Ευαγγέλιο
Κυριακής: Λουκά. (8, 41 – 56)
«…Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ
ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς
συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ
Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ
μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον
αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς
προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα
ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ
αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς·
τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ·
ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;
46 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ
γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε,
τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ
ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς
εἰρήνην. 49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί
τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν
διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας
ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς
τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ
Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες
καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ
κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ
κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ
πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν
οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.41 καὶ ἰδοὺ
ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς
ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον
αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη
ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ
ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις
ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44
προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ
ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ
Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ
σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ
ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν·
ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ
ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ
ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν
αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ
ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον.
50 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ
λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ
ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ
Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν
πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ
δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ,
εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς
αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ
ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς.
ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός…».
ΑΝΑΛΥΣΗ
Στο σημερινό Ευαγγέλιο ο Κύριος
μας επιτελεί δύο θαυμαστά θαύματα, μιας ανίατης ασθένειας και του θανάτου. Το
θαύμα της αιμορροούσας ( ασθένεια – αιμορραγία) προηγείται αυτό το της θανάτου
ανάστασης της κόρης του Ιαρείου, ώστε να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγωγού,
με τη δυνατή πίστη της γυναικός, όταν θ’ ακούσει την είδηση από τους δούλους
του ότι η θυγατέρα του «…τέθνηκεν...».
Ο Χριστός
μας, που για το πλάσμα Του τα πάντα οικονομεί, μέσα από το σημερινό Ευαγγέλιο,
στέλνει μηνύματα χαράς, ελπίδας, κατάργηση του θανάτου και ζωηφόρος ανάστασης
αλλά και μηνύματα πως η αιτία κάθε κακού φέρει και έχει ρίζα την αμαρτία.
1. Ρίζα του κακού η αμαρτία
Από τη ρίζα της αμαρτίας
βλάστησαν όλα τα δεινά, όλες οι μάστιγες που πλήττουν τον ανθρώπινο βίο.
Ο
άνθρωπος όταν ζούσε «μετά Θεού», δεν υπήρχε φόβος, μήτε πόνος, γιατί από τη
σχέση του με το Θεό αντλούσε ζωή, αντλούσε χαρά. Όπως στο Θεό δεν υπάρχει κανένα
κακό, κανένας πόνος, κατά τον ίδιο τρόπο δεν υπήρχε και στον άνθρωπο, που ζούσε
μαζί Του.
Η αμαρτία
δυστυχώς και τα πάθη πήραν την θέση του Θεού και οδήγησαν στην φθαρτότητα και
στον θάνατο. Οτιδήποτε πάρει τη θέση του Θεού μέσα μας, γίνεται θάνατος, γιατί
μας χωρίζει από το Θεό.
2. «…Τα αδύνατα παρά τοις άνθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ
εστίν …»
Αυτός που «…δύναται
τα αδύνατα…» (Ιερός Χρυσόστομος), παρουσιάσθηκε στον κόσμο για να νικήσει
την αμαρτία, τον διάβολο και τον τελευταίο εχθρό, τον θάνατο. Με την παρουσία του
ο Κύριος, όχι μόνο θα βγει νικητής, αλλά θα αναδείξει τον άνθρωπο ικανό να
νικά, αφού το υποδείξει με το δικό του παράδειγμα τον τρόπο της νίκης.
Τον τρόπο αυτό τον βλέπουμε σ’ όλη την διάρκεια της ζωής
Του, άρνηση της αμαρτίας και εμμονή στο θέλημα του Πατρός, μοναδικός τρόπος νίκης της αμαρτίας. Ο Χριστός πολέμησε ως άνθρωπος
με όπλα την ταπείνωση, την υπακοή και την αγάπη στον Θεό – Πατέρα, γι’ αυτό
νίκησε τη μάστιγα της αμαρτίας. Όσο νεκρώνουμε την αμαρτία, τόσο λαμβάνουμε Χάρη και θεία δύναμη. Οι άγιοι ζουν και μετά θάνατο, γιατί δεν χωρίζονται το σώμα και η ψυχή.
Εκείνο που ζητεί από τον άνθρωπο είναι να νεκρώσει μέσα
του το κακό, που τον χωρίζει από το Θεό, για να πάρει τη Χάρη και δύναμη την «…εξερχομένην εξ Αυτού…» Λουκ. (8, 46),
που καταργεί τον θάνατο και φέρει την ανάσταση και τη ζωή.
3.
Η αιμορροούσα και η μεγάλη της πίστη
Στην περίπτωση της αιμορροούσας βλέπουμε πως το θαύμα
επιτελέστηκε, όχι δια αιτήσεως μεγαλοφώνως, αλλά «…έλεγεν εν εαυτή…» δηλ. με το νου της «…αν άψωμαι καν των ιματίων αυτού
σωθήσομαι…» (Ιωα. Καρπάθιος)
Πίστευε στο Χριστό και είχε μια μυστική σχέση μαζί Του.
Τον πίστευε και ανέμενε απ’ Αυτόν την σωτηρία. Μιλούσε μαζί Του «εν εαυτή»,
χωρίς η γλώσσα να κινείται. Καθαριζόταν η καρδία βρισκόμενη επί
δώδεκα χρόνια στο σταυρό της αρρώστιας και της οδύνης. Η αδυναμία των γιατρών
να τη θεραπεύσουν και η χειροτέρευση της κατάστασής της απ’ αυτούς, την
οδήγησαν στην απογοήτευση του κόσμου.
Το πάθος της ασθένειας, έγινε πάθος πίστεως
και αγάπης στο Χριστό.
Απελπισμένη από τον κόσμο δυνάμωσε την πίστη και την
ελπίδα στο Χριστό και όλα αυτά γίνονταν «εν εαυτή», γι’ αυτό παρέμειναν άγνωστα
στον κόσμο. Τα γνώριζε ΜΟΝΟ ο Χριστός.
Βλέπουμε εδώ επίσης το εξής διδακτικό πως, εκείνη την ώρα
που όχλος πολύ ήταν συνηγμένος γύρω από τον Κύριο «…ήπτοντο…» αλλά και «…συνέπνιγον
Αυτόν…», κανείς δεν υπήρξε αποδέκτης της Χάριτος «εξερχομένης» από τον Κύριον.
Τούτο το γεγονός τι μας δηλώνει;
1. Το πλήθος του όχλου που ήταν κοντά Του, ήταν κοντά Του
ΜΟΝΟ με το σώμα! Η ψυχή τους απείχε «…μέγα
χάσμα…».
2. Οι πλείστοι δεν ενδιαφέρονταν
για την επιμέλειά τους και τη σωτηρία τους. Ήσαν εκεί περισσότερο για να δουν
«σημεία» και θαύματα που να καλύψουν την περιέργειά τους. Τους τύφλωναν τα πάθη
που βασίλευαν μέσα τους, γι’ αυτό «συνέπνιγον»
το Χριστό, χωρίς να τον αγγίζουν.
Αποτέλεσμα; Ο Χριστός δεν εμπιστευόταν
τον εαυτό Του σ’ αυτούς. Μόνο μια ταπεινή ψυχή «ήψατο» Αυτού και ο Κύριος θέλει να δημοσιοποιήσει τη σιωπηλή πράξη
της, που ήταν τόσο κραυγαλέα, γιατί έκανε να εξέλθει «…δύναμις εξ Αυτού…».
Ήταν μια καρδιά «καιόμενη» από τον
πόθο και την αγάπη σ΄ Αυτόν. Ο Χριστός άπτεται σ’ όσους άπτονται αυτού. Άπτεται
εσωτερικά στο «…σημείον της καρδίας…»,
εισέρχεται εσωτερικά μέσα στον άνθρωπο και γίνεται μαζί Του «…Σώμα έν…».
4.
Στους ταπεινούς «δίδωσι χάριν»
Το «…θάρσει, θύγατερ…» δηλώνει
υιοθεσία. Την αποδέχεται να μετάσχει στη Χάρη Του και την υιοθετεί. Όσοι δέχθηκαν τον Χριστό και συμμορφώθηκαν
με το θέλημά Του, «…έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού
γενέσθαι…» Ιωα. (1, 13). Ακόμη της χαρίζει την ευλογία της ειρήνης, «…πορεύου εἰς εἰρήνην…», προς την άνω πορεία της πνευματικής
ολοκλήρωσης.
5.
«…Νεκρών η ανάστασις…»
Στην πικρία του «απέθανε»,
δίνει μια άλλη ευχάριστη ονομασία «καθεύδει».
Παντού μεταποιεί τη λύπη σε χαρά, έγινε η «χαρά του κόσμου», των «νεκρών η ανάστασις».
Με τον ζωοποιό Λόγο Του και τη ζωοποιό αφή Του το «κοράσιον», «…ἀνέστη παραχρῆμα …». Επανήλθε αμέσως στη ζωή,
γιατί ήλθε μέσα της η ζωοποιός Χάρης και «…εγένετο εις ψυχήν ζώσαν…». Έγινε
ανωτέρα θανάτου, κοινωνός αφθαρσίας. Στον καθένα που αγωνίζεται με ταπεινοφροσύνη για την κάθαρσή του από τα πάθη και ανυψώνει τον νου του στο Θεό, ο Κύριος θα χαρίσει την «θεία και άρρητο αφή» Του και θα τον κάνει μέτοχο της θεοποιού Χάριτός Του. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου