και πουθενά. Αυτό που έχει να κάνει
κανείς είναι να διακόψει εντελώς την επικοινωνία με αυτούς που δεν τηρούν το
νόμο του Θεού[17].
77.
Είπε γέροντας: Δεν υπάρχει πιο φτωχό πράγμα από το να
διανοείται κανείς περί Θεού χωρίς τον φωτισμό του Θεού. Αυτός δηλαδή που
διδάσκει είτε στην εκκλησία είτε στο κελί, οφείλει πρώτα ο ίδιος να εκτελέσει
αυτά που λέει και διδάσκει. Ο γεωργός που δουλεύει στο χωράφι, πρέπει πρώτα να
δοκιμάσει τους καρπούς[18].
78.
Είπε γέρων: Οι άγιοι που έχουν μέσα τους τον Χριστό,
κληρονομούν με την απάθεια και τα εδώ και τα πέραν του κόσμου αυτού. Γιατί και
τα εδώ και τα εκεί είναι του Χριστού. Άρα όποιος Τον έχει, έχει και Αυτόν και
τα αγαθά Του. Από την άλλη μεριά αυτός που κρατάει τα πάθη, κι αν ακόμη όλο τον
κόσμο κατέχει, δεν έχει τίποτε, εκτός από τα πάθη που τον εξουσιάζουν.
79. Είπε ακόμη: Μην παρεξενευθείς, εάν ενώ είσαι άνθρωπος,
μπορείς να γίνεις άγγελος. Στη διάθεσή
μας είναι η ισάγγελη δόξα και αυτήν υπόσχεται στους αγωνιζόμενους ο αγωνοθέτης.
80.
Εϊπε γέροντας: Εάν δεν κατοικήσει μέσα στον άνθρωπο ο
Θεός, ποτέ ο άνθρωπος δεν μπορεί αφεαυτού να είναι καλός. Γιατί κανένας δεν
είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός[19].
81.
Είπε επίσης: Αυτός που εν γνώσει του δέχεται να αδικείται
και συγχωρεί τον πλησίον του, ενεργεί σύμφωνα με τη φύση του Ιησού. Εκείνος που
δεν αδικεί ούτε δέχεται την αδικία, μοιάζει στη φύση με τον Αδάμ. Και ο άλλος που
αδικεί ή κυνηγάει να παίρνει τόκους ή κάνει κακό στους άλλους, μ’ αυτά που
κάνει συμπίπτει στη φύση με τον διάβολο.
82.
Είπε γέροντας: Τον νου που περιπλανιέται τον σταματά η
ανάγνωση, αγρυπνία και η προσευχή. Την επιθυμία την καυτή την μαραίνει η πείνα,
ο κόπος και η ερημική ζωή. Και τον θυμό, που φέρνει το πάνω κάτω, τον
καταπραΰνει η ψαλμωδία, η μακροθυμία και η ευσπλαχνία. Και όλα αυτά εφόσον
γίνονται σε κατάλληλη ώρα και στο μέτρο που ταιριάζει. Γιατί όσα γίνονται
παράκαιρα και χωρίς μέτρο, είναι για λίγο χρόνο και τα ολιγοχρόνια προκαλούν
ζημιά μάλλον παρά ωφέλεια.
83.
Ρώτησαν αδελφοί κάποιον από τους Πατέρες: Πως η ψυχή μας δεν
καταφεύγει στις υποσχέσεις του Θεού που τις έχουμε μέσα στην αγία Γραφή, αλλά
ξεστρατίζει προς τα ακάθαρτα; Και ο γέροντας είπε: Εγώ πιστεύω ότι επειδή δεν
γεύθηκε ακόμη τα ουράνια, γι’ αυτό επιζητεί τα ακάθαρτα.
84.
Είπε γέροντας: Εάν μείνεις σε κάποιο τόπο να ασκητέψεις
και δεις κάποιους να καλοπερνάνε, μην τους προσέχεις αυτούς. Αλλά εάν δεν
υπάρχει κανένας άλλος που είναι φτωχός, σ’ αυτόν να έχεις στραμμένη την προσοχή
σου, όσο καιρό δεν έχει ψωμί να φάει και θα είσαι αναπαυμένος.
85.
Είπε γέρων: Κι αν η φύση μας ξεσηκώνει τις επιθυμίες,
αδελφοί, όμως η αύξηση της ασκήσεως τις εξαλείφει.
86.
Είπε γέροντας: Εάν έχει γίνει για σένα ο εξευτελισμός ότι
και ο έπαινος, η φτώχια ότι και τα πλούτη, η στέρηση ότι και η αφθονία, δεν θα
γνωρίσεις θάνατο. Είναι αδύνατο ο άνθρωπος, που πιστεύει σωστά και εργάζεται
και συνέπεια στον νόμο του Θεού, να πέσει στην ακαθαρσία των παθών και στην
πλάνη των δαιμόνων.
[1] Ματθ. (3, 10)
[2] Β’ Κορ. (2, 7)
[3] Γεν. (46, 3)
[4] Εξ. (20, 1-17)
[5] Ματθ. (5, 3-12)
[6] Ιερ. (5, 1)
[7] Ιωβ (15, 15)
[8] Ματθ. (6, 30)
[9] Παροιμ. (18, 13)
[10] Λουκ. (10, 38-42)
[11] Εφ. (4, 26)
[12] Ψαλ. (73, 16)
[13] Ρωμ. (14, 4)
[14] Ιακ. (5, 16)
[15] Σοφ. Σειράχ (34, 23)
[16] Ησ. (33, 15)
[17] Α’ Κορ. (5, 9-11)
[18] Β’ Τιμ. (2, 6)
[19] Ματθ. (19, 17) & Μαρ. (10, 18) &
Λουκ. (18, 19)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου