Gold Cross

Κατηγορίες Θεμάτων

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ 2017

Translate

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

20. ΠΕΡΙ ΕΝΑΡΕΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

 


1.               Διηγούνταν για τον αββά Σισόη ότι την ώρα του θανάτου του, ενώ κάθονταν ολόγυρά του οι  πατέρες το πρόσωπο του έλαμψε σαν τον ήλιο. Και τους λέει: Να ήρθε ο αββάς Αντώνιος. Ύστερα από λίγο λέει: Nα ήρθε η χωρία των προφητών. Πάλι το πρόσωπό του έλαμψε περίσσια. Είπε: Να ήρθε ο χορός των Αποστόλων. Και έγινε δύο φορές λαμπρότερο το πρόσωπό του και φαινόταν σαν να μιλούσε ο ίδιος με κάποιους.

Οι γέροντες τον παρακάλεσαν: Με ποιον μιλάς πάτερ; Να - είπε εκείνος - άγγελοι ήρθαν να με πάρουν και παρακαλώ να παραμείνω για να μετανοήσω λίγο. Του λένε τότε οι γέροντες: Πάτερ δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσεις. Κι ο γέροντας τους είπε: Αλήθεια λέω, δεν βλέπω στον εαυτό μου να έχω βάλει αρχή. Kαι κατάλαβαν όλοι ότι έφτασε στην τελειότητα.

Tο πρόσωπο του έλαμψε πάλι όπως ο ήλιος και όλοι φοβήθηκαν. Τους λέει: Βλέπετε ο Κύριος ήρθε και λέει: Φέρτε σε μένα το σκεύος της ερήμου. Αμέσως παρέδωσε το πνεύμα και φάνηκε σαν να άστραψε, και όλο το κελί γέμισε με ευωδία.

 

2.               Ένας γέροντας είπε: Υπήρχε κάποιος γέροντας που ζούσε ως ασκητής στην έρημο υπηρετώντας για πολλά χρόνια τον Θεό. Και έλεγε: Κύριε, πληροφόρησε με αν έχω ευαρεστήσει σε Σένα. Και βλέπει έναν Άγγελο να του λέει: Δεν έγινες ακόμη σαν τον μανάβη που ζει στον τάδε τόπο. Ο γέροντας απόρησε και είπε από μέσα του, θα πάω στην πόλη να τον γνωρίσω, τι είναι άραγε αυτό που έκανε ώστε να ξεπεράσει την εργασία και τον κόπο μου τόσων χρόνων.

Ανέβηκε και ήρθε στον τόπο που πληροφορήθηκε από τον Άγγελο. Βρήκε τον άνθρωπο να κάθεται και να πουλάει κηπουρικά. Κάθισε κοντά του την υπόλοιπη μέρα. Όταν ο άνθρωπος τελείωσε τη δουλειά του, του λέει ο γέροντας: Αδελφέ, μπορείς να με φιλοξενήσεις στο σπίτι σου αυτή τη νύχτα; Γεμάτος χαρά τον δέχτηκε. Όταν ανέβηκε στο σπίτι και ο άνθρωπος ετοίμασε τα σχετικά με τη φιλοξενία του γέροντα, του λέει ο γέροντας: Δείξε αγάπη αδελφέ και φανέρωσε μου τον τρόπο της ζωής σου. Επειδή ο άνθρωπος δεν ήθελε να μιλήσει, ο γέροντας επέμενε πολύ ώρα παρακαλώντας τον.

Τελικά υποχώρησε ο άνθρωπος και είπε: Μια φορά μόνο τρώω όλο-όλο, το βράδυ. Και όταν βλέπω τα έσοδα μου το βράδυ, παίρνω μόνο τα απαραίτητα για τη συντήρηση μου. Το υπόλοιπο το δίνω σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Και αν φιλοξενήσω κάποιους δούλους του Θεού, γι’ αυτούς το ξοδεύω. Το πρωί μόλις σηκωθώ, πριν καθίσω στο εργόχειρο μου λέω ότι, η πόλη αυτή από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο μπαίνουν στην βασιλεία του Θεού, για τις αρετές τους, ενώ εγώ μόνο κληρονόμο την κόλαση για τις αμαρτίες μου. Το βράδυ πάλι λέω το ίδιο πριν κοιμηθώ. Όταν τα άκουσε αυτά ο γέροντας σκέφτηκε: Καλή βέβαια είναι η εργασία αυτή, αλλά όχι και άξια να ξεπερνάει τους κόπους που έκανα τόσα χρόνια.

Ενώ ήταν η ώρα να φάνε, ο γέροντας άκουσε κάποιους να τραγουδάνε στον δρόμο - το σπίτι του λαχανοπώλη βρισκόταν σε κεντρικό μέρος. Του λέει ο γέροντας: Αδελφέ, αφού θέλεις με τόση ακρίβεια να ζήσεις σύμφωνα με το τι θέλει ο Θεός, πώς μπορείς και μένεις σε αυτό τον τόπο; Τώρα δεν ταράζεσαι, όταν ακούς αυτά τα τραγούδια; Του λέει ο άνθρωπος: Αββά σου λέω ότι, ουδέποτε ταράχτηκα ή σκανδαλίσθηκα. Σαν τ’ άκουσε αυτό ο γέροντας ρώτησε: Τι σκέφτεσαι μέσα στην καρδιά σου, όταν τ’ ακούς αυτά; Απάντησε: Συλλογίζομαι ότι όλοι πηγαίνουν στη βασιλεία του Θεού.

Στα λόγια αυτά θαύμασε ο γέροντας και είπε: Αυτή είναι η εργασία που ξεπέρασε τον τόσων χρόνων κόπο μου. Έβαλε μετάνοια και είπε: Συγχώρεσέ με, αδελφέ. Δεν έφτασα ακόμη σε αυτό το μέτρο. Kαι χωρίς να καθίσει για φαγητό, έφυγε πάλι για την έρημο.

 

3.               Κάποιος γέροντας διηγήθηκε την εξής ιστορία: Κάποτε μου φάνηκε καλό να μπω στη βαθύτερη έρημο περνώντας την όαση, όπου ζει η φυλή των Μαζικών και να ερευνήσω μήπως κάπου βρω κάποιον φτωχό που να υπηρετεί τον Θεό. Πήρα λοιπόν λίγα παξιμάδια και νερό για τέσσερις μέρες και άρχισα την πορεία. Όταν πέρασαν οι 4 μέρες και ξοδεύτηκαν οι τροφές προβληματιζόμουν τι θα κάνω. Βρήκα όμως κουράγιο και παρακίνησα τον εαυτό μου και οδοιπόρησα άλλες τέσσερις μέρες, μένοντας νηστικός. Καθώς όμως το σώμα δεν άντεχε άλλο την πίεση της ασιτίας και του κόπου της οδοιπορίας λιποθύμησα. Ήμουν λοιπόν πεσμένος καταγής.

Ξαφνικά ήρθε κάποιος και άγγιξε με το δάχτυλο τα χείλη μου, έτσι όπως ο γιατρός που μόλις και εγγίζει με το εργαλείο τα μάτια. Αμέσως δυνάμωσα, ώστε να μου φαίνεται πως ούτε είχα διανύσει απόσταση ούτε πεινούσα. Μόλις αντιλήφθηκα αυτή τη δύναμη πάνω μου, σηκώθηκα και περπατούσα στην έρημο. Αφού πέρασαν άλλες τέσσερις μέρες, πάλι ένιωσα αδυναμία και άπλωσα τα χέρια στον ουρανό. Και να, εμφανίστηκε ο άντρας που με είχε δυναμώσει την προηγούμενη φορά. Πάλι με το δάχτυλο του, ακούμπησε τα χείλη μου και με στερέωσε.

Πέρασαν 17 μέρες. Έπειτα από αυτές βρίσκω ένα καλύβι και νερό και φοίνικα και ένα άνδρα να στέκεται, που τα μαλλιά από το κεφάλι του ήταν ένδυμά του. Τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα κι εκείνος φοβερός στην όψη. Μόλις με είδε στάθηκε για προσευχή. Όταν είπε και το Αμήν κατάλαβε ότι είμαι άνθρωπος. Με κράτησε από το χέρι και με ρωτούσε: Πως έφτασες εδώ; και αν όλα τα του κόσμου βρίσκονται ακόμη στη θέση τους και αν οι διωγμοί ακόμη συνεχίζουν. Εγώ του είπα: Για σας που δουλεύετε αληθινά στον Δεσπότη Χριστό περνώ μέσα από αυτήν την έρημο. Ο διωγμός με τη Χάρη του Χριστού, έχει σταματήσει. Πες μου και εσύ όμως, πως έχεις έρθει εδώ. Άρχισε με κλάματα να λέει: Ήμουν επίσκοπος και όταν έγινε διωγμός με υπέβαλαν σε πολλές τιμωρίες αλλά δεν μπόρεσα να υποφέρω τις κακοποιήσεις και έκανα θυσία σε βωμό. Μόλις όμως συνήλθα και κατάλαβα την ανομία μου, έριξα τον εαυτό μου να πεθάνει σ’ αυτή την έρημο. Έτσι είμαι εδώ 49 χρόνια, ομολογώντας την αμαρτία μου και παρακαλώντας το Θεό μήπως και μου τη συγχωρήσει. Την τροφή μου την έδωσε ο Κύριος από αυτή την φοινικιά, αλλά την παρηγοριά για τη συγχώρεση δεν την είχα πάρει 48 χρόνια. Τη χρονιά όμως αυτή παρηγορήθηκα.

Ενώ τα έλεγε αυτά ξαφνικά σηκώθηκε και τρεχάτος στάθηκε έξω σε προσευχή για πολλές ώρες. Μόλις τελείωσε την προσευχή, γύρισε σε μένα. Πρόσεξα το πρόσωπό του. Έμεινα κατάπληκτος. Δείλιασα. Ήταν όλος σαν φωτιά. Μου λέει: Μη φοβάσαι, εξάλλου ο Κύριος σε έστειλε για να κηδέψεις στο σώμα μου. Με τα λόγια αυτά αμέσως άπλωσε τα χέρια και τα πόδια. Ήταν το τέλος του.

Έλυσα το πανωφόρι μου, το μισό το άφησα για μένα και με το άλλο μισό περιτύλιξα το άγιο σώμα του και το έκρυψα στη γη. Μόλις το έθαψα, αμέσως ο φοίνικας ξεράθηκε και το καλύβι έπεσε. Εγώ έκλαψα πολύ, παρακαλώντας το Θεό μήπως μου δώσει τον φοίνικα και περάσω τη ζωή μου την υπόλοιπη σε εκείνο τον τρόπο. Επειδή όμως αυτό δεν έγινε, είπα στον εαυτό μου ότι δεν είναι θέλημα Θεού. Έκανα προσευχή και κίνησα πάλι γρήγορα για την κατοικημένη περιοχή. Και να, ο άνθρωπος που μου είχε αγγίξει τα χείλη ήρθε και με ενίσχυσε. Έτσι μπόρεσα να έρθω στους αδελφούς. Τους τα οδηγήθηκα όλα και τους παρακαλούσα να μην απελπίζονται από τον εαυτό τους αλλά με την υπομονή να βρίσκουν τον Θεό.





Δεν υπάρχουν σχόλια: