Α’ Κορινθίους (4, 9-16)
«…Ἀδελφοί,
ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν
τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι
ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. Ἄχρι
τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν
καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι
ἀνεχόμεθα, δυσφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν,
πάντων περίψημα, ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ
νουθετῶ. Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾽ οὐ πολλοὺς πατέρας, ἐν
γὰρ Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς,
μιμηταί μου γίνεσθε...».
ΑΝΑΛΥΣΗ
Το έργο
της διαδόσεως του Ευαγγελίου, υπήρξε ανέκαθεν έργο αφάνταστα βαρύ και επίμοχθο.
Οι απόστολοι ως «πρόβατα εν μέσω λύκων» Ματθ. (10,16), χρειάστηκε να κοπιάσουν
πολύ και να δοκιμάσουν αναρίθμητους για να μεταδώσουν το χαρμόσυνο μήνυμα της
εν Χριστώ σωτηρίας στους ανθρώπους.
Η περιγραφή της
ζωής των αποστόλων που κάνει ο απόστολος δεν αναφέρεται τυχαία, αλλά
συσχετίζεται με τα προβλήματα και τις αντιλήψεις των χριστιανών της εκκλησίας
της Κορίνθου. Το πιο μεγάλο πρόβλημα ήταν η διαίρεση των Κορινθίων σε διάφορες
μερίδες, συγκρίσεις και φυσίωση του ενός έναντι του άλλου ανάλογα με την
παράταξη στην οποία ανήκαν. Η φυσίωση ορισμένων συνοδευόταν και από πολλή
αυτάρκεια και αυταρέσκεια. Έτσι ο Παύλος αναγκάζεται να τους ειρωνευθεί και στη
συνέχεια να περιγράψει τη ζωή των Αποστόλων, τα δεινά και τους τόσους
εξευτελισμούς που δοκίμαζαν για χάρη του Ευαγγελίου.
===========================================================
«...Ἀδελφοί,
ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν
τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις...». στιχ. 9
Στο στίχο αυτό ο Παύλος παραθέτει την αποστολική του
εμπειρία, την αίσθηση της ατίμωσης και την επικείμενη απειλή του θανάτου. Οι
απόστολοι έμοιαζαν με κατάδικους σε θάνατο που εμφανίζονται στο στάδιο και
γίνονται θέαμα ενώπιον των πάντων, των αγγέλων και των ανθρώπων.
Οι απόστολοι καθημερινά πεθαίνουν πάνω στο
χρέος τους και καθημερινά ανασταίνονται μέσα στην χάρη του Θεού. Ο αληθινός και γνήσιος
ποιμένας είναι το θέατρο και το θέαμα ουρανού και κόσμου. Από το δε ουρανό
θαυμάζεται και από το δε κόσμο χλευάζεται.
Το έργο των αποστόλων είναι μια πραγματική συμμετοχή και κοινωνία στα
παθήματα του Χριστού.
«...Ἡμεῖς
μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί·
ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι…» στιχ. 10
Εδώ ο Παύλος χρησιμοποιώντας μια καλή ειρωνεία συνυφασμένη με πόνο και
πίκρα, χαρακτηρίζει τους Κορινθίους «…ἰσχυρούς…», «…ἔνδοξους…», «…φρόνιμους…», ενώ ονομάζει
τους αποστόλους «…μωρούς…» «…ἀσθενεῖς…», «…ἄτιμους…».
Με τους πρώτους χαρακτηρισμούς ελέγχει την αυτάρκεια και την φιλαυτία των
Κορινθίων, ενώ με τους δεύτερους χαρακτηρισμούς υπογραμμίζει 3 έκδηλα σημεία
της ζωής των αποστόλων. Το κήρυγμά τους θεωρείτο μωρία και έτσι αυτοί
επακολούθηση θεωρούνταν μωροί, αλλά και οι διωγμοί που δέχονταν και η
καταφρόνια που δέχονταν μπροστά στα μάτια του κόσμου, θεωρείτο από μερικούς ως
σημάδι αδυναμίας.
«...Ἄχρι
τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν...».
στιχ. 11
Η αποστολική ζωή έχει ως κύριο
γνώρισμα την κακοπάθεια για χάρη του Ευαγγελίου. Η πείνα, η δίψα, η γύμνια, η
κακομεταχείριση από τους άλλους, η μετακίνηση από τόπο σε τόπο, όλα αυτά που
αναφέρει ο απόστολος συνθέτουν την κακοπάθεια με την οποία έζησαν. Η ζωή τους
δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η μίμηση του παραδείγματος και η ενσάρκωση της
διδαχής που τους είχε παραδώσει ο ίδιος ο Κύριος. Και όπως μας λέει και ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής «…αυτή εστίν η οδός της
κατά Χριστόν φιλοσοφίας, και ο μη ταύτη οδεύων, ου συναυλίζεται αυτώ…».
«…καὶ
κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα,
δυσφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα,
ἕως ἄρτι…» στιχ. 12-13
Τα όσα εδώ αναφέρει ο απόστολος, προσδιορίζουν τη στάση των αποστόλων
απέναντι των άλλων. Οι απόστολοι ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου, στις
ύβρεις αντέτασσαν τον καλό λόγο και την προσευχή, στις καταδιώξεις έδειχναν
ανοχή και στις συκοφαντίες αποκρίνονταν με καλοσύνη. Στις 3 αυτές περιπτώσεις
που αποτελούν εκφράσεις ηρωικού στοιχείου και μαρτυρικού σθένους, πρέπει να
διέπουν τον κάθε χριστιανό ανεξαιρέτως.
«…Οὐκ
ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. Ἐὰν γὰρ μυρίους
παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾽ οὐ πολλοὺς πατέρας, ἐν γὰρ Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διὰ
τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα…» στιχ. 14-15
Όλα τα παραπάνω λόγια του είναι λόγια σκληρά και πονεμένα. Στον παρόν
στίχο ο τόνος του λόγου του αλλάζει και έχει την ανάγκη να εξηγήσει και να
δικαιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο τους έγραφε. Ως πνευματικός πατέρας του πρέπει να τους μιλήσει με τόνο αυστηρό για να
νοήσουν το ατόπημά τους. Ως πατέρας που πονεί τα παιδιά του όταν πέσουν μπροστά
στις δοκιμασίες της ζωής, έτσι κι αυτός πονεί και επειδή πονεί πρέπει να τα
σώσει και ας τους μιλήσει αυστηρά. Η αφύπνιση και η ενσυνείδητη των παιδιών του
επείγει με κάθε κόστος.
Δεν θέλει να τους ντροπιάσει αλλά να τους
συμβουλέψει. Τα κίνητρά του είναι αγνά και καθαρά. Κινείται πάντοτε από αγάπη
και στοργή και στοργή και αποβλέπει στη διόρθωση και την πρόοδο των παιδιών
του.
«…Παρακαλῶ
οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε…» στιχ. 16
Η σχέση πατέρα και παιδιών στο τέλος εκπηγάζει ως ικεσία, αίτηση,
προτροπή προς τους Κορινθίους, τα δικά του παιδιά ν’ ακολουθήσουν το δικό του
παράδειγμα, να γίνουν μιμητές του Σωτήρος Ιησού Χριστού.
Προβάλλοντας ο Παύλος τον εαυτό του ως παράδειγμα για μίμηση, θέλει απλά
να δείξει στου Κορινθίους πως ο νέος τρόπος ζωής, δεν είναι ακατόρθωτος, αφού
και ο ίδιος είναι άνθρωπος όμοιος με εκείνους, και το έχει κατορθώσει.
Ευαγγελική διδαχή χωρίς ευαγγελικό βίο είναι προσπάθεια που δεν
τελεσφορεί. Όσοι διακονούν το Ευαγγέλιο οφείλουν να ζουν με τέτοια προσοχή και
ακρίβεια, ώστε ο βίος τους ν’ αποτελεί πρότυπο για μίμηση από εκείνους τους οποίους
διδάσκουν. Έχουν χρέος να προπορεύονται στον δρόμο που οδηγεί στους ουρανούς
και να μην περιορίζονται απλά στο να τον δείχνουν στους άλλους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Εκκλησία μας
ονομάζεται αποστολική και εκφωνείται και στο Σύμβολο της Πίστεως «…εις μια αγίαν και αποστολική εκκλησία,
ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών…», γιατί θεμελιώθηκε πάνω στο
κήρυγμα των αποστόλων. Η πίστη μας χαρακτηρίζεται αποστολική, διότι είναι η μια
πίστη των Αποστόλων. Το έργο της Εκκλησίας λέγεται αποστολικό επειδή αποτελεί
συνέχεια του έργου και τους κηρύγματος των Αποστόλων. Εμπνέεται από τον
αποστολικό ζήλο και αποσκοπεί στην εξάπλωση της βασιλείας του Θεού και την
σωτηρία όλων των ανθρώπων. Η ζωή μας τέλος είναι αποστολική, δηλ. αντανάκλασης,
μίμησης και έκφρασης της ζωής των αποστόλων.
Αυτό ακριβώς
συνιστά και ο απόστολος προς τους Κορινθίους, να γίνουν μιμητές του, και αυτή η
προτροπή δεν περιλαμβάνει μόνο τους χριστιανούς της Κορίνθου. Η προτροπή αυτή
έχει καθολικό και υπέρχρονο χαρακτήρα και απευθύνεται σε όλους. Μας καλεί να
ακολουθήσουμε τα ίχνη των αποστόλων, να εγκολπωθούμε το φρόνημά τους. Να
μιμηθούμε τη ζωή τους. Είναι η μια και αληθινή ζωή του Χριστού μας, η οποία στα
πρόσωπα των αποστόλων μας παραδίδεται στην πιο γνήσια και ηρωική της έκφραση. Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου