Συχνά πυκνά αναρωτιέμαι ποιά πρέπει
να ’ναι η στάση της ευχής,
ώστε ο εχθρός μου πια να τρέπει, εις
άτακτη φυγή
Ποιά πρέπει να ’ναι Θεέ μου η θέση
του αγώνα,
ώστε να ταπεινωθώ και ν’ αντικρίζω
τη θεία Σου εικόνα;
Πως πρέπει γλυκύτατε Χριστέ μου να
προσεύχομαι,
και αλλότρια και εγκόσμια πράγματα,
να μην στοχάζομαι;
Θέλω να είμαι σε συνεχή κοινωνία
μαζί Σου,
και να αισθάνομαι ολημερίς την
Πατρική στοργή Σου
«…Δίδαξόν με Κύριε οδόν, εν η
πορεύσομαι…»
και στα δύσκολα δείξε μου πως ν’
αντεπεξέρχομαι
Μα να, με πλησιάζει ο «εχθρός» με
όπλα ισχυρά,
παίρνω μάχη και ’γω, με γόνατα
σκληρά
Προσπαθεί με μένος και με μίσος να
μου κάμψει τη θερμή,[1]
αλλά τα γόνατα βαθιά στη γη, με κρατούν
στην προσευχή
Θόρυβοι υπόκωφοι πέριξ του δωματίου,
αργά πυκνά αντηχούν,
μπας και τις δεήσεις μου ανακόψουν,
που στο Θεό μου απηχούν
Ταλανίζομαι συνεχώς, να σταματήσω
την ευχή,
τα γόνατα να πάρω από το χώμα, που
μου δίνουνε ισχύ
Πως θα κάνω την ευχή αμετέωρη, φιλάνθρωπε
Χριστέ μου,
ώστε στης πολιορκίας την πλάνη, να
μην ενδώσω Θεέ μου;
Το σώμα ολοένα γέρνει επί της γης,
στο ύψος των γονάτων,
και η προσευχή αντηχεί πιο δυνατά,
στους ήχους των πνευμάτων
Το σώμα μαθαίνει τώρα να πάλλεται,
στο ρυθμό της προσευχής,
και η δέηση στον Κύριο περισσότερο υψώνεται,
όσο παραμένω γονυπετής
Τα γόνατα που σκληραίνουν πάνω στο
χώμα, βοηθούν την ταπείνωση ν’ ανθίσει
και αντικρούουν τον κακό λογισμό,
που πάει ύπουλα να διεισδύσει.
Και σαν θερμάνει η καρδία, από της γονυκλισίας
πια τον πόνο,
αλλάζει και ο τόνος της ευχής, σαν
να έχει σταματήσει πια ο χρόνος
Σταματώ πλέον να προσεύχομαι για τα
δικά μου αμαρτήματα,
και ζητώ άφεση αμαρτιών, από των
φθονούντων με κτυπήματα.
Ζητώ το φωτισμό αυτών που χάσανε, το
δρόμο της Αληθείας,
και την εναρμόνιση του βίου τους, εις
ζωή χρηστοηθείας
Προσεύχομαι για τα παιδιά των
φαναριών και της φτωχολογιάς,
να τους δώσει ο Πανάγαθος παλάτια
ουράνια, ατέρμονης χαράς
Προσεύχομαι για τα παιδιά των
ναρκωτικών και κάθε ασθενούς,
εις ίαση ψυχής και σώματος, σε χριστιανούς
αληθινούς.
Προσεύχομαι για κάθε άνθρωπο επί
γης, χριστιανό και μη,
να γίνουμε όλοι ένα σώμα, εις
πνευματική οικοδομή.
Τι ομορφιά, τι ανείπωτη χαρά, που
σου παρέχει η ευχή,
πόσο αγάλλεται και η ειρηνεύει του ανθρώπου
η ψυχή.
Θέλω να μείνω πιο πολύ, στη θέση του
αγώνα,
μέτοχος και εγώ να είμαι, στου
Νυμφίου τον αρραβώνα.
Θέλω να γεύομαι απερίσπαστα, τις δωρεές του
Αγίου Πνεύματος,
και να ψάλλω ρυθμικά εις δόξα του
αγίου Σου ονόματος.
Θέλω να μάθω ν’ αγαπώ, όπως Εσύ μ’
αγαπάς,
και αληθινός εργάτης Σου να γίνω, στη
γη της ξενιτιάς
Πέφτω λοιπόν και πάλιν στα γόνατα γλυκύτατε
Χριστέ μου,
δώσε μου το τίτλο του δούλου Σου, παντοδύναμε
Θεέ μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου