Κύριε μας δίδαξες πως η οδός, της
ουράνιας βασιλείας,
περνά μέσα από τον πλησίον, της αλληλεγγύης
και της βοηθείας.
Κύριε μας δίδαξες πως ο άνθρωπος, στην
Αγάπη για να οικεί,
πρέπει ζωή φιλανθρωπίας, να επιλέγει
και ν’ ασκεί.
Κύριε μας δίδαξες πως για να μας
δοθεί, το κλειδί της σωτηρίας,
θα πρέπει να βαδίσουμε το δρόμο, της
προσφοράς και της θυσίας.
Μόνο μέσα από την στέρηση και τις
καθημερινές σταυρώσεις,
την πόρτα του παράδεισου άνθρωπε,
μπορείς να ξεκλειδώσεις.
Στον οίκο του Πατρός και Θεού Χριστού,
θα δύναται να εισέλθεις,
και εμπρός του άγιου βήματός Του, με
ευλάβεια να προσέλθεις.
Τί ευφορία θα’ ναι τότε και τί
επουράνια χαρά,
όταν η δόξα Σου, Θεέ Πατέρα, θα’ ναι
για μας αναφορά.
Εν τω Παραδείσω θα υπάρχουν, πολλά επουράνια
αγαθά,
μισθός απερίγραπτος γι’ αυτόν, που το
Θεό του αγαπά.
Τι απερίγραπτη ευτυχία, κι ο ουρανός
θα αγαλιά,
που ο Παντοδύναμος Θεός μας, μαζί μας
θα χαμογελά.
Σπεύδω δρομαίως Κύριε μου, στην
προσφορά να επιδοθώ,
στη ζωή των πολλών ταλάντων και εγώ ν’
ασκηθώ.
Τρέχω ευθέως να βοηθήσω, κάθε
«ζητιάνο» του ελέους,
χωρίς ποτέ να αποζητώ, ανταμοιβή ή
κλέος.
Τα λόγια του ιερού Χρυσόστομου, «…όποιος ελεεί
δανείζει στο Θεό…»,
αντηχούνε στην καρδιά μου,
και ψάχνω για να βρω, πόσους χωρεί η
αγκαλιά μου.
Μα όσο περισσότερο, στον πλησίον μου
προσφέρω,
πιο πολύ δοκιμάζομαι και πιο πολύ υποφέρω.
Κι όταν αγάπης γίνεται, ο πλησίον μου αποδέκτης,
με γκρίνια ευθύς μου φέρεται, σαν να
‘μουν οφειλέτης.
Και όσους πασχίζω γύρω μου, να
εξυπηρετήσω,
με διαβάλλουν την στιγμή, που πάω να
βοηθήσω.
Πώς γίνεται Θεέ μου αυτό; να τρέχω να
προσφέρω,
και να’ μαι διωκόμενος, για το δικό
τους το συμφέρον;
Πως γίνεται να εργάζομαι, για να τα
καταφέρουν,
κι αυτοί να δυσκολεύονται, να δείξουν ότι
χαίρουν;
Θλίβομαι, απογοητεύομαι, και μέσα μου
πονάω,
που η αγάπη μου απορρίπτεται, με κάνει
να λυγάω.
Μέσα από την θλίψη μου και μεσ’ τον οδυρμό μου,
τα λόγια του απόστολου, ξυπνούν στο
λογισμό μου.
«…Η αγάπη
οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς… »
μέσα από τη θυσία, θα γίνεις του
Κυρίου αθλητής.
Μέσα από τον εμπτυσμό, πρέπει να παραμείνω
ελεήμων,
και όπως ο Κύριος και Θεός μου, να
γίνω οικτίρμων.
Όσο ο καιρός παρέρχεται, κι ο αγώνας
δυσκολεύει,
ο ζήλος δεν κατέρχεται, η καρδιά μου
αναθαρρεύει.
Πρέπει η καρδιά να’ ναι ζεστή μ’ Αγάπη
πυρωμένη,
ποτέ μην είναι χλιαρή, ποτέ
παραδομένη.
Πρέπει να μείνω πιστός και κραταιός,
στον εν Χριστώ αγώνα,
μέχρι η ψυχή αμόλυντη Χριστέ να σου
δοθεί, του σύμπαντος κορώνα.
Πρέπει μέχρι τέλους να υπομείνω, και
ν’ αγωνισθώ,
ώστε την ψυχή μου να λαμπρύνω και να
δοξασθώ.
Ανάβλεπε λοιπόν ψυχή μου, γιατί η
αγάπη «ουκ ασχημονεί»
δεν παροξύνεται, αλλά συνεχώς δοξάζει
και με χαρά διακονεί.
Το ξέρω Κύριε, δύσκολη η ζωή της
διακονίας,
κι επαίτης είμαι της γλυκιάς, σεμνής
Σου ευμενείας.
Συ γαρ είπας Κύριέ μου «…μακάριοι οἱ ἐλεήμονες….»,
διδάσκοντάς πως στην εφήμερη ζωή, πρέπει
να γίνουμε ακτήμονες.
Συ γαρ είπας Κύριέ μου «…οι έσχατοι
έσονται πρώτοι….»,
γι’ αυτό θα διακονούμε όπως Εσύ έπραξες,
Χριστέ μου Δωροδότη.
Διδάσκουν οι Πατέρες μας, πως η
ανάπαυση βρίσκεται στην κόπωση,
κι αυτός που «εν κόποις» τον Ιησού
ακολουθεί, θα ‘χει την επουράνια ανταπόδοση.
Τρέχω λοιπόν ξανά και διακονώ, κτίζω στην
Αγάπη,
στο δρόμο αυτό που διάλεξα φρονώ, πως το κακό ετράπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου