1.
Ο αββάς Δανιήλ είπε: Μας διηγήθηκε ο αββάς Αρσένιος -
τάχα για κάποιον άλλον ενώ ο ίδιος ήταν - τα εξής: Ένας γέροντας καθώς καθόταν
στο κελί του, άκουσε φωνή που έλεγε: Έλα να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων.
Σηκώθηκε και βγήκε. Τον έφερε σε κάποιο τόπο και του έδειξε ένα Αιθίοπα να
κόβει ξύλα και να κάνει από αυτά ένα μεγάλο φορτίο, που προσπαθούσε να το
φορτωθεί, αλλά δεν μπορούσε. Και αντί να αφαιρέσει ξύλα από αυτό, έκοβε κι άλλα
και τα στοίβαζε στο φορτίο. Αυτό το έκανε για πολλή ώρα.
2.
Ο πατέρας μας Δανιήλ διηγήθηκε ότι ο Μακάριος Αρσένιος
έλεγε τα εξής:
Ένας σκητιώτης, με μεγάλη επίδοση
στην πρακτική χριστιανική ζωή, απλοϊκός στην πίστη, έπεφτε σε σφάλματα λόγω της
αγραμματοσύνης του. Έλεγε: O άρτος που παίρνουμε με τη θεία κοινωνία δεν είναι
αληθινά σώμα Χριστού, αλλά ομοίωμα.
Μην κρατήσεις Αββά, αυτήν την άποψη,
αλλά, όπως παρέδωσε η Καθολική Εκκλησία, να πιστεύεις. Εμείς δηλαδή πιστεύουμε
ότι αυτός ο άρτος είναι σώμα του Χριστού και το ποτήριον αληθινά είναι το ίδιο
το αίμα του Χριστού και όχι ομοίωμα. Όπως ο Θεός από την πρώτη αρχή πήρε χώμα
από τη γη και έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Του και κανείς δεν μπορεί να πει
ότι δεν είναι εικόνα του Θεού, αν και ακατανόητη, έτσι και ο άρτος για τον
οποίον είπε: Σώμα μου είναι - πιστεύουμε ότι αληθινά είναι σώμα Χριστού. Ο
γέροντας είπε: Αν δεν πεισθώ με αποδείξεις, δεν βεβαιώνομαι. Του είπαν: Ας
κάνουμε προσευχή στον Θεό αυτήν την εβδομάδα γι’ αυτό το μυστήριο της πίστεως
μας και έχουμε πεποίθηση ότι ο Θεός θα μας φανερώσει την αλήθεια. Ο γέροντας με
χαρά δέχτηκε αυτήν την πρόταση και προσευχόταν στον Θεό με τα λόγια: Κύριε εσύ
γνωρίζεις ότι δεν άπιστο κινούμενος από κακία αλλά για να μην πλανηθώ από
άγνοια, φανέρωσέ μου την αλήθεια Κύριε Ιησού Χριστέ.
3.
Οι άγιοι πατέρες προφήτεψαν για την έσχατη γενιά.
Αναρωτήθηκαν: Εμείς τι έργο κάναμε; Ένας από αυτούς, Μέγας στην ασκητική ζωή,
που τον έλεγαν Ισχυρίονα, αποκρίθηκε: Εμείς κάναμε τις εντολές του Θεού. Οι
άλλοι ρώτησαν: Άραγε εκείνοι που θα έρθουν ύστερα από μας τι θα κάνουν;
Απάντησε: Θα φτάσουν στο μισό από το δικό μας έργο. Ρώτησαν πάλι: Οι μετά από
αυτούς τι; Είπε: Οι άνθρωποι εκείνης της γενιάς δεν θα έχουν καθόλου έργο. Θα
τους έρθει η πειρασμός. Και εκείνοι που θα βρεθούν δόκιμοι σε αυτόν τον
πειρασμό, θα αποδειχθούν μεγαλύτεροι και από μας από τους πατέρες μας.
4.
Ο αββάς Μακάριος προκειμένου να στερεώσει τους αδελφούς
έλεγε: Ήρθε εδώ ένα παιδί δαιμονισμένο με τη μητέρα του, και της έλεγε: Σήκω
γριά να φύγουμε από δω. Εκείνη είπε: Δεν μπορώ να βαδίσω με τα πόδια. Εγώ - της
είπε το παιδί - θα σε κουβαλήσω. Και θαύμασα την πονηριά του δαίμονα, πως
θέλησε να τους κάνει να φύγουν.
5.
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι κάποτε καθώς πήγαινε στην
εκκλησία να κάνει τη Θεία Λειτουργία βλέπει πλήθη δαιμόνων έξω από το κελί ενός
από τους αδελφούς. Από τους δαίμονες αυτούς, άλλοι είχαν μετασχηματιστεί σε
γυναίκες που μιλούσαν άπρεπα, άλλοι σε νεαρούς που τους έλεγαν αισχρόλογα,
άλλοι πάλι χόρευαν και άλλοι έπαιρναν διάφορα σχήματα.
Καθώς ήταν διορατικός γέροντας
αναστέναξε και είπε: Οπωσδήποτε ο αδελφός ζει με αμέλεια για αυτό τα πονηρά
πνεύματα περικυκλώνουν το κελί του με τόση αταξία.
6.
Κάθονταν κάποτε οι αδελφοί κοντά στον αββά Μωυσή και τους
έλεγε: Να, σήμερα έρχονται βάρβαροι στην Σκήτη. Σηκωθείτε λοιπόν και φύγετε!
Τον ρωτούν: Εσύ αββά δεν φεύγεις; Απάντησε: Εγώ τόσα χρόνια περιμένω αυτή τη
μέρα για να εκπληρωθεί ο λόγος του Δεσπότη μου “όλοι όσοι πήραν στο χέρι
μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν”. Του λένε: Ούτε κι εμείς φεύγουμε. Μαζί σου θα
πεθάνουμε! Τους είπε: Εγώ δεν αναλαμβάνω την ευθύνη σας, καθένας ας κοιτάξει
πως θα μείνει.
7.
Έλεγαν για τον αββά Παχώμιο ότι κάποτε κηδευόταν το
σκήνωμα ενός νεκρού και ότι το συνάντησε ο αββάς στον δρόμο. Βλέπει δύο
αγγέλους να ακολουθούν τον νεκρό πίσω από το νεκροκρέβατο. Απόρησε για αυτούς
και παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει το γεγονός. Τον πλησιάζουν οι δύο
άγγελοι. Τους ρωτάει: Γιατί εσείς που είστε άγγελοι ακολουθείτε τον νεκρό; Και
του λένε οι άγγελοι: O ένας από μας είναι της Τετάρτης και ο άλλος της
Παρασκευής. Αυτός ως τη μέρα που πέθανε δεν παρέλειπε να νηστεύει Τετάρτη και
Παρασκευή γι’ αυτόν τον λόγο ακολουθήσαμε πίσω από το σκήνωμα του. Επειδή
λοιπόν μέχρι τον θάνατο του τήρησε τη νηστεία, και εμείς μ’ αυτόν τον τρόπο
δοξάσαμε αυτόν που έκανε αγώνα ενώπιον του Κυρίου.
8.
Κάποτε ο Ζαχαρίας, μαθητής του αββά Σιλουανού, μπήκε στο
κελί και βρήκε τον αββά σε έκσταση, και τα χέρια του υψωμένα στον ουρανό.
Έκλεισε την πόρτα και βγήκε. Ξανά πήγε στις δώδεκα και στις τρεις το μεσημέρι
και τον βρήκε στην ίδια στάση. Κατά τις τέσσερις χτύπησε την πόρτα και μπήκε.
Τον βρήκε να ησυχάζει. Τον ρωτά: Πάτερ, τι έχεις σήμερα; Αδιαθέτησα σήμερα,
παιδί μου, απάντησε. Εκείνος όμως αγκάλιασε τα πόδια του και του είπε: Δεν θα
σ’ αφήσω, αν δεν μου πεις τι είδες. Κι ο γέροντας του λέει: Εγώ αρπάχτηκα στον
ουρανό και είδα τη δόξα του Θεού. Εκεί στεκόμουν, ως πριν από λίγο, και τώρα
γύρισα.
9.
Κάποιος διηγήθηκε το εξής: Στη σκήτη όταν οι κληρικοί
πρόσφεραν τα τίμια δώρα κατέβαινε κάτι σαν αετός πάνω στην προσφορά και κανείς
δεν τον έβλεπε παρά μόνο οι κληρικοί.
Αμέσως ο διάκονος πήγε και έβαλε
μετάνοια στον αδελφό.
10.
Κάποιος από τους πατέρες είπε ότι οι μοναχοί τρία
πράγματα τιμούν ιδιαίτερα που και εμείς πρέπει να τα πλησιάζουμε με φόβο και
τρόμο και χαρά πνευματική. Αυτά είναι η κοινωνία των Αγίων Μυστηρίων, η Τράπεζα
των αδελφών και ο νιπτήρας τους. Έφερε και το ανάλογο παράδειγμα. Ένας
γέροντας, μεγάλος διορατικός, μία μέρα ήταν μαζί με πολλούς αδελφούς την ώρα
που αυτοί έτρωγαν Ο γέροντας καθισμένος στο τραπέζι, πρόσεχε με το πνεύμα του
και έβλεπε άλλους να τρώνε μέλι, άλλους ψωμί, άλλους κόπρο. Απορούσε μέσα του
και παρακαλούσε τον Θεό: Κύριε φανέρωσέ μου αυτό το μυστηριώδες πράγμα, οι ίδιες
τροφές είναι μπροστά σε όλους, πάνω στο τραπέζι, όμως την ώρα που τρώνε
φαίνονται τόσο αλλαγμένες ως άλλοι τρώνε μέλι, άλλοι ψωμί και άλλοι κόπρο. Ήρθε
φωνή από ψηλά που έλεγε: Αυτοί που τρώνε το μέλι είναι όσοι με φόβο και τρόμο
και πνευματική χαρά κάθονται στο τραπέζι και η προσευχή τους είναι ακατάπαυστη,
έτσι η ευχή τους σαν θυμίαμα ανεβαίνει στον Θεό, για αυτό και τρώνε μέλι. Αυτοί
που τρώνε το ψωμί, είναι εκείνοι που ευχαριστούν για το ότι τρώνε αυτά που
δωρίζει ο Θεός. Αυτοί που τρώνε την κόπρο είναι όσοι γογγύζουν και λένε: Αυτό
είναι καλό και εκείνο σάπιο. Δεν πρέπει έτσι να σκέφτεται κανείς, αλλά μάλλον
να δοξολογεί τον Θεό και να τον υμνολογεί για να εκπληρωθεί το ρητό: Eίτε τρώτε
είτε πίνετε είτε κάτι άλλο κάνετε, όλα να τα κάνετε για την δόξα του Θεού[1].
11.
Ένας από τους πατέρες έλεγε: Κάποτε κάθονταν γέροντες και
μιλούσαν για την ωφέλεια της ψυχής. Μεταξύ τους ήταν ένας διορατικός. Αυτός
έβλεπε τους αγγέλους να σείουν κλαδιά βαΐων θριαμβευτικά και να τους επαινούν.
Μόλις όμως άρχιζε διαφορετική συνομιλία, οι άγγελοι αναχωρούσαν και ανάμεσά
τους κυλιόνταν χοίροι γεμάτοι δυσοσμία και τους ταλαιπωρούσαν. Όταν το θέμα
τους ήταν πάλι για ωφέλεια, οι Άγγελοι επανέρχονταν και έλεγαν καλά λόγια για
αυτούς.
12.
Ένας από τους πατέρες είπε ότι τα μάτια των χοίρων από τη
φύση τους είναι φτιαγμένα να κλείνουν στη γη και ποτέ να μην μπορούν να
κοιτάξουν στον ουρανό. Έτσι λέει και η ψυχή εκείνου που κυλίστηκε στις ηδονές,
αφού μία φορά γλίστρησε στο βούρκο της ακολασίας, δύσκολα μπορεί να σηκώσει τα
μάτια προς τον Θεό ή να ασχοληθεί με κάτι αντάξιο του Θεού.
13.
Ένας γέροντας κάποτε πήρε το χάρισμα να βλέπει όσα
γίνονται, έλεγε: Είδα αδελφό να μελετάει στο κελί του και να ένας δαίμονας ήρθε
και στεκόταν έξω από το κελί. Όσο ο αδελφός μελετούσε, δεν μπορούσε να μπει
μέσα. Μόλις όμως σταματούσε τη μελέτη, τότε ο δαίμονας έμπαινε στο κελί του και
του έφερνε πόλεμο.
14.
Κάποιος από τους πατέρες διηγήθηκε ότι στην έρημο
Νειλουπόλεως ήταν ένας αναχωρητής και ότι τον υπηρετούσε ένας κοσμικός πιστός.
Στην πόλη ζούσε ένας άνθρωπος πλούσιος και ασεβής. Όταν αυτός πέθανε τον
ξεπροβόδισε ολόκληρη η πόλη και ο επίσκοπος με λαμπάδες και θυμιάματα.
Ο διακονητής του αναχωρητή βγήκε να
του πάει ψωμί, όπως συνήθιζε και βρίσκει τον αναχωρητή κατασπαραγμένο από
ύαινα. Έπεσε με το πρόσωπο ενώπιον του Θεού και έλεγε: Κύριε δεν σηκώνομαι
μέχρις ότου με πληροφορήσεις, πώς εξηγούνται αυτά: Εκείνος ο ασεβής είχε τόση
μεγαλοπρέπεια και αυτός που σε υπηρέτησε νύχτα μέρα πέθανε με τέτοιο τρόπο.
Ήρθε άγγελος Κυρίου και του είπε: Εκείνος ο ασεβής είχε κάποιο μικρό καλό και
πήρε την ανταμοιβή του εδώ, ενώ δεν θα έχει εκεί καμία άνεση. Αυτός ο
αναχωρητής ήταν βέβαια άνθρωπος στολισμένος με κάθε αρετή όμως και αυτός είχε
σφάλει λίγο και πλήρωσε εδώ για να βρεθεί εκεί καθαρός μπροστά στον Θεό.
15.
Κάποιος αδελφός είπε για κάποιον γέροντα ότι πήγε μία
μέρα στην πόλη να πουλήσει αντικείμενα του εργόχειρου του. Συμπτωματικά κάθισε
στην εξωτερική είσοδο του σπιτιού ενός πλούσιου, που πέθαινε. Καθόταν και
πρόσεχε. Σε μία στιγμή βλέπει μαύρα άλογα με τους επιβάτες τους μαύρους και όλο
φοβερά και με ρόπαλα στα χέρια τους.
[1] Α’ Κορ. (10, 31)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου