Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει
η ζωή μου τεθλιμμένη.
Πάει απέρχεται ο χρόνος,
και δεν φεύγει πια ο πόνος.
Θέλω από κάπου να πιαστώ,
να μπορώ ν’ αγωνιστώ.
Στους ανθρώπους ενδελεχώς,
δεν μπορώ να στηριχθώ, δυστυχώς.
Την άγια πίστη πρέπει να φυλάξουμε,
και τον εχθρό μας να πατάξουμε.
Ζούμε στη λάσπη σαν τους χοίρους,
και ο διάβολος μας έχει ομήρους.
Σκύβω θλίβομαι πονάω,
το Θεό μου αποζητάω.
Μα όσο το Θεό ζητάω,
τόσο μέσα μου σκιρτάω.
Οι δοκιμασίες αμέτρητες βουνίσιες,
και για τον άνθρωπο, οδύσσειες.
Που είσαι Χριστέ μου ν’ απαλύνεις,
κάθε μου πόνο που αφήνεις;
Πού είσαι Πατέρα μου να χαθώ,
στην αγκαλιά Σου που ποθώ;
Που είσαι Θεέ μου να σου πω,
πόσο πολύ σε αγαπώ;
Σηκώνω το βλέμμα στον ουρανό,
και με θλίψη αναφωνώ:
«…Κύριε κοίταξε τα παιδιά Σου επί γης,
ρίξε το πέπλο της απέραντης Σου της
στοργής…
…Μέσα στις φουρτούνες της ζωής,
θέλουμε Εσύ να οδηγείς!...
…Στο πλοίο της Αγάπης Σου,
θέλουμε Εσύ να πλοηγείς…».
Χριστούγεννα έρχονται και πάλι,
κι η ζωή μέσα στην κραιπάλη.
Τη γέννησή Σου αναβιώνω,
και την ελπίδα αναπτερώνω.
Εσύ ο Πανάγαθος Θεός,
τον Υιό Σου στέλνεις ολοταχώς.
Να μας σηκώσει απ’ το χώμα,
να μας βγάλει απ’ τη βρώμα.
Ν’ ανατείλει το Φως τ’ αληθινό,
να καταργήσει, καθετί το σκοτεινό.
Πως Θεέ μου να σε υποδεχθώ,
όταν στο θέλημά Σου απειθώ;
Πως Θεέ μου να Σε αντικρίσω,
και δύναμη από Σε να αντλήσω;
Τι δώρο πρέπει να Σου κάνω,
και της εύνοιάς Σου αθώα να τυγχάνω;
Μέσα στο άπειρο έλεος της σκέπης Σου,
ξάφνου με τυλίγει, η θέρμη της αγάπης
Σου.
Και όπως κάθομαι και αναπολώ,
φωνή
συνείδησης, με κράζει τον αμαρτωλό.
«…Ο Θεός των θεών μέσα σου για να
οικεί,
ένα μονάχα από εσένα ζητεί…
…Φάτνη
και συ την καρδιά σου να κάνεις,
και όλος μέσα σου θα ευφράνεις…
…Πάλεψε άφοβα στις δοκιμασίες,
Γιατί ο Χριστός της Αγάπης θα σου
δίνει οδηγίες…
…Τον Ιησού Χριστό σου και Θεό να
μιμηθείς,
αν επιθυμείς και εσύ ν’ αναστηθείς…
…Έρχεται να σώσει τον κάθε ξεπεσμένο,
και από τις δοκιμασίες πληγωμένο…».
Χριστούγεννα φως ανατέλλει και πάλι,
μεσ’ τις καρδιές μας γιορτή’ ναι
μεγάλη.
Έρχεται στον κόσμο μας λαμπρός,
ο Κύριος μας και Θεός, ο γλυκύτατος
Χριστός.
Έρχεται και πάλι τις ψυχές να
λευκάνει,
και τις παγωμένες καρδιές να
ζεστάνει.
Εμπρός τρέξτε όλοι να υποδεχθούμε,
Αυτόν που γεννιέται και που λαχταρούμε.
Τίκτει η Υπέραγνος βρέφος, το Θεό που
προσκυνώ,
γονυπετής ο δούλος εγώ προσμένω και
δοξολογώ.
Το άστρο της Βηθλεέμ πρέπει να βρούμε,
με χαρά και πίστη, να το ακολουθούμε.
Μα να το Άστρο Σου Κύριε που μ΄
οδηγεί,
μέσα στην καρδιά μου καταλήγει.
Εκεί πάντα και παντού μπορώ να Σε
συναντήσω,
εκεί θα βρω θάρρος για να Σου μιλήσω.
Τρέχω την καρδιά μου να ετοιμάσω,
ώστε τον Χριστό μου να μη χάσω.
Καρδιά μου βάλε «άχυρα»[2]
πολλά ,
το Βρέφος να’ ναι άνετο και να μου
χαμογελά.
Φτωχά βάλε ρούχα, σεμνά και απλά,
η δόξα Του βρέφους να μου αντανακλά.
Από ταπείνωση, ενανθρωπήθηκε ο Θεός,
από την ταπείνωσή Του, η γη έγινε
ουρανός.
Η κατάβασίς Σου Θεέ μου στη γη,
χάρισε σ’ όλους την αιώνια Ζωή.
Η γη από ζούγκλα και τόπος εξορίας,
έγινε η απαρχή της αιώνιας
παραμυθίας.
Και έτσι λοιπόν γιορτάζουμε, στην
έλευση του χρόνου,
την γέννησή Σου Κύριε και τέλος κάθε
πόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου