Ρωμαίους (12, 6 – 14)
«…Ἀδελφοί,
ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν
αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν
γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς;
ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; τίς στρατεύεται
ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τὶς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ
τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον
ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; ἐν γὰρ τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ
φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; ἢ δι’ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι’ ἡμᾶς
γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ’ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος
αὐτοῦ μετέχειν ἐπ’ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς
ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς;
ἀλλ’ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα
δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ...».
ΑΝΑΛΥΣΗ
Ανάμεσα στις κατηγορίες που προσήγαγαν εναντίον του απ. Παύλου, ήταν και
η αμφισβήτηση του αποστολικού του αξιώματος, γιατί σ’ αντίθεση με τους άλλους
αποστόλους, δεν έκανε χρήση των δικαιωμάτων του αποστόλου, να κάνει χρήση πόρων
που ανήκαν στους κόλπους της Εκκλησίας, που θα μπορούσε και ο ίδιος να
χρησιμοποιήσει βιοποριστικά.
Ο απόστολος το έκανε για να μην
επιβαρύνει κανένα, και να μην υπάρξει κανένα εμπόδιο που θα επιβραδύνει, θα
κωλυσιεργήσει και θα προκαλέσει εμπόδια στην διδασκαλία εξάπλωσης του αγίου
Ευαγγελίου. Οι επικριτές του όμως το ερμήνευσαν πως ο απ. Παύλος δεν ένιωθε
ισάξιος των αποστόλων για να μπορεί να χαίρει αυτής της βοηθείας.
Όλα τα επιχειρήματα που παραθέτει ο απόστολος στην παρούσα επιστολή σκοπό
έχουν ν’ ανασκευάσουν τις κατηγορίες που του εκτόξευαν οι εναντίον του
«ανακριτές».
===========================================================
«...Ἀδελφοί,
ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν
αὕτη ἐστί...». στιχ. 2-3
Ο Παύλος ως «αληθής» απόστολος
του Ιησού Χριστού έχει βαθιά συνείδηση και επίγνωση της αποστολικής του
ιδιότητας. Για να το αποδείξει αυτό προσκομίζει δύο αδιαμφισβήτητες αποδείξεις.
1η
απόδειξη: όπως όλοι οι απόστολοι έτσι και αυτός είδε τον αναστάντα Χριστό.
2η
απόδειξη: το ίδιο του το έργο. Η ίδρυση και η συγκρότηση της εκκλησίας της
Κορίνθου, που οι χριστιανοί της Κορίνθου δεν μπορούσαν ν’ αμφισβητήσουν.
«...Μὴ
οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν;…» στιχ. 4
Εξουσία εδώ σημαίνει δικαίωμα, δυνατότητα που απορρέει από την ιδιότητα
του αποστόλου. Εδώ επίσης ο απόστολος μιλάει στον πληθυντικό γιατί προφανώς δεν
αναφέρεται μόνο στον εαυτό του αλλά και στους συνεργούς του, οι οποίοι είχαν
συνεργαστεί μαζί του στην ίδρυση τα Εκκλησίας της Κορίνθου.
Εδώ ο απόστολος χρησιμοποιώντας
αυτήν την ρητορική ερώτηση θέλει να τους δείξει πως παρόλο που μπορούσε κατά το
νόμο του Δεσπότη Χριστού να λαμβάνει την τροφή από τους μαθητές του, αντί αυτού
προτίμησε να το εξασφαλίζει δια τους κόπους του τα απαραίτητα και αυτό για την
πνευματική ωφέλεια των μαθητών.
«...Μὴ
οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα
περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς;...».
στιχ. 5
Εδώ ο απόστολος επονομάζει κάποια από τα δικαιώματα των αποστόλων για να
τους καταστήσει σαφές, πως δεν έκανε χρήση αυτών του των δικαιωμάτων. Εδώ
αξίζει ν’ αναφέρουμε την αναφορά της «…αδελφής γυναίκας…» που σύμφωνα με
αρχαίους ερμηνευτές, δεν ήταν άλλη από μια ομόπιστη χριστιανή, με ψηλό ζήλο και
αγωνιστικό φρόνημα, που βοηθούσαν τους αποστόλους στις εκάστοτε περιοδείες
τους.
«…ἢ
μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι;…» στιχ. 6
Εδώ ο απόστολος κάνει χρήση και του στενού του συνεργάτη Βαρνάβα, ενός
από του στενούς του συνεργάτες, και γνωστό στον Κορινθιακό λαό, που ακολούθησε
την ίδια τακτική με τον απόστολο Παύλο.
«…τίς
στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τὶς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ
οὐκ ἐσθίει;…» στιχ. 7
Στο παρών στίχο ο απόστολος με μια σειρά παραδειγμάτων επιχειρεί ν’
αποδείξει πόσο φυσικό είναι για ένα απόστολο να τρέφεται από εκείνους που
υπηρετεί.
To 1ον
παράδειγμα, που δίνει, είναι του στρατιώτη. Όπως κανένας δεν παίρνει μέρος σε
μια εκστρατεία με δικά του έξοδα, έτσι και ο εργάτης του Ευαγγελίου δικαιούται
να λαμβάνει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του από το αποστολικό έργο που
ασκεί.
Το 2ον παράδειγμα είναι
με τον αμπελουργό. Όπως ο αμπελουργός που φυτεύει και καλλιεργεί ένα αμπέλι
δικαιούται να τρώει εκ του καρπού αυτού, έτσι και οι απόστολοι του Θεού, έχουν
το δικαίωμα να συντηρούνται από την Εκκλησία που διακονούν.
Το 3ον παράδειγμα είναι αυτό του ποιμένος. Όπως ο βοσκός που
μοχθεί μέρα και νύχτα κοντά στα πρόβατά του, τρώει «εκ του γάλακτος της
ποίμνης», έτσι και εργάτης του Ευαγγελίου, δικαιούται να λαμβάνει τ’ αναγκαία
για τη ζωή του από τους χριστιανούς που διδάσκει και διαποιμαίνει.
«…Μὴ
κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει;…» στιχ. 8
Τα όσα λέει ο απόστολος δεν εμπεριέχονται μόνο στην ανθρώπινη πείρα του,
αλλά και περιλαμβάνονται μέσα στο μωσαϊκό νόμο, έτσι ώστε να μην υπάρξει
οιανδήποτε αντίρρηση. Κατόπιν προχωρεί και στην παρουσίαση επιχειρημάτων από την
Αγία Γραφή.
«…ἐν γὰρ
τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ;…»
στιχ. 9
«…μὴ τῶν
βοῶν μέλει τῷ Θεῷ;…» Με το ερώτημα αυτό ο Παύλος δεν αρνείται την πρόνοια
του δημιουργού Θεού για ολόκληρη τη δημιουργία, αλλά υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη
διάταξη αφορά τους ανθρώπους και όχι τα ζώα. Ο Θεός με άλλα λόγια ενδιαφέρεται
και για τα ζώα, όχι όμως στο βαθμό για να νομοθετήσει γι’ αυτό.
«…ἢ δι’ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ’ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν
ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ’ ἐλπίδι…» στιχ. (10)
Μόνο ο λογικός άνθρωπος μπορεί να
υπολογίζει σε ανταμοιβή των κόπων που καταβάλλει. Ο γεωργός οφείλει να οργώνει
τη γη του με την ελπίδα ότι θα απολαύσει τους καρπούς των κόπων του. Αυτός που
αλωνίζει με την προσδοκία του καρπού, οφείλει να μετέχει και ν’ απολαμβάνει τον
καρπό που ήλπιζε να πάρει από τον αγρό του.
«…Εἰ ἡμεῖς
ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν;…» στιχ.
(11)
Ο Παύλος έσπειρε στις ψυχές των Κορινθίων, «τα πνευματικά» δηλ. περί
θεογνωσίας, δογμάτων και αρετών. Δεν δικαιούταν και αυτός να απολαύσει τους
καρπούς των κόπων του;
Μήπως θα ήταν «μέγα» δηλ. κακό, αμαρτία, αντί για τα πνευματικά που
έσπειρε, να θερίσει τα σαρκικά, να λαμβάνει δηλ. τα αναγκαία για τις βιοτικές
του ανάγκες, στοιχείο υποδεέστερο ακόμα του καρπού που έσπειρε, απλά ο
απόστολος το επισημαίνει για να τους καταστήσει σαφέστερο, το λάθος εις το
οποίο υπέπεσαν οι χριστιανοί της Κορίνθου.
«…εἰ ἄλλοι
τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ’ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ
ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ…»
στιχ. (12)
Οι «άλλοι» που προσδιορίζει εδώ ο απόστολος, δεν είμαστε σε θέση να
γνωρίζουμε. Ίσως να εννοούσε ψευδείς αποστόλους που συμπεριφέρονταν εξουσιαστικά
και εκμεταλλεύονταν τους χριστιανούς. Αλλά συνεχίζει «…οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ
ταύτῃ…», δηλ δεν έκανα ποτέ χρήση της αυτής εξουσίας, αλλά «…στέγομεν…»
τονίζει ο απόστολος, δηλ. υπομένουμε, καρτερούμε κάθε είδους δυσκολία, χωρίς να
επιφέρουν σ’ οιονδήποτε καμία επιβάρυνση, για να μην παρεμποδίσουν την εξάπλωση
του Ευαγγελίου του Χριστού.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως όλοι οι
άνθρωποι έτσι και οι εργάτες του Ευαγγελίου, έχουν υλικές ανάγκες, όπως τροφή,
ενδυμασία, κατοικία, ανάπαυση. Και επειδή είναι πλήρως αφοσιωμένοι στην
εξάπλωση του ευαγγελίου του Θεού, αδυνατούν να ασκήσουν κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα,
έτσι η Εκκλησία που υπηρετούν, καθώς και οι χριστιανοί που την απαρτίζουν,
πρέπει να τους αγκαλιάσουν και να υπηρετήσουν κι αυτή με τη σειρά της τους
διακόνους του Θεού.
Ασχέτως που κάποιοι
από τους αποστόλους δεν δύναται να δεχθούν τις υπηρεσίες των γύρω τους, όχι
γιατί δεν καταδέχονται αλλά για να μην τους είναι βάρος, εμείς πρέπει να
αγκαλιάσουμε με πατρική αγάπη, τους πνευματικούς αυτούς διδασκάλους, και να
προσπαθήσουμε να απαλύνουμε σε κάποιο βαθμό το δύσκολο και επίπονο έργο τους.
Πρέπει ως
χριστιανοί να προσφέρουμε την αγάπη μας και το σεβασμό μας στους εκάστοτε
ποιμένες μας, σαν διάδοχοι της αποστολικής παρακαταθήκης, να τους ακολουθούμε
με εμπιστοσύνη και να τους υπακούσουμε με προθυμία.
Από αυτούς θα
λάβουμε και λαμβάνουμε τα πνευματικά, την ουράνια τροφή του θείου λόγου, τη
χάρη των αγίων μυστηρίων, τη θεόσοφη χειραγωγία στην εν Χριστώ ζωή. Αυτοί μας
δίνουν την αιώνια και ατελεύτητη πνευματική τροφή, μας δίνουν την ίδια τη ζωή.
Πάνω σ’ αυτήν τη ΜΕΓΑ προσφορά προς εμάς ας τους ανταποδώσουμε τουλάχιστον με
το ελάχιστο, που είναι η υλική και πρόσκαιρη φροντίδα. Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου