1.
Ένας Γέροντας είπε ότι υπήρχε κάποιος αναχωρητής που
κατοικούσε στην πιο βαθιά έρημο από αρκετά χρόνια και είχε αποκτήσει χάρισμα
διορατικό ώστε να συναναστρέφεται με τους αγγέλους. Και συνέβη το εξής: Δύο
αδελφοί μοναχοί άκουσαν τα σχετικά με αυτόν και είχαν την επιθυμία να τον
γνωρίσουν και να ωφεληθούν. Βγήκαν από τα κελιά τους και πήγαιναν προς αυτόν με
εμπιστοσύνη στην καρδιά. Και αναζητούσαν τον δούλο του Θεού στην έρημο.
Ύστερα από μερικές μέρες πλησίασαν
στη σπηλιά του γέροντα. Από μακριά βλέπουν κάποιον σαν άνθρωπο ντυμένο στα
λευκά να στέκεται πάνω σε ένα από τους λόφους που ήταν κοντά στον Όσιο, σε
απόσταση περίπου τριών σημείων. Τους φώναξε: Αδελφοί, αδελφοί. Αυτοί τον
ρώτησαν: Ποιος είσαι και τι θέλεις; Να πείτε, τους αποκρίθηκε, στον αββά εκείνο
που θα συναντήσετε: Θυμήσου αυτό που σε παρακάλεσα. Οι αδελφοί ήρθαν, βρήκαν
τον Γέροντα τον χαιρέτησαν και πέφτοντας στα πόδια του παρακαλούσαν να ακούσουν
από το στόμα του λόγου σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν από αυτόν και ωφελήθηκαν
πολύ.
Του μίλησαν και για τον άνθρωπο που
είδαν καθώς έρχονταν και την παράκληση του. Ο γέροντας κατάλαβε, ποιος ήταν,
αλλά προσποιούνταν ότι δεν τον ήξερε. Μάλιστα έλεγε: Κανένας άλλος άνθρωπος δεν
κατοικεί εδώ. Οι αδελφοί όμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες και αγκαλιάζοντας τα
πόδια τον υποχρέωναν να πει, ποιος ήταν αυτός που είδαν.
Ο γέροντας τους σήκωσε όρθιους και
τους είπε: Δώστε μου τον λόγο σας ότι δεν θα μιλήσετε επαινετικά σε κανένα για
μένα σαν για κάποιον Άγιο, μέχρι να φύγω στον Κύριο, και τότε θα σας μιλήσω
καθαρά για την υπόθεση. Εκείνοι έκαναν όπως τους ζήτησε. Τους λέει λοιπόν:
Αυτός που έχετε δει ντυμένο στα λευκά, είναι Άγγελος Κυρίου που ήρθε εδώ και
παρακαλεί εμένα τον αδύναμο και μου λέει: Ικέτευσε τον Κύριο για μένα, να
ξαναγυρίσω στον τόπο μου, γιατί έχει πια συμπληρωθεί η προθεσμία που ορίσθηκε
σε βάρος μου από το Θεό. Στην ερώτηση μου: Ποια είναι η αιτία της ποινής σου;
Απάντησε: Συνέβη σε μία επαρχιακή πόλη, πολλοί άνθρωποι να παροργίζουν το Θεό
με τις αμαρτίες τους για μεγάλο χρονικό διάστημα και με έστειλε να τους
παιδεύσω με ευσπλαχνία. Εγώ όμως όταν τους είδα πολύ να ασεβούν, τους επέβαλα
μεγαλύτερο παιδεμό, με αποτέλεσμα πολλοί να εξοντωθούν. Για αυτό μου επιβληθεί
η απομάκρυνση μου, από προσώπου του Θεού που μου είχε αναθέσει την αποστολή.
Όταν του είπα “και πως είμαι άξιος
να παρακαλέσω τον Θεό για ένα Άγγελο” εκείνος είπε: Αν δεν ήξερα ότι ο Θεός
δέχεται την προσευχή των γνήσιων δούλων του, δεν θα ερχόμουν και δεν θα σε
ενοχλούσα. Εγώ αναλογίστηκα εκείνη τη στιγμή το αμέτρητο έλεος του Κυρίου και
την άπειρη αγάπη Του προς τον άνθρωπο, που τον έκανε άξιο να μιλάει μαζί του
και να τον βλέπει, επίσης οι άγγελοι του να υπηρετούν τους ανθρώπους και να
έχουν επαφή μαζί τους, όπως έχει γίνει με τους μακάριους δούλους του Ζαχαρία
και Κορνήλιο και τον Προφήτη Ηλία και τους άλλους Αγίους. Ένιωσα κατάπληξη με
αυτά και δόξασα την ευπσλαχνία του.
Μετά από το περιστατικό αυτό ο
τρισμακάριστος πατέρας μας αναπαύτηκε. Οι αδελφοί τον έθαψαν τιμητικά με ύμνους
και προσευχές. Και εμείς ας επιδιώξουμε να μιμηθούμε τις αρετές αυτού του
γέροντα με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θέλει όλοι οι άνθρωποι
να σωθούν και να φτάσουν στην επίγνωση της αλήθειας τους.
2.
Κάποτε δύο κατά σάρκα αδελφοί συμφώνησαν να γίνουν
μοναχοί. Μόλις πραγματοποίησαν την επιθυμία τους, έκριναν πως θα ήταν καλό να
χτίσουν δύο κελιά σε απόσταση το ένα από το άλλο και καθένας τους να φύγει και
να μονάσει μόνος του για να πετύχει την ησυχαστική ζωή. Για πολλά χρόνια δεν
είδε ο ένας τον άλλον, επειδή δεν έβγαιναν από το κελί. Συνέβη όμως ο ένας να
αρρωστήσει κι ήρθαν οι πατέρες να τον επισκεφτούν. Τον βρήκαν να χάνει τις
αισθήσεις του και πάλι να συνέρχεται. Τον ρώτησαν: Τι είδες; Είδα αγγέλους,
απάντησε, να έρχονται. Και πήραν εμένα και τον αδελφό μου και μας πήγαν στον
ουρανό. Μας συνάντησαν εχθρικές δυνάμεις, αλλά δεν κυριάρχησαν επάνω μας. Όταν
τις προσπεράσαμε, άρχισαν να λένε: Μεγάλη παρρησία έχει η αγνότητα. Αυτό είπε
και κοιμήθηκε. Οι πατέρες μόλις το είδα αυτό, έστειλαν ένα μοναχό να κάνει
γνωστό στον αδελφό του ότι αναπαύτηκε. Και όταν πήγε, βρήκε και εκείνον
αναπαυμένο. Θαύμασαν και δόξασαν το Θεό.
3.
Ο επίσκοπος μιας περιοχής έφυγε από τη ζωή. Οι κάτοικοι
ήρθαν στον αρχιεπίσκοπο και του ζητούσαν να τους χειροτονήσει επίσκοπο στη θέση
αυτού που έφυγε. Ο αρχιεπίσκοπος τους είπε: Φέρτε μου αυτόν που ξέρετε ότι
είναι ικανός να ποιμάνει το ποίμνιό του Χριστού και εγώ χειροτονώ. Και εκείνοι
είπαν: Δεν έχουμε παρά εκείνον, που ο άγγελος σου θα μας δώσει. Είσαστε όλοι
εδώ; τους ρώτησε ο αρχιεπίσκοπος. Απάντησαν: Όχι. Πηγαίνετε, τους λέει, συγκεντρωθείτε
όλοι και ελάτε σε μένα, ώστε με τη συμφωνία όλων να γίνει επίσκοπος αυτός που
θα ψηφίσετε.
Πήγαν συναθροίστηκαν και γύρισαν
όλοι, παρακαλώντας να τους χειροτονηθεί ο επίσκοπος. Τους είπε: Δείξτε μου
εκείνον για τον οποίον έχετε πληροφορία και τον χειροτονώ. Δεν έχουμε, είπαν,
εμείς παρά αυτόν που θα μας χαρίσει ο άγγελος σου. Τους ρώτησε τότε Είσαστε
όλοι εδώ; Όλοι εδώ είμαστε, απάντησαν. Ξαναρωτά ο αρχιεπίσκοπος: Κανένας σας
δεν έχει παραληφθεί; Κανένας δεν έμεινε πίσω παρά αυτός που κρατάει το
γαϊδουράκι του άρχοντα μας. Τους ρωτάει ο αρχιεπίσκοπος: Θα μείνετε
ευχαριστημένοι αν σας δώσω εκείνον που εμένα με αναπαύει; Απαντούν: Μένουμε
ικανοποιημένοι. Ο αρχιεπίσκοπος κάλεσε τότε εκείνο που είχε το γαϊδουράκι του
αρχηγού και αυτόν χειροτόνησε επίσκοπο. Τον πήραν και με πολύ μεγάλη χαρά
σήκωσαν τις άγκυρες και έπλευσαν για τη χώρα τους.
Μετά από λίγο, συνέβη στη χώρα τους
να γίνει μεγάλη ανομβρία και αυτός που έγινε επίσκοπος παρακάλεσε τον Θεό να
βρέξει. Ο Θεός του είπε: Πήγαινε σε αυτήν εδώ την πύλη της πόλης πολύ πρωί και
όποιον δεις να έρχεται πρώτος, αυτόν κράτησε τον να προσευχηθεί, και έρχεται η
βροχή. Έκανε όπως του είπε. Πήγε με τους κληρικούς του και κάθισε και να
ερχόταν ένας γέροντας Αιθίοπας κουβαλώντας φορτίο από ξύλα, για να τα πουλήσει
στην πόλη. Σηκώθηκε τότε ο επίσκοπος και
τον σταμάτησε. Ο γέροντας αμέσως άφησε κάτω το φορτίο με τα ξύλα. Ο επίσκοπος
τον παρακάλεσε, ευχήσου να έρθει βροχή. Προσευχήθηκε και να, αμέσως ήρθε η
βροχή σαν από τους καταρράκτες του ουρανού και αν δεν προσευχόταν πάλι δεν θα
σταματούσε η βροχή. Ο επίσκοπος τότε τον παρακάλεσε να δείξει αγάπη και να
εξιστορήσει τη ζωή του για να ωφεληθεί αυτός και οι κληρικοί του ως παράδειγμα.
Ο γέροντας είπε: Συγχώρεσέ με, Δέσποτα. Να, καθώς με βλέπεις, βγαίνω έξω και κόβω
για μένα το μικρό φορτίο από ξύλα, και μπαίνω στην πόλη και το πουλώ. Και
περισσότερο από τα δύο ψωμιά που τρώω, δεν έχω. Κοιμάμαι στην εκκλησία. Την
άλλη μέρα πάλι βγαίνω και κάνω το ίδιο. Αν έχει κακοκαιρία μία ή δύο μέρες,
μένω νηστικός, μέχρι να καλοσυνέψει πάλι ο καιρός και να μπορέσω να βγω και να
κόψω. Ωφελημένος ο επίσκοπος με τους κληρικούς του, δόξασε το Θεό. Σε εκείνο
είπαν: Αληθινά, εσύ εκτέλεσες τέλεια τον λόγο της Γραφής: Ξένος κάτοικος είμαι
στη γη.
4.
Κάποιος από τους πατέρες παρακάλεσε τον Θεό να τον
πληροφορήσει σε ποια μέτρα έφτασε. Ο Θεός του αποκάλυψε, στο τάδε κοινόβιο
υπάρχει κάποιος αδελφός καλύτερος από αυτόν. Ο γέροντας σηκώθηκε και πήγε στο
κοινόβιο. Ο Ηγούμενος τον δέχτηκε με χαρά γιατί ήταν μεγάλος και ονομαστός. Ο
γέροντας του είπε: Θέλω να δω όλους τους αδελφούς και να τους χαιρετήσω. Ο
Ηγούμενος έδωσε εντολή και ήρθαν οι αδελφοί, αλλά δεν ήρθε εκείνος για τον
οποίον είχε την πληροφορία ο γέροντας.
Ο γέροντας πήρε τον λόγο και ρώτησε,
αν υπάρχει άλλος αδελφός. Ναι, απαντούν, αλλά είναι σαλός και ασχολείται με τον
κήπο. Λέει ο γέροντας: Καλέστε τον για τον κάλεσα. Μόλις τον είδε ο γέροντας,
σηκώθηκε και τον ασπάστηκε. Έπειτα τον πήρε ιδιαιτέρως και του είπε: Φανέρωσέ
μου ποια είναι η εργασία σου. Εκείνος αποκρίθηκε: Εγώ είμαι ένας σαλός. Ο
γέροντας όμως τον παρακάλεσε πολύ, και τότε του είπε: Ο αββάς βάζει στο κελί
μου μαζί με εμένα το βόδι που γυρίζει το μαγγανοπήγαδο, και κείνο κάθε φορά
κόβει τα σχοινιά της ψάθας που έχω ως εργόχειρο. Τριάντα χρόνια το υπομένω αυτό
και ποτέ δεν επέτρεψα στο λογισμό μου να έχω κάτι εναντίον του αββά μου ούτε το
βόδι έδειρα ποτέ, αλλά μακροθυμώντας πάλι έπλεκα τα σχοινιά και ευχαριστούσα
τον Θεό.
Ακούγοντας το ο γέροντας θαύμασε,
γιατί αυτό φανέρωσε και την υπόλοιπη εργασία αυτού του αδελφού.
5.
Κάποτε ενώ έμενε στο κελί του κάποιους από τους πατέρες,
ήρθε ένας δαίμονας και μπήκε στον χώρο που είχε για τον ύπνο του ο γέροντας και
αποστήθισε τους αριθμούς των βιβλίων. Έχασε όμως την υπομονή του και
μετασχηματίστηκε σε φτωχό και βγήκε να πάει στον γέροντα, κουτσαίνοντας και
κρατώντας ραβδί και καλαθάκι. Τον ρωτάει ο γέροντας: Ξέρεις τι αποστήθισες;
Ναι, είπε, την Παλαιά Διαθήκη. Tην Καινή δεν την γνωρίζετε; ρωτάει ο γέροντας.
Μόλις ο δαίμονας άκουσε την Καινή έγινε άφαντος.
6.
Ένας γέροντας έλεγε ότι δεν πρέπει κανείς να μέριμνα για
τίποτα παρά μόνο για τον φόβο του Θεού. Και προσθέτετε: Και αν αναγκαστώ να
φροντίσω για γήινη ανάγκη, ποτέ δεν την σκέφτομαι πριν από την ώρα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου