1.
Είπε ο αββάς Αντώνιος: Η υπακοή που συνοδεύεται με την
εγκράτεια υποτάσσει θηρία.
2.
Διηγούνταν για τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό ότι πήγε σ’ ένα
Θηβαίο γέροντα αναχωρητή στη Σκήτη και μόναζε εκεί στην έρημο. Ο αββάς του
λοιπόν πήρε ένα ξερό ξύλο, το φύτεψε και του είπε: Να το ποτίζεις αυτό κάθε
μέρα ένα λαγήνι νερό, έως ότου κάνει καρπό. Και το νερό ήταν τόσο μακριά από
κει που έμενε, ώστε έπρεπε να ξεκινάει από βραδύς και να επιστρέφει το πρωί.
Και μετά 3 χρόνια πέταξε βλαστούς και έκανε καρπό. Πήρε τότε ο γέροντας τον
καρπό του και τον έφερε στην εκκλησία λέγοντας στους αδελφούς: Λάβετε, φάγετε
καρπό υπακοής.
3.
Έλεγαν για τον αββά Σιλουανό ότι είχε ένα μαθητή που τον
έλεγαν Μάρκο. Αυτός έιχε μεγάλη υπακοή και ήταν καλλιγράφος. Ο γέροντας τον
αγαπούσε ιδιαίτερα για την υπακοή του. Είχε και άλλους 11 μαθητές, οι οποίοι
στεναχωρούνταν, γιατί αυτόν τον αγαπούσε παραπάνω απ’ αυτούς. Το έμαθαν οι
γέροντες και λυπήθηκαν. Πήγαν λοιπόν κάποια μέρα και άρχισαν να τον ελέγχουν. Τους
πήρε μαζί του, βγήκαν έξω και κτύπησε ένα ένα τα κελιά λέγοντας: Αδελφέ, έλα
γιατί σε χρειάζομαι. Αλλά κανείς απ’ αυτούς δεν τον ακολούθησε αμέσως. Πήγε και
στο κελί του Μάρκου και κτύπησε λέγοντας: «Μάρκε». Εκείνος, μόλις άκουσε τη
φωνή του γέροντα, αμέσως πήδηξε έξω, και τον έστειλε σε διακονία. Λέει τότε στους
γέροντες: Που είναι οι άλλοι αδελφοί πατέρες; Μπήκε κατόπιν στο κελί του
αδελφού να δει την καλλιγραφία που έκανε, και παρατήρησε ότι είχε ξεκινήσει να
κάνει το όμικρον αλλά μόλις άκουσε τον γέροντα, δεν έστριψε την πέννα να το
ολοκληρώσει. Του είπαν τότε οι γέροντες: Πράγματι, αυτόν που εσύ αγαπάς, αββά,
αυτόν εμείς αγαπούμε, γιατί και ο Θεός τον αγαπά.
4.
Έλεγαν επίσης για τον αββά Σιλουανό ότι, περπατώντας μέσα
στη Σκήτη με άλλους γέροντες και θέλοντας να τους δείξει την υπακοή του μαθητή
του και ότι γι’ αυτόν τον λόγο τον αγαπά, σαν είδε ένα μικρό αγριογούρουνο του
λέει: Βλέπεις παιδί μου το μικρό εκείνο βουβάλι;
Ναι αββά, του λέει ο μαθητής του. Και τα κέρατά
του πόσο τέλεια είναι; Ναι, αββά, του λέει. Θαύμασαν οι γέροντες την απάντησή
του και οικοδομήθηκαν με την υπακοή του.
5.
Ο αββάς Μωυσής είπε σ’ ένα αδελφό: Ας αποκτήσουμε την
υπακοή, η οποία γεννάει την ταπείνωση, την υπομονή, τη μακροθυμία, την
κατάνυξη, την αγάπη προς τους αδελφούς και προς όλους τους ανθρώπους και αυτά
είναι τα πολεμικά μας όπλα.
6.
Ήταν ένας κοσμικός ευλαβέστατος στη ζωή του. Επισκέφθηκε
κάποια μέρα τον αββά Ποιμένα. Κατά σύπμτωση πήγαν στον γέροντα και άλλοι
αδελφοί που ζητούσαν ν’ ακούσουν λόγο Θεού απ’ αυτόν. Λέει λοιπόν ο γέροντας
στον πιστό κοσμικό: Μίλησε στους αδελφούς. Εκείνος άρχισε να τον παρακαλεί, «συγχώρεσε
με αββά, εγώ ήρθα για να μάθω». Στην επιμονή όμως του γέροντα μίλησε και είπε: Εγώ
είμαι κοσμικός και πουλάω χορταρικά, αυτή είναι η δουλειά μου. Λύνω τα δεμάτια
και τα κάνω μικρά. Τ’ αγοράζω φθηνά και τα πουλώ σε μεγαλύτερη τιμή. Να σας μιλήσω
από τη Γραφή, δεν γνωρίζω. Θα πω όμως μια παραβολή:
Κάποιος άνθρωπος είπε στο φίλο του: Επειδή
θέλω πολύ να δω τον βασιλιά, έλα μαζί μου. «Έρχομαι μαζί σου ως το μισό δρόμο»,
του απάντησε ο φίλος του. Λέει σ’ άλλον φίλο του: Έλα εσύ, πήγαινέ με στο
βασιλιά. «Θα σε πάω μέχρι το παλάτι», του λέει αυτός. Λέει και σ’ ένα τρίτον: «Έλα
μαζί μου στο βασιλιά». Κι εκείνος του είπε: «Εγώ θα’ ρθώ και θα σε πάω στο
παλάτι. Θα σταθώ μάλιστα να μιλήσω και θα σε βάλω μέσα στον βασιλιά». Τον
ρώτησαν ποιο είναι το νόημα της παραβολής. Και εκείνος τους εξήγησε: «Ο 1ος φίλος είναι η άσκηση, που οδηγεί ως τη μέση του
δρόμου. Ο 2ος φίλος είναι
η αγνότητα που φθάνει μέχρι τον
ουρανό. Και ο 3ος φίλος
είναι η υπακοή, η οποία μας εισάγει
θαρρετά στον Βασιλέα Θεό!». Ωφελήθηκαν οι αδελφοί και αποχώρησαν.
7.
Πήγαν κάποτε 4 Σκητιώτες στον μεγάλο Παμβώ ντυμένοι
δέρματα. Και ανέφερε ο καθένας την αρετή του συντρόφου του. Ο ένας νήστεψε
πολύ, ο δεύτερος ήταν ακτήμων και ο τρίτος είχε αποκτήσει πολλή αγάπη. Για τον
4ο είπαν ότι 22 χρόνια τώρα είναι σε υπακοή γέροντος. Και ο αββάς
Παμβώ αποκρίθηκε και είπε το εξής: Σας διαβεβαιώνω ότι η αρετή αυτού είναι
μεγαλύτερη, γιατί ο καθένας σας όποια αρετή απέκτησε, έκανε το θέλημά του, ενώ αυτός
έκοψε το θέλημά του και κάνει άλλου θέλημα. Αυτοί θεωρούνται ομολογητές, αν
κρατήσουν την αρετή της υπακοής ως το τέλος.
8.
Είπε η αμμάς Συγκλητική: Εφόσον είμαστε σε κοινόβιο, το
προβάδισμα το δίνουμε στην υπακοή μάλλον και όχι στην άσκηση. Γιατί αυτή
κατευθύνει στην υπερηφάνεια, ενώ η υπακοή στην ταπεινοφροσύνη.
9.
Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες ότι ένας λόγιος,
ευλαβής άνθρωπος από τη Θεούπολη, σύχναζε κοντά σε κάποιον έγκλειστο και τον
παρακαλούσε να τον δεχθεί ως υποτακτικό και να τον έχει μοναχό. Ο γέροντας τους
είπε: «Αν θέλεις να σε δεχθώ, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου, ΄δωσε τα
χρήματα σε φτωχούς σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου[1] και
θα σε δεχθώ. Πήγε και έκανε όπως του είπε. Μετά απ’ αυτό του λέει: Τώρα έχεις να
φυλάξεις κι άλλη εντολή: Να μη μιλάς. Συμφώνησε και έκανε 5 χρόνια χωρίς να μιλήσει.
Άρχισε λοιπόν λίγο λίγο να τον περιβάλλει η ανθρώπινη δόξα. Γι’ αυτό του λέει ο
αββάς του: Δεν ωφελείσαι εδώ, θα σε στείλω σε κοινόβιο στην Αίγυπτο. Πράγματι
τον έστειλε αλλά δεν του είπε χαιρετώντας τον να μιλήσει ή να μην μιλήσει. Και τηρώντας
την εντολή του έμενε αμίλητος. Ο αββάς που τον δέχθηκε στο κοινόβιο, θέλοντας
να τον δοκιμάσει πάνω στα πράγματα αν είναι βουβός, τον στέλνει να
διεκπεραιώσει μια εργασία της μονής, κάποια μέρα που πλημμύρισε το ποτάμι, για
να αναγκασθεί να πει: Δεν μπόρεσα να περάσω. Στέλνει κι ένα αδελφό από πίσω του
για να δει τι θα κάνει. Σαν έφθασε στο ποτάμι και δεν μπορούσε να περάσει,
γονάτισε και να, μπροστά του ένας κροκόδειλος τον σήκωσε πάνω του και τον πήγε
στην απέναντι όχθη. Και όταν τελείωσε η εργασία, που του είχαν αναθέσει και
κατέβηκε στην όχθη, πάλι τον βάσταξε ο κροκόδειλος και τον επανέφερε απ’ όπου
ξεκίνησαν. Ο αδελφός, που εστάλη από το κοινόβιο να τον παρακολουθήσει, όταν το
είδε αυτό, πήγε και το ανέφερε στον αββά και στους αδελφούς που εξεπλάγησαν.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κοιμήθηκε ο αδελφός αυτός. Έστειλε λοιπόν ο
αββάς του κοινοβίου την είδηση στον άββα που του είχε τον αδελφό, λέγοντάς του:
Αν και έναν βουβό μας έστειλες, αλλ’ όμως άγγελο Θεού. Στέλνει τότε και ο
έγκλειστος το μήνυμα: Δεν ήταν βουβός, αλλά τηρώντας την εντολή που του είχα
δώσει εξαρχής, έμεινε βουβός. Θαύμασαν όλοι και δόξασαν το Θεό.
10.
Κάποιος γέροντας είχε ένα μαθητή και επειδή ήθελε να τον
κρατήσει, τον υπέβαλε σε μια δοκιμασία τέλειας υπακοής. Έτσι λοιπόν κάποια μέρα
του λέει ο γέροντας: Όταν ανάψει πολύ καλά ο φούρνος, πήγαινε να πάρεις το
βιβλίο που διαβάζουμε στις ακολουθίες και να το ρίξεις στο φούρνο. Εκείνος πήγε
και ενήργησε χωρίς λογισμούς αμφιβολίας. Και μόλις έριξε το βιβλίο μέσα, ο
φούρνος έσβησε. Ας καταλάβουμε λοιπόν ότι η υπακοή είναι καλή. Είναι σκάλα που
οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών.
11.
Δυο αδελφοί κατά
σάρκα πήγαν να ζήσουν σε κάποιο μοναστήρι. Ο ένας ήταν ασκητικός, ο άλλος είχε
υπακοή μεγάλη. Του έλεγε ο πατέρας: Κάνε αυτό και έκανε. Φάγε από το πρωί και
έτρωγε. Και έχαιρε πολλής εκτιμήσεως στο μοναστήρι για την υπακοή του.
Ενοχλημένος ο αδελφός του ο ασκητικός είπε μέσα του: Θα τον δοκιμάσω αν έχει
υπακοή. Πάει λοιπόν στον πατέρα και λέει: Δώσε μας την ευλογία να βγούμε κάποια
φορά μαζί με τον αδελφό μου. Και του την έδωσε ο αββάς. Τον πήρε λοιπόν ο
ασκητής θέλοντας να τον δοκιμάσει, και πήγαν στο ποτάμι, μέσα στο οποίο υπήρχαν
πολλοί κροκόδειλοι. Και του λέει: Κατέβα στο ποτάμι και προχώρα. Κατέβηκε και
ήρθαν οι κροκόδειλοι και έγλυφαν το σώμα του, χωρίς να τον βλάψουν καθόλου.
Βλέποντας την εικόνα αυτή ο ασκητής του λέει: Βγες από το ποτάμι. Βαδίζοντας
βρήκαν στον δρόμο έναν νεκρό πεταμένο. Εάν είχαμε κανένα παλιό ρούχο, θα το
ρίχναμε πάνω του, λέει ο ασκητής. Και ο αδελφός που είχε την υπακοή, λέει: Καλύτερα
ας προσευχηθούμε, μήπως αναστηθεί. Στάθηκαν για προσευχή και καθώς
προσεύχονταν, ο νεκρός αναστήθηκε. Άρχισε ο ασκητής να καυχάται λέγοντας: Χάρις
στην άσκηση μου αναστήθηκε ο νεκρός. Όλα αυτά τα αποκάλυψε ο Θεός στον πατέρα
του μοναστηριού, και πως έβαλε σε δοκιμασία τον αδελφό του ανάμεσα στους κροκόδειλους
και πως αναστήθηκε ο νεκρός. Μόλις λοιπόν επέστρεψαν στο μοναστήρι, λέει ο
αββάς στον ασκητή: Γιατί τα’ κανες αυτά στον αδελφό σου; Να, λοιπόν, εξαιτίας της
υπακοής του αναστήθηκε ο νεκρός.
12.
Είπε γέροντας: Αυτά ζητάει ο Θεός από τους χριστιανούς: Να
υπακούει ο χριστιανός στις Αγίες Γραφές, αυτά που λέγονται να τα εφαρμόζει και
να πειθαρχεί στους ορθόδοξους ποιμένες και πατέρες.
13.
Κάποιος αδελφός που ήταν υποταγμένος, έτσι όπως ο Θεός
θέλει, σε πνευματικό και άγιο γέροντα, του είπε μια μέρα: Πάτερ, επειδή η αγία
Γραφή λέει ότι περνώντας μέσα από πολλές θλίψεις θα εισέλθουμε στη Βασιλεία των
Ουρανών, και βλέπω ότι εγώ δεν έχω καμιά θλίψη, τι πρέπει να κάνω, μην τυχόν
χάσω την ψυχή μου; Ο γέροντας τα άκουσε και τα λέει: Να μη στενοχωριέσαι
καθόλου, εσύ δεν έχεις ευθύνη. Καθένας, που βάζει τον εαυτό του σε υπακοή στους
πατέρες, αυτή την αμεριμνία και την ανάπαυση εξασφαλίζει.
14.
Είπε ο αββάς Ρούφος:
Ω υπακοή, σωτηρία όλων των πιστών!
Ω υπακοή, γεννήτρα όλων των αρετών!
Ω υπακοή, που ανακαλύπτεις την Βασιλεία των Ουρανών!
Ω υπακοή, που ανοίγεις τους ουρανούς και ανεβάζεις τους ανθρώπους
από τη γη!
Ω υπακοή, που είσαι τροφός όλων των αγίων. Από σένα
θήλασαν και με τη βοήθειά σου έφθασαν στην τελείωση!
Ω υπακοή, σύνοικε των αγγέλων!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου