1.
Κάποιος αδελφός που απαρνήθηκε τον κόσμο, μοίρασε τα
υπάρχοντά του στους φτωχούς, κράτησε όμως λίγα για τον εαυτό του και πήγε στον
αββά Αντώνιο. Όταν το έμαθε αυτό ο γέροντας του λέει: Εάν θέλεις να γίνεις
μοναχός, πήγαινε στο τάδε χωριό, αγόρασε κρέας, τύλιξέ το στο σώμα σου γυμνό
και έλα κατόπιν εδώ. Έκανε ο αδελφός όπως του υπέδειξε, αλλά τα σκυλιά και τα
πουλιά ξέσχιζαν το σώμα του. Όταν γύρισε στον γέροντα, τον ρώτησε να μάθει εάν έγιναν
τα πράγματα όπως τον συμβούλεψε. Και καθώς εκείνος του έδειχνε το σχισμένο σώμα
του, του λέει ο άγιος Αντώνιος: Εκείνοι που απαρνούνται τον κόσμο και θέλουν να
έχουν χρήματα, έτσι κατακόπτονται από τους δαίμονες που τους πολεμούν.
2.
Αρρώστησε κάποτε ο αββάς Αρσένιος στη Σκήτη και του
χρειαζόταν κάτι που ήταν μικρής αξίας αλλά, επειδή δεν είχε τρόπο να το
αγοράσει, δέχθηκε από κάποιον ελεημοσύνη και είπε: Σ’ ευχαριστώ Κύριε γιατί με
έκανες άξιο να δεχθώ ελεημοσύνη για το όνομά Σου.
3. Διηγήθηκε ο αββάς Δανιήλ για τον αββά Αρσένιο ότι ήλθε
κάποτε ένας μαγιστριανός[1]
και του έφερε διαθήκη ενός συγγενή του συγκλητικού που του άφησε μια τεράστια
κληρονομιά. Την πήρε στα χέρια του και επρόκειτο να τη σχίσει. Έπεσε τότε στα πόδια
του ο αξιωματούχος και του ‘πε: Σε παρακαλώ μη τη σχίσεις, γιατί θα μου πάρουν
το κεφάλι. Του λέει τότε ο αββάς Αρσένιος: Εγώ πέθανα πριν απ’ εκείνον, ενώ αυτός
μόλις τώρα. Και έστειλε πίσω τη διαθήκη χωρίς να δεχθεί απολύτως τίποτα.
4.
Ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης είχε αποκτήσει 3 βιβλία
ωφέλιμα. Πάει λοιπόν στον αββά Μακάριο και του λέει: Έχω 3 βιβλία καλά και
ωφελούμαι απ’ αυτά, αλλά και οι αδελφοί τα χρησιμοποιούν και ωφελούνται. Πες
μου όπως τι οφείλω να κάνω. Να τα κρατήσω για την ωφέλειά τη δική μου και των
αδελφών ή να τα πουλήσω και να δώσω τα
χρήματα στους φτωχούς; Και ο γέροντας του απάντησε: Καλές είναι οι αγαθές
πράξεις, αλλά ανώτερο απ’ όλα είναι η ακτημοσύνη. Μετά απ’ αυτά που άκουσε,
πήγε, τα πούλησε και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς.
5.
Είπε ο αββάς Ισίδωρος: Ο φοβερός και παράτολμος πόθος της
φιλοχρηματίας δεν γνωρίζει χόρταση. Γι’ αυτό την ψυχή που αιχμαλωτίζει, την
οδηγεί στην πιο μεγάλη συμφορά. Εκείνο λοιπόν που χρειάζεται είναι να τον
διώξουμε, όταν πάει να ξεκινήσει, γιατί αν μας κυριεύσει, είναι ακατανίκητος.
6.
Είπε επίσης: «…Είναι αδύνατο να ζήσει κανείς σύμφωνα με
το θέλημα του Θεού, εάν είναι φιλήδονος και φιλοχρήματος…».
7. Είπε ο αββάς Κασσιανός ότι κάποιος συγκλητικός απαρνήθηκε
τον κόσμο και μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς. Κράτησε όμως λίγα για
προσωπική του χρήση, γιατί δεν θέλησε να αποδεχθεί την ταπεινοφροσύνη της τέλειας
απάρνησης και την γνήσια υποταγή στον κοινοβιακό κανόνα.
Σ’
αυτόν ο άγιος Βασίλειος είπε το εξής: «…Και τον συγκλητικό έχασες και μοναχός
δεν έγινες…».
8.
Είπε επίσης ότι υπήρχε ένας μοναχός που ζούσε στην έρημο
μέσα σε μια σπηλιά. Και τον ειδοποίησαν οι γονείς του: «…Ο πατέρας σου είναι
πολύ άσχημα και πάει για θάνατο. Έλα να πάρεις την κληρονομιά…». Και εκείνος τους
απάντησε: «…Εγώ πριν απ’ εκείνον πέθανα για τον κόσμο. Ο νεκρός δεν μπορεί να
κληρονομήσει ένα ζωντανό…».
9.
Έλεγαν για τον αββά Μωυσή της Σκήτης ότι όταν επρόκειτο
να εγκατασταθεί στην έρημο της Πέτρας ένιωσε κούραση βαδίζοντας και μονολογούσε:
Πως θα μπορώ να φέρνω εδώ το νερό που μου χρειάζεται; Και του ήρθε μια φωνή που
του έλεγε: Πήγαινε εκεί και μην έχεις έννοια για τίποτε. Πράγματι πήγε και
έμεινε. Κάποια μέρα τον επισκέφθηκαν μερικοί Πατέρες και το νερό που είχε ήταν
μόνο ένα λαγήνι. Έβαλε να μαγειρέψει λίγη φακή και το νερό ξοδεύτηκε. Ο
γέροντας ήταν μέσα στη στενοχώρια. Μπαινόβγαινε λοιπόν και προσευχόταν. Και να
ένα σύννεφο ήρθε πάνω στο βράχο της Πέτρας και του γέμισε όλα του τα δοχεία.
Μετά απ’ αυτό ρώτησαν τον γέροντα: Για
πες μας γιατί μπαινοβγαίνεις: Και ο γέροντας τους είπε: Έλεγα το παράπονό μου
στο Θεό ότι μ’ έφερες εδώ και να, που δεν έχω νερό να πιουν οι δούλοι σου. Γι’
αυτό μπαινόβγαινα και παρακαλούσα τον Θεό ώσπου μας έστειλε το νερό.
10.
Ρώτησαν την μακαρία Συγκλητική εάν η ακτημοσύνη είναι
τέλειο αγαθό. Και απάντησε: Πολύ-πολύ τέλειο γι’ αυτούς που μπορούν. Αυτοί που
ασκούν την ακτημοσύνη, θλίβονται βέβαια ως προς τον φυσικό άνθρωπο, αλλά έχουν
ανάπαυση ψυχική. Όπως ακριβώς τα ανθεκτικά ρούχα πατώντας τα και με δύναμη
στρέφοντάς τα πλένονται και λευκαίνονται, έτσι και η δυνατή ψυχή με τη
θεληματική πτωχεία όλο και περισσότερο ισχυροποιείται.
11.
Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
«…Η θεληματική ακτημοσύνη είναι θησαυρός για το μοναχό. Θησαύρισε, αδελφέ μου
για τον Ουρανό γιατί ατελείωτοι είναι οι αιώνες της αναπαύσεως…».
12.
Κάποιος από τους αγίους
που ονομαζόταν Φιλάγριος κατοικούσε στα Ιεροσόλυμα και δούλευε σκληρά για να εξασφαλίσει
το ψωμί του. Κάποια φορά που στεκόταν στην αγορά και πουλούσε το εργόχειρό του.
Συνέβη να χάσει κάποιος το πουγκί του που είχε μέσα 1000 νομίσματα. Το βρήκε ο
γέροντας το πουγκί αυτό και στάθηκε στο σημείο εκείνο με το λογισμό, ότι πρέπει
να έρθει εκεί ο άνθρωπος που το έχασε. Και να, κατέφθασε κλαίγοντας. Τον πήρε
τότε παράμερα ο γέροντας και του έδωσε το πουγκί του. Και εκείνος τον κρατούσε
θέλοντας να του δώσει ένα μέρος. Αλλά ο γέροντας δεν θέλησε να τα πάρει. Τότε
άρχισε να φωνάζει: Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο του Θεού τι έκανε. Και ο
γέροντας ξέφυγε την προσοχή τους και εγκατάλειψε την πόλη για να μη δεχθεί την
ανθρώπινη δόξα.
13.
Κάποιος γέροντας είχε αρρωστήσει και επειδή φαινόταν ότι
δεν είχε τα απαραίτητα μέσα για την κατάστασή του, τον πήρε ένας ηγούμενος
κοινοβίου και τον φρόντιζε. Έλεγε μάλιστα στους αδελφούς: Βιάζετε λίγο τον
εαυτό σας για να αναπαύσουμε τον άρρωστο. Αλλά ο άρρωστος είχε μια χύτρα γεμάτη
με χρυσά νομίσματα, την οποία έκρυψε σε μια τρύπα που άνοιξε κάτω από το στρώμα
του. Συνέβη να πεθάνει χωρίς να έχει πει το μυστικό. Αφού τον έθαψαν, είπε ο
αββάς στους αδελφούς: Σηκώστε το στρώμα αυτό από δω. Και μόλις το
αναποδογύρισαν, βρήκαν το χρυσό. Είπε τότε ο αββάς: Εφόσον ζούσε δεν το
ομολόγησε, ούτε και πεθαίνοντας το φανέρωσε, γιατί την ελπίδα του τη στήριζε σ’
αυτό, δεν το αγγίζω, πάτε και θάψτε το μαζί του. Και κατέβηκε φωτιά από τον
ουρανό και για πολλές μέρες έμενε πάνω στον τάφο ενώπιον όλων και όλοι
βλέποντας το έμεναν έκπληκτοι.
14.
Κάποιος νέος ζητούσε να φύγει από τον κόσμο και ενώ πολλές
φορές ξεκίνησε, τον γύρισαν οι λογισμοί του πίσω, περιπλέκοντάς τον με τις διάφορες
υποθέσεις, γιατί εκτός των άλλων ήταν και πλούσιος.
Κάποια μέρα λοιπόν καθώς ξεκίνησε,
τον περικύκλωσαν οι λογισμοί και του δημιούργησαν μεγάλη θολούρα στο μυαλό, για
να τον γυρίσου πάλι πίσω. Κι εκείνος ευθύς έβγαλε και πέταξε τα ρούχα του και
έφυγε γυμνός για τα μοναστήρια. Αποκάλυψε όμως ο Θεός σ’ ένα γέροντα: Σήκω, να
υποδεχθείς τον αθλητή μου. Σηκώθηκε ο γέροντας και τον προϋπάντησε και όταν έμαθε
την υπόθεση, θαύμασε και του φόρεσε το σχήμα.
Όταν στο εξής έρχονταν στο γέροντα
κάποιοι να τον συμβουλευτούν για διάφορα είδη λογισμών, τους απαντούσε. Αν όμως
τον ρωτούσαν περί αποταγής, τους έλεγε: Ρωτήστε τον αδελφό.
15. Παρακάλεσε κάποιος ένα γέροντα να δεχθεί χρήματα για τις προσωπικές
του ανάγκες αλλά εκείνος δεν δεχόταν αρκούμενος στο εργόχειρο που έκανε. Και
καθώς επέμενε να τα δεχθεί για τις ανάγκες έστω των φτωχών, ο γέροντας είπε: Είναι
διπλή ατιμία, και γιατί θα τα πάρω χωρίς να τα έχω ανάγκη, αλλά και θα
κενοδοξήσω δίνοντας αυτά που ανήκουν σε άλλους.
16.
Ήλθε κάποιο επίσημο πρόσωπο από τα ξένα στη Σκήτη έχοντας
μαζί του πολύ χρυσάφι και παρακάλεσε τον πρεσβύτερο να δοθεί στους αδελφούς.
Και ο πρεσβύτερος του είπε: Δεν έχουν ανάγκη οι αδελφοί. Αλλά επειδή τον πίεσε
πολύ, έβαλε το καλαθάκι στην πόρτα της εκκλησίας ο πρεσβύτερος και είπε: Όποιος
έχει ανάγκη, ας πάρει. Κανείς δεν πλησίασε, μερικοί μάλιστα ούτε γύρισαν να το
δουν. Του λέει τότε ο πρεσβύτερος: Ο Θεός δέχθηκε την αγάπη σου. Πήγαινε και
δώσ’ τα στους φτωχούς. Και έφυγε πολύ ωφελημένος.
17. Διηγήθηκαν οι γέροντες για κάποιον κηπουρό ότι όλον τον
κόπο της εργασίας του τον πρόσφερε σε ελεημοσύνη και κρατούσε μόνο για τις απαραίτητες
ανάγκες του. Ύστερα όμως ο Σατανάς του έσπειρε το λογισμό: Βάλε στην άκρη λίγα
χρήματα για τον εαυτό σου μήπως φτάσουν τα γηρατιά ή αρρωστήσεις και θα ‘χεις
ανάγκη να ξοδεύεις. Πράγματι μάζεψε και γέμισε ένα πήλινο δοχείο με νομίσματα.
Και συνέβη κάποτε ν’ αρρωστήσει και να σαπίσει το πόδι του. Ξόδεψε τότε τα
χρήματα που είχε στους γιατρούς αλλά γιατριά δεν βρήκε. Ύστερα ήρθε κάποιος
περιοδεύων και του είπε: Εάν δεν κοπεί το πόδι σου, θα σαπίσει όλο σου το σώμα.
Και πήρε την απόφαση να του κόψει ο γιατρός το πόδι. Τη νύχτα εκείνη λοιπόν
ήλθε στον εαυτό του και μετάνιωσε για ότι έκανε. Αναστέναξε τότε, έκλαψε και
είπε: Θυμήσου Κύριε, τα έργα τα παλιά που έκανα, όταν δούλευα και έδινα στους αδελφούς.
Πάνω στο λόγο του αυτό παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου και του λέει: Που είναι το
χρήμα που μάζεψες και που είναι η ελπίδα που αποφάσισες να έχεις; Τότε κατάλαβε
και είπε: Αμάρτησα, Κύριε, συγχώρεσε με και στο εξής δεν θα το ξανακάνω. Και
εκείνη τη στιγμή τον άγγιξε ο άγγελος το πόδι του και αμέσως θεραπεύθηκε. Από
τα ξημερώματα σηκώθηκε και πήγε στο χωράφι να εργαστεί. Έφθασε βέβαια ο
γιατρός, όπως είχαν συμφωνήσει, με τα εργαλεία του να του κόψει το πόδι. Και
του λένε: Από νωρίς έφυγε να δουλέψει στο χωράφι. Έκπληκτος τότε ο γιατρός πήγε
κι αυτός στο χωράφι όπου δούλευε, και όταν τον είδε να σκάβει τη γη, δόξασε το
Θεό που του έδωσε την υγεία του.
18. Πήγαν κάποτε στην Οστρακίνη κάποιοι Έλληνες για να κάνουν ελεημοσύνη. Πήραν μαζί τους και τους οικονόμους, για να τους υποδείξουν αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Κι αυτοί τους πήγαν σε κάποιον λεπρό και πρόσφεραν τη βοήθεια. Αλλά εκείνος αρνήθηκε να τα πάρει λέγοντας: Να τα κλαδάκια της φοινικιάς, αυτά δουλεύω και πλέκω ζεμπίλια και απ’ αυτά τρώω το ψωμί μου.
Στη συνέχεια τους οδήγησαν στο
καλύβι μιας χήρας με παιδιά. Χτύπησαν την πόρτα και απάντησε η κόρη της από
μέσα, γιατί δεν είχε ρούχα να βγει. Η μητέρα της είχε πάει στο μεροκάματο,
γιατί ήταν πλύστρα. Της πρόσφεραν ρούχα και χρήματα. Αλλ’ αυτή δεν τα δέχθηκε
λέγοντάς τους: Η μητέρα μου ήρθε και μου είπε, μην χάνεις το θάρρος σου, θέλησε
ο Θεός και βρήκα για σήμερα να δουλέψω και θα έχουμε να φάμε. Όταν γύρισε η
μητέρα της, άρχισαν να την παρακαλούν αυτήν να τα πάρει, αλλά κι αυτή αρνήθηκε
λέγοντας: Εγώ έχω το Θεό φροντιστή μου και εσείς θέλετε να μου τον πάρετε; Βλέποντας
απ’ όσα είπε την πίστη της, δόξασαν το Θεό.
19.
Κάποιος από τους πατέρες διηγήθηκε ότι υπήρχε ένας γέροντας
ο οποίος είχε αξιωθεί να λάβει μεγάλο χάρισμα από το Θεό. Και καθώς έγινε πολύ
ξακουστός χάρις στην ενάρετη ζωή του, το όνομα του έφθασε μέχρις τον βασιλιά
που τον κάλεσε για να πάρει τις ευχές του. Πράγματι τον συνάντησε και επειδή ωφελήθηκε
πολύ, του πρόσφερε ως δώρο χρυσό. Ο γέροντας το δέχθηκε και επέστρεψε στο κελί
του, άρχισε να καλλιεργεί ένα χωράφι και άλλα κτήματα. Ήλθεν λοιπόν ένας δαιμονισμένος,
που ήταν σύνηθες αυτό και λέει ο γέροντας στο δαίμονα: Βγες από το πλάσμα του
Θεού. «Δεν σε υπακούω» του απαντά ο δαίμονας. «Γιατί;» ρωτάει ο γέροντας. «Διότι
έγινες σαν ένας από μας, αφού άφησες τη μέριμνα που οδηγεί στο Θεό και απασχολήθηκες
με φροντίδα του κόσμου αυτού. Γι’ αυτό δεν σε υπακούω και δεν θα βγω».
20. Είπε ένας γέροντας: «…Άνθρωπος που γεύθηκε τη γλυκύτητα της
ακτημοσύνης, αισθάνεται να τον βαραίνει και το ρούχο που φορεί και η στάμνα του
νερού. Γιατί ο νους του άλλου αδολεσχεί[2]…».
Είπε ακόμη: «…Αυτός που δεν μίσησε τα υλικά αγαθά, μπορεί να μισήσει τη ζωή του
σύμφωνα με την εντολή του Δεσπότου[3];…».
21. Είπε ένας γέροντας: «…Μην έχεις κρεμασμένο στο κελί σου
ένδυμα που δεν το χρησιμοποιείς, αυτός είναι θάνατος για σένα. Γιατί άλλοι πιο
ενάρετοι από σένα τρέμουν από το κρύο και εσύ ο αμαρτωλός έχεις και περίσσια...».
Είπε επίσης: Μην αποκτήσεις αντικείμενο περιττό που δεν το χρησιμοποιείς, έστω
και ένα μικρό όστρακο, γιατί θα δώσεις λόγο γι’ αυτό. Είπε ακόμη: Μην
αποκτήσεις χρυσό στη ζωή σου, γιατί δεν θα σε φροντίζει πια ο Θεός. Αλλά εάν σου
βρεθεί και σου χρειάζεται για κάποια ανάγκη είτε για ενδυμασία είτε για τροφή,
αμέσως αγόρασε τα αυτά. Αν όμως δεν τα έχεις ανάγκη, μην φθάσει η νύκτα έχοντάς
το.
22. Είπε πάλι γέροντας: «…Εάν έχεις ένα σκεύος ή μαχαίρι ή
σκαλιστήρι ή οποιοδήποτε άλλο πράγμα και δεις ότι ο λογισμός σου κολλάει σ’
αυτό, πέταξέ το μακριά σου, για να δώσεις μάθημα στο λογισμό σου πως τίποτε
γενικά να μην αγαπάει παρά μόνο το Χριστό…».
23. Είπε και πάλι: «…Εάν κάνεις ελεημοσύνη και στεναχωρηθείς
ότι του έδωσες πολλά, μη δώσεις σημασία στο λογισμό σου, γιατί είναι ενέργεια
σατανική. Αλλά πέραν αυτού να ζεις όσο μπορείς φτωχικά και ταπεινά, ώστε εσύ
μάλλον να έχεις ανάγκη να παίρνεις πάντοτε ελεημοσύνη. Γιατί αυτός που δίνει, νιώθει χαρά στην
καρδιά του καθώς σκεφτεται ότι κάνει καλό έργο. Ενώ εκείνος που δεν έχει τίποτα
και ζει φτωχικά, φθάνει σε μεγάλη ταπείνωση, καθώς σκέπτεται ότι κανένα καλό
δεν κάνει ούτε δίνει σε κανέναν κάτι αλλά μάλλον και επιζητεί εντολή[4]…».
Έτσι έζησαν οι πατέρες μας, έτσι βρήκε τον Θεό ο αββάς Αρσένιος.
24.
Ρωτήθηκε κάποιος γέροντας από αδελφό: Πες μου αββά, τι να
κάνω για να σωθώ; Και εκείνος έβγαλε το κολόβιο, ζώστηκε στη μέση, άπλωσε τα
χέρια του και είπε: Έτσι ωφελεί να είναι ο μοναχός, απογυμνωμένος από την ύλη
του κόσμου και σταυρωμένος στα παλαίσματα…».
[1] Μαγιστριανοί: Αυτοί που ανήκαν στην
υπηρεσία του μαγίστρου και διεκπεραίωναν ως δημόσιοι λειτουργοί διάφορες
υπηρεσίες που τους ανάθεταν.
[2] Αδολεσχία με τον Κύριο: Η στροφή
και εμμονή του νου και της καρδιάς στον Κύριο και η εντρύφηση στα του Κυρίου
[3] Ιωα. (12, 25) & Λουκ. (14, 26)
[4] Ο αββάς παίρνοντας αφορμή από την αρετή
της ελεημοσύνης, αναφέρεται στην πνευματική υπεροχή της αρετής της πτώχειας για
τον μοναχό τον «αποταξάμενο» τον κόσμο. Διότι αυτός που έχει αγαθά και κάνει
ελεημοσύνη, λαμβάνει πρωτοβουλίες και κάνει το θέλημά του. Η ικανοποίηση που
ακολουθεί είναι πολύ πιθανό να αποτελεί τροφή για τον εγωκεντρισμό του. Ενώ ο
μοναχός που ζει φτωχικά και δεν δίνει, όχι μόνο δεν λαμβάνει πρωτοβουλίες και
αποφεύγει έτσι τον κίνδυνο της κενοδοξίας, αλλά καθώς βρίσκεται στην άσκηση της
αποταγής και του θελήματός του ακόμη δια της υπακοής, φθάνει σε μεγάλη
ταπείνωση και επιζητεί μάλλον να λαμβάνει εντολή, ώστε ο ίδιος να είναι απλώς
το εκτελούν όργανο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου