Gold Cross

Κατηγορίες Θεμάτων

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ 2017

Translate

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

13. ΠΕΡΙ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ



1.               Διηγήθηκε ο αββάς Κασσιανός: Ξεκινήσαμε από την Παλαιστίνη και πήγαμε στην Αίγυπτο, σε κάποιον από τους Πατέρες. Αφού μας φιλοξένησε, του κάναμε την ερώτηση για ποιον λόγο τον καιρό που φιλοξενούμε ξένους αδελφούς, δεν τηρούμε τον κανόνα της νηστείας μας, όπως τον παραλάβαμε στην Παλαιστίνη. Και η απόκρισή του: Την νηστεία πάντα την έχω. Εσάς όμως να σας κρατώ  πάντα μαζί μου, δεν μπορώ. Η νηστεία είναι και χρήσιμη και απαραίτητη, αλλά εξαρτάται από τη δική μας προαίρεση. Ενώ την εκπλήρωση της αγάπης την απαιτεί ο νόμος του Θεού και την επιβάλλει. Την ώρα λοιπόν που δέχομαι εσάς και στο πρόσωπό σας δέχομαι τον Χριστό, οφείλω να σας υπηρετήσω με κάθε τρόπο. Κι όταν θα σας ξεπροβοδίσω, τον κανόνα της νηστείας μπορώ να τον έχω πάλι. Άλλωστε δεν μπορούν οι φίλοι του γαμπρού να νηστεύουν όσο καιρό είναι αυτός μαζί τους. Όταν όμως τον πάρουν από κοντά τους, τότε έχουν τη δυνατότητα να νηστέψουν[1].  

 

2.           Δόθηκε κάποτε στην Σκήτη εντολή: Να νηστέψετε την εβδομάδα αυτή. Και συνέπεσε τις μέρες εκείνες να επισκεφθούν αδελφοί από την Αίγυπτο τον αββά Μωυσή, ο οποίος τους έκανε λίγο μαγειρεμένο φαγητό. Είδαν οι γείτονες τον καπνό και το ανέφεραν στους κληρικούς: Να, ο Μωυσής κατέλυσε την εντολή, γιατί μαγείρεψε φαγητό. Κι εκείνοι είπαν: Όταν έλθει, θα του μιλήσουμε. Σαν έφθασε το Σάββατο, οι κληρικοί βλέποντας τη θαυμαστή ασκητική ζωή του αββά Μωυσή, είπαν ενώπιον όλων των μοναχών: Ω αββά Μωυσή, κατάργησες την εντολή των ανθρώπων και τήρησες την εντολή του Θεού.   

 

3.               Κάποιος αδελφός είδε τον αββά Νισθερώο να φοράει δυο κολόβια και του λέει: Εάν έλθει ένας φτωχός και σου ζητήσει ένα ρούχο, ποιο θα του δώσεις; Το καλύτερο, αποκρίθηκε. Και αν ο άλλος σου ζητήσει τι θα του προσφέρεις; Ο γέροντας απαντά: Το μισό του άλλου. Και αν ο τρίτος σου ζητήσει τι θα του δώσεις; Θα κόψω το υπόλοιπο, θα του δώσω το μισό και εκείνο που θα μείνει θα το ζωσθώ εγώ. Και πάλι του λέει: Αν κι αυτό σου το ζητήσει κάποιος τι θα κάνεις; Και απαντά ο γέροντας: Θα του δώσω το υπόλοιπο και θα πάω να μείνω σ’ ένα μέρος, έως ότου στείλει ο Θεός και με σκεπάσει. Δεν θα ζητήσω βέβαια από κάποιον άλλο.

 

4.               Αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα: Εάν δώσω στον αδελφό μου λίγο ψωμί ή κάτι άλλο, οι δαίμονες μολύνουν την πράξη αυτή σαν να γίνεται από ανθρωπαρέσκεια. Απαντά ο γέροντας: Κι αν ακόμη γίνεται από ανθρωπαρέσκεια, εμείς θα δώσουμε στον αδελφό ότι χρειάζεται. Και του είπε την εξής παραβολή: Δυο άνθρωποι ήσαν γεωργοί και κατοικούσαν στην ίδια πόλη. Ο ένας απ’ αυτούς έσπειρε και είχε λίγη σοδιά και ακάθαρτη. Ο άλλος αμέλησε και δεν έσπειρε, γι’ αυτό και δεν είχε καθόλου σοδειά. Αν έπεφτε πείνα, ποιος από τους δυο θα είχε να ζήσει; Αυτός που έβγαλε τη λίγη και ακάθαρτη σοδειά, αποκρίθηκε ο αδελφός. Έτσι λοιπόν και εμείς, ας σπέρνουμε λίγα, έστω και ακάθαρτα, για να μην πεθάνουμε από πείνα.

 

5.               Παρακάλεσε ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης τον αββά Παμβώ. Πες μου ένα λόγο. Και με πολλή δυσκολία ο γέροντας του είπε: Θεόδωρε πήγαινε και να ‘σαι σπλαχνικός προς όλους. Γιατί η ευσπλαχνία βρίσκει πάντα παρρησία ενώπιον του Θεού.  

 

6.             Είπε η αμμάς Σάρρα ότι καλό είναι να κάνει κανείς ελεημοσύνη έστω και για τα μάτια των ανθρώπων. Γιατί και από ανθρωπαρέσκεια αν γίνεται, φθάνει κατόπιν να γίνεται για ν’ αρέσει στον Θεό.  

 

7.              Είπε γέρων: Η ελεημοσύνη που γίνεται από διάθεση, δεν πάει χαμένη, σε ώρα ανάγκης ο Θεός ανταμείβει τον ελεήμονα. Σύμφωνα με την αγία Γραφή λοιπόν «να μην αποφεύγουμε να βοηθούμε τον φτωχό, όταν το χέρι μας έχει να δώσει[2].  

 

8.               Ένας γέροντας ζούσε με αδελφό κοινοβιακά. Και ο γέροντας αυτός ήταν ελεήμων. Συνέβη να πέσει πείνα και άρχισαν να έρχονται μερικοί στην πόρτα του να πάρουν ελεημοσύνη. Και ο γέροντας έδινε ελεημοσύνη σε όλους όσοι έρχονταν. Ο αδελφός βλέποντας αυτό που γινόταν, λέει στον γέροντα: Δώσ’ μου το ψωμί που μου ανήκει, και εσύ το δικό σου κάνε ότι θέλεις. Ο γέροντας χώρισε τα ψωμιά και έκανε την ελεημοσύνη από τα δικά του. Πολλοί κατέφευγαν στον γέροντα, καθώς άκουαν ότι δίνει σε όλους. Βλέποντάς το αυτό ο Θεός ευλόγησε τα ψωμιά που είχε. Ο αδελφός αφού έφαγε τα ψωμάκια του, λέει στον γέροντα: Αββά επειδή λίγα ακόμη ψωμάκια μου έμειναν, ας ζήσουμε πάλι κοινοβιακά. Όπως θέλεις θα κάνω, του λέει ο γέροντας και άρχισαν πάλι την κοινοβιακή ζωή. Ακολούθησε εποχή αφθονίας, αλλά όσοι είχαν ανάγκη πήγαιναν πάλι να πάρουν ελεημοσύνη. Κάποια από τις μέρες αυτές μπαίνε ο αδελφός στο κελάρι και βλέπει ότι είχαν τελειώσει τα ψωμιά. Ήλθε λοιπόν ένας φτωχός και είπε ο γέροντας στον αδελφό να του δώσει ελεημοσύνη. Κι εκείνος του λέει: Δεν υπάρχει ψωμί, πάτερ. Ο γέροντας επέμεινε: Μπες μέσα και ψάξε. Μπήκε ο αδελφός και βρήκε το πανέρι γεμάτο ψωμιά. Φοβήθηκε όταν το είδε αυτό, και πήρε αμέσως και έδωσε στον πτωχό. Συνειδητοποίησε τότε την πίστη και την αρετή του γέροντα και δόξασε τον Θεό.  

 

9.               Δυο αδελφοί επισκέφθηκαν κάποτε ένα γέροντα, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώει κάθε μέρα. Όταν όμως είδε τους αδελφούς χάρηκε και είπε ότι η νηστεία έχει μισθό, αλλά εκείνος που τρώει χάριν της αγάπης εκπληρώνει δυο εντολές, μια γιατί παραιτείται από το δικό του θέλημα και άλλη γιατί εφαρμόζει την κατεξοχήν εντολή του Θεού, αναπαύοντας τους αδελφούς.

 

10.          Έλεγε ένας γέροντας ότι όπως είναι αδύνατον να δει κανείς το πρόσωπό του καθρεπτισμένο σε θολό νερό, έτσι και η ψυχή αδυνατεί να προσευχηθείμ εάν δεν καθαρισθεί από τα αμαρτωλά στοιχεία.

 

11.             Μεταξύ των Ισραηλιτών ήταν κάποιος πλούσιος άνθρωπος, που τα πλούτη του τα είχε μαζέψει με την απληστία, τη συκοφαντία και την αδικία. Κάποτε συνήλθε αυτός και καθώς σκέφθηκε σοβαρά την Κρίση, πήγε στον διδάσκαλο του Νόμου και είπε: Σε παρακαλώ, ο νους μου είναι αιχμάλωτος στις γήινες φροντίδες του κόσμου αυτού, γιάτρεψέ με για να μη χαθώ. Και εκείνος του δωσε να διαβάσει τη Σοφία του Σολομώντος. Όπου διαβάζοντας έφθασε στο χωρίο «Αυτός που ελεεί τον φτωχό, δανείζει στον Θεό[3]». Το κλείνει και επιστρέφει το βιβλίο λέγοντας: Και ποιος είναι περισσότερο αξιόπιστος από τον Θεό, ο οποίος θα μου επιστρέψει και κεφάλαια και τόκους, αν εγώ ελεώ τους φτωχούς; Πάει λοιπόν, πουλάει όσα είχε και τα δίνει στους φτωχούς χωρίς να κρατήσει τίποτε για τον εαυτό του εκτός από τέσσερα χρυσά νομίσματα για το απαραίτητο ντύσιμο του σώματός του. Έτσι έγινε πάρα πολύ φτωχός και κανείς δεν του ‘δινε ελεημοσύνη. Μετά από κάποιον καιρό λέει μέσα του: Θα πάω στα Ιεροσόλυμα στον Κύριο και Θεό μου και θα παραπονεθώ, που με παραπλάνησε να σκορπίσω την περιουσία μου. Καθώς πήγαινε στα Ιεροσόλυμα, συνάντησε δυο άνδρες που φιλονικούσαν, γιατί είχαν βρει ένα πολύτιμο πετράδι, που είχε χαθεί από τη διπλοΐδα του αρχιερέα Ααρών[4]. Αυτοί όμως δεν γνώριζαν την προέλευση του λίθου. Γιατί μαλώνετε; τους ρωτά. Βρήκαμε ένα πετράδι -  του λένε – και μαλώνουμε τι πετράδι να’ ναι. Δώστε το σε μένα – τους λέει – και πάρτε τέσσερα δηνάρια. Τον έδωσαν τον λίθο μετά χαράς. Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα τον έδειξε σε χρυσοχόο. Ο χρυσοχόος σαν τον είδε τον ρωτά: Που βρήκες τον λίθο αυτό; Εδώ και 3 χρόνια η Ιερουσαλήμ είναι ανάστατη εξαιτίας του λίθου αυτού. Πήγαινε και δώσε τον στον αρχιερέα και θα πλουτίσεις. Καθώς πήγαινε αυτός στον ναό, άγγελος Κυρίου είπε στον αρχιερέα: Θα έρθει σε σένα ένας άνθρωπος, που έχει τον χαμένο λίθο. Δώσε του χρυσάφι και ασήμι και πολύτιμους λίθους, όσους θελήσει. Και τον ήλεγξε τον άνθρωπο (ο άγγελος) λέγοντάς του: Μην είναι διστακτική η καρδιά σου και μη χάνεις την εμπιστοσύνη στου στον Θεό, ότι αυτός που ελεεί τον φτωχό, δανείζει στον Θεό. Να που σου έχει δώσει πολλαπλάσια στη ζωή ετούτη και στον μέλλοντα κόσμο αιώνια ζωή.






[1] Μαρκ. (2, 19-20)

[2] Παροιμ. (3, 27-28)

[3] Παροιμ. (19, 17)

[4] Ααρών: Ο 1ος αρχιερέας των Εβραίωνμ πρεσβύτερος αδελφός του Μωυσέως και της Μαριάμ


Δεν υπάρχουν σχόλια: