Γαλ. (1, 11 - 19)
«…Ἀδελφοί,
γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾽ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον·
οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾽ ἀποκαλύψεως
᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ, ὅτι
καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον
ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς
ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ
κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν
ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ
αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον
εἰς ᾽Αραβίαν, καὶ πάλιν ἐπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ τρία ἔτη ἀνῆλθον εἰς
῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε. Ἕτερον
δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον, εἰ μὴ ᾽Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου...».
ΑΝΑΛΥΣΗ
Ανάμεσα στις πολλές
Εκκλησίες που ίδρυσε ο απόστολος Παύλος στη Μικρά Ασία, υπήρξαν και οι Εκκλησίες
της Γαλατίας. Η παρούσα επιστολή έχει χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι απευθύνεται
σε μια ομάδα Εκκλησιών της Γαλατίας, ενώ οι άλλες επιστολές απευθύνονται σε μια
συγκεκριμένη Εκκλησία, ή σε ένα συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο.
Η
αφορμή που ανάγκασε τον Παύλο να αποστείλει την επιστολή του, ήταν οι Ιουδαΐζοντες
ψευδοδιδάσκαλοι, οι οποίοι μετά την αναχώρηση του Παύλου εισχώρησαν στις
νεοσύστατες Εκκλησίες και με τα όσα δίδασκαν προκαλούσαν ταραχές και σκάνδαλα
μεταξύ των πιστών. Πίστευαν πως για την εν Χριστώ σωτηρία προϋπόθεση αποτελούσε
και η τήρηση των διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου και έπρεπε οι χριστιανοί που
προέρχονταν από τις τάξεις των εθνικών να τις τηρούν με ακρίβεια.
Για ν’ ανασκευάσει
ο απόστολος τις πλάνες αυτές, που όπως φαίνεται είχαν επηρεάσει πολλούς
χριστιανούς της Γαλατίας, γράφει από την Έφεσο την παρούσα επιστολή,
προασπιζόμενος τόσο τη θεία προέλευση του Ευαγγελίου που κήρυττε, όσο και της
κλήσης και της θείας αποστολής την οποία έχει αναλάβει ως «απόστολος των
εθνών».
«...Ἀδελφοί,
γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾽ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον·
οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾽ ἀποκαλύψεως
᾽Ιησοῦ Χριστοῦ...». στιχ. 11-12
Το πρώτο που θέλει να γνωστοποιήσει ο απόστολος στους Γαλάτες, είναι η
προέλευση του ευαγγελικού του κηρύγματος.
Ο Παύλος κατηγορείτο πως το Ευαγγέλιο που κήρυττε ήταν ανθρώπινης
προέλευσης, μιας και δεν ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μαθητής του Κυρίου.
Με την επιστολή αυτή θέλει να καταστήσει σαφές πως το Ευαγγέλιο του δεν
είναι ανθρώπινης προέλευσης και έμπνευσης αλλά η διδασκαλία του είναι
αποτέλεσμα της αποκάλυψης του Χριστού, κατά τρόπο άμεσο και θαυμαστό. Κλήθηκε
από Εκείνον στο έργο του κηρύγματος και με θαυμαστές αποκαλύψεις μυσταγωγήθηκε
στη γνώση του Ευαγγελίου.
«...Ηκούσατε
γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς
συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου
παραδόσεων…» στιχ. 13-14
Ο Παύλος στο στίχο αυτό αναγκάζεται να υπενθυμίσει στους Γαλάτες μερικές
πτυχές της προσωπικής του ζωής και κυρίως της θαυμαστής μεταστροφής του. Τα
περιστατικά αυτά δεν ήταν άγνωστα στους Γαλάτες. Επαναλαμβάνοντάς τα θέλει να
καταστήσει σαφές τη δυναμική παρέμβαση του Θεού, που τον μετέβαλε ριζικά. Ο
φανατικός Ιουδαίος και διώκτης των χριστιανών, με πλούσια γνώση του μωσαϊκού
νόμου, έχει μεταβληθεί εντελώς αιφνίδια σε διαπρύσιο κήρυκα του Χριστιανισμού
και ακατάβλητο εργάτη της Εκκλησίας.
«...Ὅτε
δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος
αὐτοῦ...». στιχ. 15
Τίποτα στον κόσμο δεν συμβαίνει τυχαία επομένως τίποτε δεν εξηγείται μόνο
φυσικά και ανθρώπινα. Ο Παύλος πιστεύει ακλόνητα ότι ο Θεός τον είχε εκλέξει
από την κοιλιά της μάνας του και τον κάλεσε δια της Χάριτος Του.
Το αιφνίδιο της μεταβολής, το βάθος και ο τρόπος με τον οποίο
πραγματοποιήθηκε, είναι μοναδικά.
«…ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι
αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι…» στιχ. 16
Η εκλογή του Παύλου ολοκληρώνεται με την αποκάλυψη του Υιού του Θεού που
πραγματοποιείται μέσα του. Η αποκάλυψη αυτή έγινε βαθιά μέσα στο «είναι» του
Παύλου, «…εν εμοί…». Όπως για τον
Παύλο, έτσι και για τον καθένα μας, η γνώση του Θεού δεν μπορεί να είναι
εξωτερική και συμβατική, αλλά μια συγκλονιστική εμπειρία της ζωντανής παρουσίας του Χριστού στα βάθη της
καρδιάς. Χαρακτηριστικά είναι άλλωστε και τα λόγια του Χριστού που το
καταδεικνύουν πως ο Παύλος ήταν σκεύος εκλογής «…πορεύου,
ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ
βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ·…».
Η κλήση του Πάυλου είναι γεγονός και η αποκάλυψη του Θεού σ’ αυτόν
πραγματικότητα. Γνωρίζει εκ πείρας τον αληθινό Θεό και ξέρει ποια είναι η
αποστολή του. Για το λόγο αυτό δεν έχει ανάγκη να προσφύγει σε ανθρώπους
αναζητώντας συμβουλές και οδηγίες. Με την υπογράμμιση αυτή ο απόστολος θέλει να
καταδείξει πως η κλήση του στο αποστολικό έργο δεν είναι προϊόν ανθρώπινης
καθοδήγησης, αλλά θαυμαστής θεϊκής χειραγωγίας.
«…οὐδὲ
ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾽Αραβίαν,
καὶ πάλιν ἐπέστρεψα εἰς Δαμασκόν…» στιχ. 17
Αυτό που ο Παύλος τόνισε στον προηγούμενο στίχο, το καθιστά τώρα απόλυτα
σαφές. Αφού τονίζει την αυτοτέλεια της αποστολής του (ἀπῆλθον εις Αραβίαν και
επέστρεψα), διασαφηνίζει ακόμα πως δεν δέχθηκε και ανθρώπινες συμβουλές (εφόσον
δεν κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα να συναντηθεί με τους άλλους αποστόλους).
Ο Παύλος καλεσμένος και διδαγμένος από τον ίδιο το Θεό, δεν είχε ανάγκη
ούτε ν’ αναγνωρισθεί ως απόστολος ούτε να διδαχθεί από τους πρώτους αποστόλους
του Κυρίου.
«…Επειτα μετὰ τρία ἔτη ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα
πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε…» στιχ. 18
«…Ἕτερον
δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον, εἰ μὴ ᾽Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου…» στιχ. (19)
Στο τελευταίο στίχο μας επιβεβαιώνει επίσης ότι κανένα άλλο απόστολο δεν
είδε πλην τον αδελφόθεο Ιάκωβο, απλά για να μας καταστήσει σαφές, πως η
επίσκεψή του δεν ήταν η συνάντηση με τους αποστόλους και η ανταλλαγή οιανδήποτε
οδηγιών και απόψεων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είκοσι ολόκληροι
αιώνες έχουν κυλήσει από τότε. Ο χρόνος που παρήλθε, απέδειξε περίτρανα ότι το
κήρυγμα του Παύλου, «…ουκ έστι κατ’ άνθρωπον…». Είναι το ένα, το
αιώνιο Ευαγγέλιο του Χριστού, το Ευαγγέλιο που και εμείς γνωρίσαμε δια των
κόπων και των αγώνων της μεγάλης αυτής ψυχής του Παύλου.
Εμείς ως χριστιανοί
οφείλουμε να είμαστε βεβαιωμένοι, ότι το Ευαγγέλιο που μας παρέδωσαν ο
Απόστολοι, δεν είναι ανθρώπινης προέλευσης και έμπνευσης αλλά θείας. Δεν είναι
εφεύρημα του ανθρώπινου νου, φιλοσοφική αναζήτηση ή στοχασμός, αλλά αποκάλυψη
του ιδίου του Θεού προς τον άνθρωπο. Είναι το Ευαγγέλιο που παραλάβαμε και πάνω
σ’ αυτό στεκόμαστε και προχωράμε, αποτελόντας τον ΚΑΝΟΝΑ ΒΙΟΥ κάθε χριστιανού. Είναι
το Ευαγγέλιο με το οποίο γίνεται οδός ζωής και δύναται να σωθούμε! Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου