«…εξ όλης καρδίας μετανοήση άνθρωπος και μη προσθή έτι ποιείν την αμαρτίαν και εις τρείς ημέρας δέχεται αυτόν ο Θεός…» Αββάς Ποιμήν |
1.
Ένας αδελφός παρακάλεσε τον αββά Αμμωνά, να του πει ένα
λόγο. Και ο γέροντας του λέει: Πήγαινε να σκέφτεσαι, όπως σκέφτονται οι
κακούργοι που είναι στη φυλακή, εκείνοι πάντα ρωτούν τους ανθρώπους που είναι
άρχοντας και πότε έρχεται και κλαίνε από την αγωνία. Έτσι και ο μοναχός οφείλει
πάντα να προσέχει την ψυχή του και να λέει: Αλλοίμονο μου, πως θα μπορέσω να
παρουσιασθώ στο βήμα του Χριστού και τι θα του απολογηθώ; Αν σ’ αυτό έχεις
διαρκώς στραμμένη την προσοχή σου, μπορείς να σωθείς.
2.
Πήγε ο μαθητής του αββά Διόσκουρου στο κελί του γέροντα
και βλέποντάς τον να κλαίει τον ρώτησε τι έχει; Και ο γέροντας του απαντά: Τι
αμαρτίες μου παιδί μου κλαίω. Του λέει τότε ο αδελφός: Δεν έχεις αμαρτίες
πάτερ. Και ο γέροντας του αποκρίνεται: Αλήθεια, αν αφεθώ να δω τις αμαρτίες
μου, δεν μου φθάνουν άλλοι 3 ή 4 να κλαίνε μαζί μου γι’ αυτές.
3.
Ο αββάς Ηλίας είπε: Εγώ τρία πράγματα φοβούμαι. Την έξοδο
της ψυχής από το σώμα, τη συνάντηση με το Θεό και την έκδοση της καταδικαστικής
απόφασης για μένα.
4.
Ο αββάς Ησαΐας είπε: Είναι απαραίτητος αυτός που ζει τη
ζωή της ησυχίας να βάζει το φόβο της συνάντησης με το Θεό μπροστά από την ανάσα
του, γιατί ενόσω η αμαρτία πείθει την καρδία του να την ακολουθεί, δεν ήρθε ο
φόβος του Θεού μέσα του ακόμα και βρίσκεται μακριά από το έλεος του Θεού.
5.
Ο αββάς Πέτρος είπε: Ρώτησα τον γέροντα, τι είναι ο φόβος
Θεού; και μου απάντησε: Ένας άνθρωπος που συμφωνεί με τη γνώμη κάποιου, ενώ
είναι απών ο Θεός, αυτός δεν έχει μέσα του το φόβο Θεού.
6.
Είπε ο αββάς Ησαΐας: Αλλοίμονο μου, αλλοίμονο μου, γιατί
έχω απέναντί μου κατηγόρους για όσα γνωρίζω και για όσα δεν γνωρίζω και δεν
μπορώ να τα αρνηθώ. Αλλοίμονο μου, αλλοίμονο μου, πως μπορώ να συναντήσω τον
Κύριο μου και τους αγίους του, αφού οι εχθροί μου δεν άφησαν ούτε ένα μέλος μου
καθαρό ενώπιον του Θεού;
7.
Είπε ο αββάς Ιακώβ: Όπως ακριβώς σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο,
όταν μπει ένα λυχνάρι, τον φωτίζει, έτσι και ο φόβος του Θεού, εάν έλθει στην
καρδιά του ανθρώπου, τη φωτίζει και της διδάσκει όλες τις αρετές και τις
εντολές του Θεού.
8.
Είπε ο αββάς Λογγίνος: Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η
αγρυπνία καθαρίζει το νου, η ησυχία φέρνει το πένθος βαπτίζει[1]
τον άνθρωπο και τον απαλλάσσει από την αμαρτία.
9.
Ο αββάς Λογγίνος είχε μεγάλη κατάνυξη την ώρα της
προσευχής και της ψαλμωδίας του και μια φορά του λέει ένας μαθητής του: Αββά
αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, να κλαίει ο μοναχός, όταν κάνει την
ακολουθία τους; Και ο γέροντας του απαντά: Ναι παιδί μου αυτός είναι ο κανόνας
που επιζητεί ο Θεός. Βέβαια ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά να
χαίρεται και να ευφραίνεται και να τον δοξάζει, όπως οι άγγελοι, με την καθαρή
και αναμάρτητη ζωή του. Όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία και γι’ αυτό είναι ανάγκη να κλαίει, ενώ όπου δεν υπάρχει
αμαρτία, εκεί δεν έχει θέση το κλάμα.
10.
Ρώτησαν κάποιοι πατέρες τον αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο: Πως
συμβαίνει και είτε τρως είτε νηστεύεις, το σώμα σου είναι σκελετωμένο; Και τους
απαντά ο γέροντας: Το ξύλο που ανακατώνει τα αναμμένα φρύγανα κατατρώγεται από
τη φωτιά. Έτσι και ο άνθρωπος, εάν καθαρίσει τον νου του μέσα στο φόβο του
Θεού, ο ίδιος ο φόβος του Θεού κατατρώγει το σώμα του.
11.
Είπε ο αββάς Παφνούτιος ο μαθητής του αββά Μακάριου, ότι
είπε ο γέροντας: Όταν ήμουν μικρό παιδί, μαζί με άλλα παιδιά έβοσκα μοσχάρια.
Κάποια μέρα πήγαν να κλέψουν σύκα και καθώς έτρεχαν, έπεσε ένα από τα σύκα και
εγώ το πήρα και το έφαγα. Από τότε, όποτε το θυμάμαι αυτό, κάθομαι και κλαίω.
12.
Διηγήθηκαν για τον αββά Μακάριο τον μεγάλο ότι
περπατώντας κάποια φορά στην έρημο, βρήκε παραπεταμένο πάνω στο χώμα ένα κρανίο
νεκρού. Το κούνησε λίγο με το φοινικένιο ραβδί του λέγοντας του: Συ ποιος είσαι;
Αποκρίσου με. Το κρανίου του μίλησε και του είπε: Εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδωλολατρών
που παρέμειναν σ’ αυτό τον τόπο κι εσύ είσαι ο αββάς Μακάριος που έχεις μέσα
σου το άγιο Πνεύμα. Όποια ώρα λοιπόν σπλαχνίζεσαι αυτούς που είναι στην κόλαση,
παρηγορούνται λίγο. Τον ρωτάει ο αββάς Μακάριος: Και τι λογής παρηγοριά έχουν; Και
απαντά το κρανίο: Όση είναι η απόσταση μεταξύ του ουρανού και της γης, τόση
είναι η φωτιά κάτω από μας. Καθώς λοιπόν στεκόμαστε μέσα στη φωτιά από το
κεφάλι ως τα πόδια, δεν είναι δυνατόν ο ένας να δει το πρόσωπο του άλλου, γιατί
η ράχη του ενός είναι κολλημένη στη ράχη του άλλου. Όταν όμως προσεύχεσαι για μας,
βλέπει εν μέρει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Έκλαψε τότε ο γέροντας και είπε: Αλίμονο
στην ημέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος, εάν αυτή είναι η παρηγοριά της κολάσεως.
Τον ξαναρωτάει ο γέροντας: Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο απ’ αυτό; Και λέει το
κρανίο: Το μεγαλύτερο βάσανο είναι κάτω από μας. Εμείς που δεν γνωρίσαμε το
Θεό, βρίσκουμε έτσι λίγο έλεος. Εκείνοι που γνώρισαν το Θεό και τον αρνήθηκαν
και δεν έκαναν το θέλημά Του[2],
αυτοί είναι που βρίσκονται κάτω από μας. Μετά απ’ αυτά πήρε ο γέροντας το
κρανίο, το έθαψε στη γη και συνέχισε το δρόμο του.
13.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Μωυσή: Τι να κάνει ο
άνθρωπος σε κάθε πειρασμό που του έρχεται ή σε κάθε λογισμό που του επιβάλλει ο
εχθρός; Ο γέροντας απαντά: Οφείλει να κλαίει μπροστά στον αγαθότατο Θεό, για να
τον βοηθήσει και πολύ γρήγορα θα βρει ανάπαυση, αν παρακαλεί με επίγνωση γιατί
είναι γραμμένο: Δεν θα φοβηθώ τι θα μου κάνει άνθρωπος[3].
14.
Είπε πάλι: Με τα δάκρυα αποκτά ο άνθρωπος τις αρετές και
με τα δάκρυα επίσης συγχωρούνται οι αμαρτίες[4].
Την ώρα όμως που κλαίς μην υψώσεις τον τόνο του αναστεναγμού σου. Και ας μη
γνωρίζει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί[5].
Το αριστερό βέβαια είναι η κενοδοξία.
15.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ματώη: Πες μου ένα λόγο. Και
του είπε: Κόψε από τον εαυτό σου εντελώς την τάση να φιλονικείς για οποιοδήποτε
πράγμα. Επίσης κλάψε και πένθησε, γιατί καιρός έχει φθάσει[6].
16.
Είπε πάλι ο αββάς Ποιμήν: Το ψυχικό πένθος έχει διπλό
σκοπό. Και εργασία πνευματική πραγματοποιεί μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, αλλά
και τον προφυλάσσει[7].
17.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα: Τι να κάνω με τις αμαρτίες
μου; Και απαντώντας ο γέροντας του λέει: Αυτός που θέλει να λυτρωθεί από τις αμαρτίες
του, με δάκρυα λυτρώνεται απ’ αυτές και εκείνος που θέλει ν’ αποκτήσει αρετές,
με δάκρυα τις αποκτά. Γιατί το να κλαίμε είναι η οδός που μας παρέδωσε η Γράφη,
καθώς και οι πατέρες, που έλεγαν: κλάψτε! Άλλη οδός δεν υπάρχει παρά μόνο αυτή.
18.
Ο αββάς Ιωσήφ διηγήθηκε ότι ο αββάς Ισαάκ είπε: Κάποτε
καθόμουν μαζί με τον αββά Ποιμένα και τον είδα να πέφτει σε έκσταση. Επειδή του
είχα πολύ θάρρος, του έβαλα μετάνοια παρακαλώντας τον «πες μου, που ήσουν;».
Εκείνος αναγκάσθηκε και είπε: Ο λογισμός μου ήταν εκεί στον Σταυρό του Σωτήρος,
όπου έστεκε η αγία Μαρία η Θεοτόκος και έκλαιγε[8]
και εγώ ήθελα πάντοτε έτσι να κλαίω.
19.
Είπε η αμμάς Συγκλητική: Αυτούς που πρωτοέρχονται στο Θεό
τους περιμένει αγώνας και κόπος πολύς. Ύστερα όμως ακολουθεί χαρά ανείπωτη. Όπως
ακριβώς αυτοί που θέλουν ν’ ανάψουν φωτιά, στην αρχή καπνίζονται και τα μάτια τους
δακρύζουν και κατόπιν πετυχαίνουν αυτό που θέλουν. Και μάλιστα η Γραφή λέει, «ο
Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει». Έτσι πρέπει κι εμείς τη θεϊκή φωτιά να την
ανάψουμε μέσα μας με δάκρυα και κόπο.
20.
Είπε ο αββάς Θεόδωρος σε ερώτησε που του κάνανε πως
φυλάγει κανείς τη κατάνυξη: Με το να μη συναντά εκείνη τη μέρα ή εκείνο τον
καιρό, που έρχεται η κατάνυξη, κανέναν άνθρωπο. Επίσης με το να νηστεύει και να
φυλάγει τον νου του, ώστε να μη φανταστεί ότι ολοκληρωτικά πήρε το χάρισμα να
κλαίει, και με το να αφοσιωθεί στην προσευχή και στην ανάγνωση. Πάντως όταν
έρθει σε μας το πένθος, εκείνο το ίδιο μας διδάσκει ποια πράγματα το φέρνουν
και ποια το εμποδίζουν.
21.
Διηγήθηκε ένας γέροντας ότι κάποιος αδελφός ήθελε να
φύγει να μονάσει αλλά τον εμπόδιζε η ίδια η μητέρα του. Η μητέρα του αν και
προσπάθησε πολύ να τον εμποδίσει δεν τα κατάφερε και τελικά υποχώρησε στην
επιθυμία του. Έφυγε λοιπόν έγινε μοναχός αλλά ξόδεψε τη ζωή του με αμέλεια. Κάποτε
πέθανε η μητέρα του και μετά από ένα χρονικό συνέβη ν’ αρρωστήσει κι αυτός πολύ
βαριά και κάποια στιγμή ήρθε σε εκσταση και αρπάχθηκε στην κρίση. Εκεί βρήκε τη
μητέρα του ανάμεσα στους καταδίκους. Εκείνη λοιπόν μόλις τον είδε, έκπληκτη του
λέει: Τι συμβαίνει παιδί μου, και συ καταδικάσθηκες να’ ρθεις στον τόπο αυτό; Και
που πήγαν τα λόγια που έλεγες, θέλω να σώσω την ψυχή μου; Ντροπιάστηκε βέβαια μ’
αυτά που άκουσε και στεκόταν καταλυπημένος μη μπορώντας να της δώσει κάποια
απάντηση. Οικονόμησε όμως ο φιλάνθρωπος Θεός και μετά το όραμα αυτό ανέλαβε από
την ασθένειά του. Και επειδή σκέφθηκε ότι από το Θεό του έγινε μια τέτοια
επίσκεψη, έγινε έγκλειστος και φρόντιζε για τη σωτηρία του, μετανοώντας και
κλαίοντας για όσα μες στην αμέλειά του έκανε πιο μπροστά. Και τόσο μεγάλη ήταν
η κατάνυξή του, ώστε πολλοί τον παρακαλούσαν να υποχωρήσει λίγο, μήπως πάθει
κάποια ζημιά από το υπερβολικό κλάμα. Αυτός όμως δεν παρηγορούταν με τίποτα και
έλεγε: Εάν δεν μπόρεσα να αντέξω τον εξευτελισμό από τη μητέρα μου, πως θα
σηκώσω κατά την ημέρα της κρίσεως την αισχύνη μπροστά στο Χριστό και τους αγίους
αγγέλους Του;
22.
Είπε ένα γέροντας: όπως μας συνοδεύει παντού η σκιά μας,
κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να έχουμε μέσα μας τα δάκρυα και τη συντριβή, όπου
κι αν βρισκόμαστε.
23.
Δυο σαρκικοί φίλοι αδελφοί απαρνήθηκαν τον κόσμο και
πήγαν στο όρος της Νιτρίας, όπου και υποτάχθηκαν σ’ ένα πνευματικό πατέρα. Ο
Θεός έδωσε και στους δύο το χάρισμα των δακρύων και της κατανύξεως. Μια φορά
λοιπόν ο γέροντας σε όραμα βλέπει τους δύο αδελφούς να στέκονται και να
προσεύχονται κρατώντας στα χέρια φύλλα χαρτιού γραμμένα και να τα βρέχουν με τα
δάκρυά τους. Του ενός τα γράμματα σβήνοντας εύκολα, ενώ του άλλου ύστερα από
κόπο, γιατί φαίνονταν σαν ήταν γραμμένα με έγκαυστη μελάνη. Ο γέροντας
παρακάλεσε το Θεό να δοθεί εξήγηση στο όραμα. Πραγματικά του παρουσιάσθηκε
άγγελος Κυρίου και του λέει: Τα γράμματα στα χαρτιά είναι τα αμαρτήματά τους. Ο
ένας με φυσικό τρόπο αμάρτησε και γι’ αυτό εύκολα διαλύονται τα σφάλματά του. Ο
άλλος μολύνθηκε με ακάθαρτα και βρωμερά παρά φύσιν αμαρτήματα και γι’ αυτό
χρειάζεται να καταβάλει περισσότερο κόπο για μετάνοια και πολλή ταπείνωση. Από
το όραμα και ύστερα έλεγε ο γέροντας στον αδελφό: Κόπιασε αδελφέ, γιατί τα
γράμματα είναι εγκαυστά και με κόπο εξαλείφονται, αλλά δεν φανέρωσε το πράγμα
μέχρι το θάνατό του, για να μη του κόψει την προθυμία. Ωστόσο όλο και
περισσότερο του έλεγε: Κόπιασε αδελφέ γιατί με κόπο σβήνουν.
24.
Ένας γέροντας είπε: Όπως κάθε αμαρτία, που θα κάνει ο
άνθρωπος, είναι έξω από το σώμα, ενώ αυτός
που πορνεύει αμαρτάνει στο σώμα του, γιατί απ’ αυτό έρχεται το μόλυσμα, έτσι
κάθε εργασία που θα κάνει ο άνθρωπος είναι έξω από το σώμα, ενώ εκείνος που
χύνει δάκρυα καθαρίζει τη ψυχή και το σώμα. Γιατί το δάκρυ καθώς κατεβαίνει από
πάνω, ξεπλένει και αγιάζει όλο το σώμα.
25. Ρωτάει ένας αδελφός κάποιον γέροντα, πως ο μοναχός μπορεί
να έρθει σε κατάνυξη; Του απαντά ο γέροντας: Όποια σκέψη ξέρεις ότι φέρνει
δάκρυα στη ψυχή σου, μείνε σ’ αυτήν και όταν έρθουν τα δάκρυα, εσύ στη συνέχει
να μπολιάζει αυτά που θέλεις, είτε στις αμαρτίες σου, είτε σε άλλο καλό
λογισμό. Γνωρίζω κάποιον αδελφό φιλόπονο στην άσκηση, ότι, επειδή ήταν σκληρή η
καρδιά του, πολλές φορές κτυπούσε μόνος του τον εαυτό του και έκλαιγε από τον
πόνο και τότε στη συνέχει θυμόταν τις αμαρτίες του.
26.
Είπε πάλι: Το να μιλάει κανείς για την πίστη και να
διαβάζει τα δόγματα είναι πράγματα που ξηραίνουν την κατάνυξη του ανθρώπου και
την εξαφανίζουν, ενώ οι βίοι και οι λόγοι των γερόντων δίνουν φως στην ψυχή.
27.
Είπε ακόμη: Τίποτε δεν είναι πιο δύσκολο από την κακή
συνήθεια. Αυτός που την έχει χρειάζεται πολύ κόπο και χρόνο για να την κόψει
σύρριζα, γιατί χωρίς χρόνο και κόπο δεν μπορεί κανείς να ξεριζώσει μία
συνήθεια. Τον κόπο βέβαια πολλοί τον είχαν στη διάθεσή τους, τον χρόνο όμως λίγοι
τον βρήκαν. Και άλλους σύντομα τους έπληξε ο θάνατος και μόνον ο Θεός ξέρει τι
θα κάνει μ’ αυτούς την ημέρα της κρίσεως[9].
28.
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα: Για ποιο λόγο η ψυχή
μου αγαπά την ακαθαρσία; Και ο γέροντας του είπε: Η ψυχή θέλει τα πάθη, αλλά το
Πνεύμα του Θεού είναι που τη συγκρατεί. Πρέπει να χύνουμε δάκρυα για τις αμαρτίες
μας και τις ακάθαρτες διαθέσεις μας. Είδες τη Μαρία, όταν έσκυψε στο μνήμα και
έκλαιε, πως της μίλησε ο Κύριος[10];
Το ίδιο θα συμβεί και με τη ψυχή.
29.
Ένας γέροντας είπε: Ένας άνθρωπος που κάθεται στο κελί
του και μελετάει τους ψαλμούς, μοιάζει με άνθρωπο που ζητάει το βασιλιά. Ενώ
εκείνος που θρηνώντας ζητάει κάτι, κρατάει τα πόδια του βασιλιά, παρακαλώντας
να βρει έλεος από μέρους του, όπως είχε κάνει η πόρνη[11].
30.
Είπε γέρων: Εάν δεν έχεις κατάνυξη να ξέρεις πως έχεις κενοδοξία,
γιατί αυτή δεν αφήνει τη ψυχή να κατανυχθεί[12].
31.
Είπε γέρων: Η κατά Θεό λύπη είναι χαλινάρι της ψυχής , που
τη συγκρατεί για να μη ξαναπέσει.
32.
Κάποιος γέροντας που έμενε στο κελί του ολομόναχος, έκανε
εξήντα χρόνια μοναχός χωρίς να σταματήσει ποτέ να κλαίει. Και έλεγε πάντα: Το
χρόνο της ζωής μας, μας τον έχει δώσει ο Θεός για μετάνοια και πολύ θα τον
αναζητήσουμε κάποτε.
33.
Είπε γέρων: Το πένθος είναι ένα λυχνάρι αναμμένο και αν
δεν το προφυλάξεις αμέσως σβήνει και χάνεται!! (πολυφαγία,
πολύς ύπνος, η καταλαλιά, η σαρκική ανάπαυση)
34.
Κάποιος αδελφός ρώτησε ένα γέροντα: Τι να κάνω αββά, που
όταν δω κάποιον ν’ αμαρτάνει, τον κατακρίνω και όταν ακούσω για ένα αδελφό που
είναι αμελής, τον μισώ και θα χάσω έτσι την ψυχή μου; Και είπε ο γέροντας: Όταν
ακούσεις κάτι τέτοιο, απομακρύσου αμέσως από τον λογισμό αυτό κάνοντας ένα άλμα
και πσεύσε να θυμηθείς τη φοβερή ημέρα της Κρίσεως. Αναλογίσου δίπλα σου το
φρικτό βήμα, τον αδέκαστο Δικαστή, τους[13] πύρινους
ποταμούς, που ρέουν μπροστά σ’ εκείνο το βήμα κοχλάζοντας μέσα στη φοβερή
φλόγα, τις ακονισμένες ρομφαίες, τις σκληρές τιμωρίες, την κόλαση που δεν έχει
τέλος, τη νύχτα την άφεγγη, το σκοτάδι το εξώτερο, το φαρμακερό φίδι, τα άλυτα
δεσμά, το τρίξιμο των δοντιών και τον οδυρμό που δεν έχει παρηγοριά. Αυτά
λοιπόν να σκέπτεσαι, την αναπόφευκτη δηλαδή πανωλεθρία.
Κι
εκείνος ο δικαστής δεν έχει ανάγκη από κατηγόρους ούτε από μάρτυρες ούτε από αποδείξεις
ούτε από έλεγχο. Αλλά ανάλογα με τα πεπραγμένα θα παρουσιασθεί μπροστά στα
μάτια του κάθε ένοχου. Τότε κανείς δεν θα βρεθεί να βγει και να μας γλιτώσει
από την τιμωρία, ούτε πατέρας, ούτε υιός, ούτε μητέρα, μήτε θυγατέρα, μήτε
κανείς άλλος συγγενής, ούτε γείτονας, ούτε φίλος, ούτε συνήγορος. Μήτε μπορεί
την ενοχή να την εξαγοράσει το χρήμα, ο περίσσιος πλούτος ή η δύναμη. Όλα αυτά
σαν να’ ταν σκόνη θα εξαφανισθούν απ’ τη μέση και μόνος ο κρινόμενος θα πάρει τις
απολαβές του για όσα έπραξε, ή την αθωωτική απόφαση ή την καταδικαστική. Τότε
κανείς άλλος δεν θα μπορεί να κριθεί για χάρη άλλου. Ο καθένας θα κριθεί
χωριστά για όσα διέπραξε.
Γνωρίζοντας
αυτές τις αλήθειες μην κατακρίνεις κανένα και θα είσαι πάντα ειρηνικός.
ΧΩΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
«…Ψαλ. 9,10 – καὶ ἐγένετο Κύριος καταφυγὴ τῷ πένητι, βοηθὸς
ἐν εὐκαιρίαις ἐν θλίψεσι·
Ψαλ. 9,10 – και ο Κύριος έγινε καταφύγιο για τους πτωχούς και τους
αδυνάτους. Βοηθός αυτών εις την κατάλληλο στιγμήν, όταν αυτοί ευρίσκονται υπό
το κράτος θλίψεων και αδικιών…»
«…Β Κορ. 7,10 – ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη
μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον
κατεργάζεται.
Β Κορ. 7,10 – Ωφέλεια πνευματική σας
έφερε η λύπη αυτή. Διότι η κατά Θεό λύπη κατεργάζεται την ειλικρινή μετάνοια,
δια την οποίαν ποτέ δεν θα μεταμεληθεί ο λυπημένος και η οποία φέρει ως καρπό
την σωτηρία. Η λύπη όμως, την οποίαν δια της αμαρτίας του προκαλεί ο κόσμος,
έχει ως καρπό και αποτέλεσμά της τον θάνατον τον πνευματικόν…»
Ρωμ. 5,3 – οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς
θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται,
Ρωμ. 5,3 – Δεν καυχόμαστε δε μόνον δια την χάριν, που λάβαμε και
την δόξα που θα απολαύσουμε, αλλά και δια τας θλίψεις, επειδή γνωρίζουμε καλά,
ότι η θλίψις εργάζεται σιγά-σιγά και φέρει ως πολύτιμο αγαθόν την υπομονή.
Ψαλ. 101,10 – ὅτι σποδὸν ὡσεὶ ἄρτον ἔφαγον καὶ τὸ πόμα
μου μετὰ κλαυθμοῦ ἐκίρνων
Ψαλ. 101,10 – Εξ αιτίας του βάρους των θλίψεών μου κατάντησα να τρώγω
στάχτη αντί του άρτου και το νερό, το οποίον πίνω, το αναμιγνύω με τα δάκρυα
του κλαυθμού μου.
[1] Το πένθος ως συντριβή, μετάνοια και
δάκρυα αποτελεί δεύτερο βάπτισμα που η ευσπλαχνία του ελεήμονος Θεού προσφέρει
στον πεπτώκοτα άνθρωπο και μάλιστα επαναλαμβανόμενο αφ’ όρους ζωής, ώστε να
εξέρχεται κάθε φορά από την κολυμβήθρα αυτή καθαρός από τις αμαρτίες του.
[2] Λουκά (12, 45-47)
[3][3]
Ψαλ. (55, 12)
[4] Χαρακτηριστικά είναι αυτά που
σημειώνει ο αββάς Νείλος για τα δάκρυα: Πρωτα – πρώτα προσευχήσου να λάβεις το
χάρισμα των δακρύων για να μπορέσεις πενθώντας να μαλακώσεις την αγριότητα της ψυχής
σου και εξαγορεύοντας κατά σου τις ανομίες
σου στον Κύριο, να λάβεις από Αυτόν την άφεση… Πολλοί που έχυναν δάκρυα
για τις αμαρτίες τους, λησμόνησαν τον σκοπό των δακρύων, έπεσαν στην τρέλα της υπερηφάνειας
και έχασαν το δρόμο.
[5] Ματθ. (6, 3)
[6] Ματθ. (3, 2 & 4, 17)
[7] Γεν. (2, 15)
[8] Ιωα. (19, 25)
[9] Ας μη λησμονούμε το του απ. Παύλου:
Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας Α’ Κορ. (6, 2)
[10] Ιωα. (20, 11-16)
[11] Λουκ. (7, 44-49)
[12] Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος χαρακτηρίζει
τη κενοδοξία «εξολοθρευτή της κατανύξεως»
[13] Μαρκ. (9, 48) & Ματθ. (8, 12)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου