1.
Ξεκίνησε κάποτε ο αββάς Αμμωνάς με σκοπό να συναντήσει
τον αββά Αντώνιο και έχασε τον δρόμο. Κάθισε λοιπόν κάπου και τον πήρε για λίγο
ο ύπνος. Όταν ξύπνησε προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας: Σε παρακαλώ Κύριε και Θεέ
μου, μην επιτρέψεις να χαθεί το πλάσμα σου. Και αμέσως του παρουσιάστηκε ένα
ανθρώπινο χέρι κρεμασμένο από τον ουρανό, που του έδειχνε τον δρόμο, ώσπου
έφτασε και στάθηκε απέναντι από το σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου.
2. Έλεγε ο αββάς Δουλάς, ο μαθητής του αββά Βησσαρίωνα:
Καθώς βαδίζαμε κάποτε στα υψώματα δίπλα από τη θάλασσα, δίψασα και είπα στον
αββά Βησσαρίωνα, αββά διψώ πολύ, και ο γέροντας αφού έκανε ευχή μου είπε: Πιες
από τη θάλασσα. Και έγινε γλυκό το νερό και ήπια. Ωστόσο όμως εγώ γέμισα και το
δοχείο μου, μην τυχόν διψάσω παρακάτω. Και μόλις με είδε ο γέροντας μου είπε:
Γιατί γέμισες νερό; Συγχώρεσε με, του απάντησα, μην τυχόν διψάσω παραπέρα. Και
η απάντηση του γέροντα: Ο Θεός είναι εδώ αλλά και παντού είναι ο Θεός.
3.
Κάποια άλλη φορά πάλι, καθώς πηγαίναμε σε κάποιον
γέροντα, πήγε ο ήλιος να βασιλέψει. Προσευχήθηκε τότε ο γέροντας και είπε: Σε
παρακαλώ, Κύριε, ας σταθεί ο ήλιος ώσπου να φτάσω στον δούλο σου. Κι έγινε
έτσι.
4.
Κάποτε ήρθε ένας δαιμονισμένος στη Σκήτη. Και
προσευχήθηκαν γι’ αυτόν στην εκκλησία και δεν έφευγε το δαιμόνιο, γιατί ήταν
δυνατό. Κι είπαν οι κληρικοί: Τι να κάνουμε μ’ αυτόν τον δαίμονα; Κανένας δεν
μπορεί να τον βγάλει παρά μόνο ο αββάς Βησσαρίων. Αλλά, αν του το
παρακαλέσουμε, ούτε που θα πατήσει στην εκκλησία. Ας κάνουμε λοιπόν τούτο. Να,
έρχεται πρωί-πρωί πριν απ’ όλους στην εκκλησία. Θα βάλουμε λοιπόν τον ασθενή να
κοιμηθεί στη θέση του. Και μόλις μπει, ν’ αρχίσουμε την ακολουθία και να του
πούμε: Ξύπνησε, αββά, και τον αδελφό. Και έτσι έκαναν.
Μόλις ήρθε το πρωί ο γέροντας,
στάθηκαν για προσευχή και του είπαν: Αββά, ξύπνησε και τον αδελφό. Κι εκείνος
είπε στον δαιμονισμένο: Σήκω και πήγαινε έξω. Κι αμέσως βγήκε το δαιμόνιο απ’
αυτόν και θεραπεύτηκε ο άνθρωπος από κείνη την ώρα.
5.
Έλεγαν οι γέροντες στον αββά Ηλία, στην Αίγυπτο, για τον
αββά Αγάθωνα, πως είναι καλός ο αδελφός. Και τους απάντησε ο γέροντας:
Συγκρινόμενος με τη γενιά του είναι καλός. Μετά τον ρώτησαν πάλι, ως προς τους
πρώτους γέροντες, ποια είναι η θέση του. Και τους αποκρίθηκε: Σας είπα πως,
όσον αφορά τη γενιά του είναι καλός, αλλά ως προς τους παλιούς πατέρες, έχω
γνωρίσει άνθρωπο στη σκήτη που μπορούσε να σταματήσει τον ήλιο, όπως ακριβώς ο
Ιησούς του Ναυή. Μόλις άκουσαν αυτά θαύμασαν και δόξασαν τω Θεώ.
6.
Διηγήθηκε ο αββάς Κασσιανός ότι υπήρχε κάποιος γέροντας
που τον υπηρετούσε αφιερωμένη παρθένος και οι άνθρωποι έλεγαν πως δεν ζουν
καθαρή ζωή. Τ’ άκουσε ο γέροντας και, όταν επρόκειτο να πεθάνει, είπε στους
πατέρες: Όταν πεθάνω, φυτέψτε το ραβδί μου στον τάφο μου, και αν βλαστήσει και
καρποφορήσει, βγάλτε το συμπέρασμα ότι ήμουν καθαρός απ’ αυτήν, εάν όμως δεν
βλαστήσει, να ξέρετε ότι έπεσα μαζί της στην αμαρτία. Και φυτέψανε το ραβδί και
την τρίτη μέρα βλάστησε και καρποφόρησε, οπότε δόξασαν όλοι τον Θεό.
7.
Κάποια γυναίκα που έπασχε από καρκίνο του μαστού, καθώς
άκουσε σχετικά με τον αββά Λογγίνο, ζήτησε να τον συναντήσει.
Ασκήτευε εκείνος στο Ένατο της
Αλεξάνδρειας. Καθώς τον αναζητούσε η γυναίκα, συμπτωματικά ο μακαριστός εκείνος
μάζευε ξύλα στην ακροθαλασσιά. Μόλις τον συνάντησε του είπε: Αββά, που μένει ο
αββάς Λογγίνος, ο δούλος του Θεού; χωρίς να βάλει με το νου της ότι είναι ο
ίδιος. Κι εκείνος της είπε: Τι τον θέλεις εκείνο τον απατεώνα; Καθόλου μην πας
σ’ αυτόν, γιατί είναι κατεργάρης. Και τι είναι αυτό που έχεις; Η γυναίκα τότε
έδειξε το πάθος της κι εκείνος, αφού έκανε το σημείον του σταυρού στο μέρος που
έπασχε, την άφησε να φύγει λέγοντας της: Πήγαινε και θα σε θεραπεύσει ο Θεός,
γιατί ο Λογγίνος σε τίποτα δεν μπορεί να σε ωφελήσει.
Έφυγε η γυναίκα, αφού πίστεψε στον
λόγο του και θεραπεύτηκε αμέσως. Μετά από αυτά, αφού διηγήθηκε σε κάποιους την
υπόθεση και ανέφερε τα χαρακτηριστικά του γέροντα, διαπίστωσε ότι αυτός ο ίδιος
ήταν ο αββάς Λογγίνος.
8. Άλλοτε πάλι πήγε σ’ αυτόν κάποιος με σκοπό να τον
συναντήσει. Και πήρε το κουκούλι του γέροντα και καθώς πήγε σε κάποιον που
έπασχε από δαιμόνιο, μόλις ακούμπησε την πόρτα για να μπει, έβγαλε κραυγή ο
δαιμονισμένος λέγοντας: Τι μου έφερες εδώ τον Λογγίνο για να με διώξει; Και
αμέσως, την ίδια στιγμή, βγήκε το δαιμόνιο απ’ αυτόν.
9.
Έλεγε ο αββάς
Σισόης ότι όταν ήμουν στη Σκήτη με τον αγώνα Μακάριο, πήγαμε να θερίσουμε μαζί
του εφτά άτομα. Και να μία χήρα, σταχομαζώχτρα, στεκόταν πίσω μας και έκλαιγε
χωρίς να σταματά. Στο μεταξύ φώναξε ο γέροντας στο Νοικοκύρη του χωραφιού και
του είπε: Τι τέλος πάντων έχει αυτή η γριά και συνεχώς κλαίει;
Ο άντρας είχε την παρακαταθήκη
κάποιου και μετά ξαφνικά πέθανε και δεν είπε που την έβαλε. Και θέλει ο κάτοχος
της παρακαταθήκης να πάρει αυτή και τα παιδιά της για δούλους.
Και του είπε ο γέροντας: Πες της να
έρθει σε μας εκεί που αναπαυόμαστε, όταν έχει καύσωνα. Και όταν πήγε γυναίκα,
της λέει ο γέροντας: Γιατί κλαις έτσι πάντοτε; Και η απάντησή της ήταν ότι
πέθανε ο άντρας της, αφού πήρε την παρακαταθήκη κάποιου, και πεθαίνοντας δεν
είπε που την έβαλε. Έλα δείξε μου που τον έθαψες, της είπε ο γέροντας. Και
βγήκε έξω μαζί της, παίρνοντας και τους αδελφούς. Και όταν πήγαν στο τάφο, της
είπε ο γέροντας: Γύρισε πίσω στο σπίτι σου.
Αφού προσευχήθηκαν αυτοί, φώναξε ο
γέροντας στον νεκρό έτσι: Ε, ο τάδε, που έβαλες την ξένη παρακαταθήκη; Κι
εκείνος απαντώντας είπε: Είναι στο σπίτι μου, κάτω από το πόδι του κρεβατιού.
Και του είπε ο γέροντας: Κοιμήσου πάλι, ως την ημέρα της Αναστάσεως. Οι αδελφοί
από το φόβο τους έπεσαν στα πόδια του. Τότε ο γέροντας τους είπε: Δεν έγινε
αυτό για μένα, γιατί εγώ δεν είμαι τίποτα, αλλά για τη χήρα και τα ορφανά έκανε
ο Θεός το θαύμα. Το σημαντικό είναι τούτο: ότι ο Θεός θέλει τη ψυχή αναμάρτητη
και τότε ότι και αν ζητήσει, το έχει.
Επιστρέφοντας είπε στη χήρα που
βρίσκεται η παρακαταθήκη κι η χήρα την πήρε και την έδωσε στον κάτοχό της και
ελευθέρωσε τα παιδιά της. Κι όσοι άκουσαν δόξασαν το Θεό.
10.
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι καθώς πήρε τον ανηφορικό δρόμο
απ’ τη Σκήτη κρατώντας ζεμπίλια, κουράστηκε και κάθισε κάπου να ξεκουραστεί και
είπε τα εξής λόγια: Θεέ μου, Συ ξέρεις πως δεν αντέχω άλλο. Και αμέσως βρέθηκε
στις όχθες του ποταμού, κοντά στον τόπο για τον οποίο πήγαινε.
11.
Κάποιος στην Αίγυπτο είχε ένα γιο παράλυτο και τον έφερε
στο κελί του αββά Μακαρίου. Τον άφησε κοντά στην πόρτα να κλαίει και έφυγε
μακριά. Σαν έσκυψε ο γέροντας και είδε το παιδί να κλαίει, του είπε: Ποιος σ’
έφερε εδώ; Ο πατέρας μου - απάντησε εκείνο - μ’ έριξε εδώ κάτω και έφυγε. Τότε
του είπε ο γέροντας: Σήκω να τον προλάβεις. Και αμέσως θεραπεύτηκε, σηκώθηκε
και έφτασε τον πατέρα του και έτσι γύρισαν στο σπίτι τους.
12.
Διηγήθηκαν οι πατέρες ότι κάποιος γέροντας ήταν
πνευματικός πατέρας κοινοβίου. Και συνέβη από ακηδία ο διακοσμητής του να φύγει
από το μοναστήρι και να πάει σε άλλο τόπο. Ο γέροντας του σχεδόν όλο αυτό το
χρονικό διάστημα πήγαινε στον διακομιστή του και τον παρακαλούσε να γυρίσει
πίσω. Αλλά εκείνος δεν ήθελε. Ο γέροντας όμως συνέχιζε αυτή την τακτική για
τρία χρόνια, ώσπου πείστηκε ο διακονητής του και γύρισε πίσω.
Σαν γύρισε του έδωσε μετά ο γέροντας
εντολή να βγει έξω και να μαζέψει χόρτα για
σκούπες. Και πράγματι, όταν βγήκε για αυτή τη δουλειά ο διακονητής, από
σατανική ενέργεια, έχασε το μάτι του. Τότε ο γέροντας βαθιά λυπημένος άρχισε να
τον συμβουλεύει καθώς εκείνος πονούσε, οπότε του λέει ο δικονητής. Εγώ φταίω,
γιατί το έπαθα για τις ταλαιπωρείς τις οποίες σε υπέβαλα.
Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα
σταμάτησε ο πόνος, αλλά του έμεινε η αναπηρία. Του δίνει πάλι ο γέροντας εντολή
να βγει έξω από το μοναστήρι και να κόψει φύλλα βαΐων. Πάλι, λοιπόν, πάνω στη
δουλειά από πειρασμό διαβολικό, πετάχτηκε ένα κλωναράκι και χάνει και το άλλο
του μάτι. Γυρίζει λοιπόν στο μοναστήρι και μένει στην ησυχία του χωρίς να εργάζεται
πλέον καθόλου.
Και ο αββάς πάλι στεναχωριόταν. Και
όταν έρθει η ώρα να φύγει από τον κόσμο αυτόν, του έγινε γνωστό εκ των προτέρων
και ειδοποιεί να’ ρθουν όλοι οι αδελφοί και τους λέει: Είναι κοντά η ώρα μου,
προσέχετε τους εαυτούς σας. Και ο καθένας άρχισε να λέει: Σε ποιον μας αφήνεις
αββά; Ο γέροντας όμως σιωπούσε. Στέλνει και καλεί τον τυφλό μόνο του. Και του
ανακοινώνει για το θάνατο του. Ο τυφλός δάκρυσε λέγοντας: Σε ποιον αφήνεις
εμένα τον τυφλό; Ο γέροντας του λέει: Ευχήσου να βρω παρρησία στο Θεό και
ελπίζω ότι την Κυριακή θα κάνεις εσύ τη σύναξη.
Και μόλις κοιμήθηκε ο γέροντας,
ύστερα από λίγες μέρες, ξαναβρήκε το φως του ο διακονητής κι έγινε γέροντας του
κοινοβίου.
13.
Κάποιος από τους γέροντες έστειλε τον μαθητή του να πάρει
νερό. Το πηγάδι ήταν μακριά από το κελί τους και ο μαθητής ξέχασε να πάρει το
σχοινί. Όταν πια έφτασε στο πηγάδι διαπίστωσε ότι δεν το είχε πάρει μαζί του.
Τότε, αφού έκανε μία ευχή φώναξε: Λάκκε, λάκκε! Είπε ο αββάς μου να γεμίσεις το
σταμνί νερό.
Και αμέσως ανέβηκε το νερό επάνω και
αφού γέμισε ο αδελφός το σταμνί, ξαναγύρισε το νερό στην προηγούμενη στάθμη
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου