Α’ Κορ. (1, 10 – 17)
«…Ἀδελφοί,
παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε
πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ
αὐτῇ γνώμῃ. Ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν
ὑμῖν εἰσι. Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει΄ ᾽Εγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ ᾽Απολλώ,
ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν,
ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον
καὶ Γάϊον, ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν
Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με
Χριστὸς βαπτίζειν ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ
σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ...».
ΑΝΑΛΥΣΗ
Για την
Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, δεν υπάρχει πιο πολύτιμο πράγμα από την ενότητα
και την ομοφροσύνη. Δηλαδή οι χριστιανοί τα μέλη της να είναι ενωμένοι και να
έχουν το ίδιο πνεύμα και την ίδια γνώμη. Αντιθέτως δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό
από τις διαιρέσεις και τα σχίσματα, οι χριστιανοί δηλαδή να διαιρούνται, να
χωρίζονται σε παρατάξεις και έτσι να διασπούν την πνευματική ενότητα.
Στο σημαντικό αυτό ζήτημα
της ενότητας της Εκκλησίας αναφέρεται και το παρόν αποστολικό ανάγνωσμα. Αφορμή
για ν’ αναφερθεί στο θέμα αυτό ο απόστολος, ήταν ότι οι χριστιανοί της
νεοσύστατης Εκκλησίας της Κορίνθου, είχαν διασπαστεί μεταξύ τους και είχαν
σχηματίσει διάφορα κόμματα, θεωρώντας αρχηγό τους άλλοι τον Απολλώ, άλλοι τον
Παύλο και άλλοι τον Κηφά.
===========================================================
«...Ἀδελφοί,
παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε
πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ
αὐτῇ γνώμῃ...». στιχ. 10
Ο Παύλος επειδή θα μιλήσει για ένα μείζων θέμα, επικαλείται το όνομα του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, για να κατευνάσει την αντιπαλότητα που ξεκίνησε να
υφίσταται μεταξύ των χριστιανών της Κορίνθου.
Οι Κορίνθιοι που δια του ονόματος του Χριστού, έλαβαν την προσαγωγή τους
στην πίστη, αντί να επιδεικνύουν προσήλωση σ’ αυτό, επιδείκνυαν προσκόλληση σε
ονόματα ανθρώπων. Μ’ αυτόν τον τρόπο «ύβρισαν» και «αδίκησαν» κατά το
Χρυσόστομο τ’ όνομα του Χριστού.
Οι χριστιανοί της Κορίνθου όφειλαν να είναι ΟΛΟΙ σύμφωνοι, να ομολογούν
την ίδια πίστη. Να ‘ναι σύμφωνοι και «εν τω νοῒ» και «εν τη γνώμη».
Δηλαδή να έχουν το ίδιο φρόνημα, στην κατανόηση της ευαγγελικής πίστεως,
αλλά και στην έκφραση αυτού του κοινού φρονήματος. Πολλοί και τώρα
είμαστε «ενωμένοι» κατά το «τω νοῒ» αλλά «εν τη γνώμη» είμαστε
χωρισμένοι.
«...Ἐδηλώθη
γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι…» στιχ. 11
Εδώ ο απόστολος χωρίς να προσωποποιεί αυτούς που του έδωσαν την
πληροφορία, ώστε να προκαλέσει περισσότερο κακό και ίντριγκα αναμεταξύ τους,
τους αναφέρει πως από κάποιους ανθρώπους της Χλόης έφθασε στ’ αυτιά του για το
σχίσμα που ξεκίνησε να δημιουργείται. Η Χλόη που αναφέρει εδώ ο απόστολος είναι
άγνωστη σ’ εμάς, αλλά ήταν γνωστή στις τότε τάξεις των Κορινθίων.
«...Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει΄ ᾽Εγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ ᾽Απολλώ,
ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ...». στιχ. 12
Ο απόστολος με την έκφραση «…λέγω δὲ τοῦτο…», θέλει να τονίσει και να επιστήσει
την προσοχή του ακροατηρίου του στα όσα αμέσως θα επισημάνει.
Οι χριστιανικές παρατάξεις που είχαν σχηματιστεί στην Κόρινθο ήταν τέσσερεις.
- του Παύλου (ο Παύλος θέτει
πρώτο τον εαυτό του, για να τον τοποθετήσει στην κατώτερη θέση. Αναφέρει
πρώτο το όνομά του για να το αποδοκιμάσει πρώτο).
- του Απολλώ (άνδρας με
φλογερή πίστη, βαθιά γνώστης των Γραφών με σπάνιο ρητορικό χάρισμα)
- του Πέτρου (Κηφά)
- του Χριστού (και αυτοί
αμάρταναν διότι τοποθετούσαν σε ίση μοίρα το Δεσπότη Χριστό, με τους
δούλους Του αποστόλους)
«…Μεμέρισται
ὁ Χριστός; Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν, ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;…»
στιχ. 13
Η απαράδεκτη στάση των
χριστιανών της Κορίνθου αναγκάζει τον Παύλο να απευθύνει το αμείλικτο ερώτημα «…μεμέρισται
ὁ Χριστός;…» δηλ. κομματιάστηκε ο Χριστός; Ή σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία,
ο Χριστός μοίρασε την Εκκλησία Του; Άλλο μέρος έλαβε ο Ίδιος και άλλο μέρος
έδωσε στους ανθρώπους;
«…Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν, ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;…» δηλ. Μήπως ο Παύλος
σταυρώθηκε για σας ή μήπως στο όνομα του Παύλου βαπτισθήκατε;
Ο Παύλος μ’ αυτά τα ερωτήματα
επιδιώκει ν’ αφυπνίσει τους Κορινθίους, ώστε να συνειδητοποιήσουν τη βαρύτητα
του ολισθήματός τους.
Ο σταυρός του Χριστού συνιστά
την αδιαφιλονίκητη απόδειξη της φιλανθρωπίας του Θεού και αποτελεί την καρδιά
της εν Χριστώ σωτηρίας. Και εφόσον ο Χριστός σταυρώθηκε για τη σωτηρία μας,
ανήκουμε αποκλειστικά και μόνο στο Χριστό και σε κανένα άλλο.
Ως χριστιανοί δεν πρέπει να
λησμονούμε ότι ο Χριστός είναι ο ΜΟΝΟΣ λυτρωτής και σωτήρας μας. Εκείνος
σταυρώθηκε για μας, Εκείνος μας αναγέννησε μέσω του αγίου βαπτίσματος. Οι
πνευματικοί ποιμένες και διδάσκαλοι, όσο μεγάλη και αν υπήρξε η συμβολή τους,
στην προσαγωγή μας στην πίστη, είναι απλά τα όργανα του Θεού. Η υπακοή και η ολοκληρωτική
αφοσίωση την οφείλουμε στο Χριστό.
«…Εὐχαριστῶ
ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν
ὄνομα ἐβάπτισα…» στιχ. 14-15
Ο Παύλος απευθυνόμενος κατά
τρόπον τινά στη μερίδα του, ευχαριστεί το Θεό, διότι προνόησε να μη βαπτίσει
αυτοπροσώπως κανένα από τους Κορινθίους παρά ελάχιστα πρόσωπα, ώστε να μη λένε
πολλοί ότι βάπτισε πολλούς και να συγκροτηθεί γύρω από απ’ αυτόν κύκλος μαθητών
επονομάζοντας τον διδάσκαλο και καθηγητή.
Εδώ επ’ ουδενί ο Παύλος δεν
υποτιμά το βάπτισμα, αλλά επιδιώκει να κατανοήσουν οι Κορίνθιοι ότι δεν θα
έπρεπε να περηφανεύονται με αφορμή το πρόσωπο που τους έχει βαπτίσει.
«…Ἐβάπτισα
δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα…» στιχ. 16
Ο απόστολος επονομάζει τους 3
εκείνους άνδρες εκείνους που βάπτισε ( αριθμός μικρός ) για να ταπεινώσει
πρώτον τον εαυτό του αλλά και τους οπαδούς του και να τους επιστήσει την
προσοχή, ότι σημασία δεν έχουν οι αριθμοί αλλά η εκδήλωση της αγάπης στο
πρόσωπο του Χριστού.
«…Οὐ
γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα
μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ…» στιχ. (17)
Εδώ ο λόγος του αποστόλου
δεν εμπεριέχει καμιά υποτίμηση για το έργο του βαπτίσματος σε σύγκριση μ’ αυτό
του ευαγγελισμού, αλλά ιεραρχεί τα δυο λειτουργήματα εν σχέση με την προσωπική
αποστολή και ευθύνη που του έχει ανατεθεί, που ήταν το έργο της κήρυξης του
αγίου Ευαγγελίου.
Κατά το Ζιγαβηνό, το έργο της
κήρυξης του αγίου Ευαγγελίου, είναι έργο ανδρός γενναίου, φερεπόνου, έτοιμο
προς θάνατο, το δε βάπτισμα είναι μέγιστο, όχι όμως μεγαλύτερο.
Κάθε εκκλησιαστικό λειτούργημα έχει τη θέση του και την αξία του. Εμείς οφείλουμε
να τιμούμε ανεξαιρέτου λειτουργήματος, αυτούς που τα επωμίστηκαν, και τα ασκούν
με ζήλο και αυταπάρνηση. Ωστόσο τα λειτουργήματα διακρίνονται μεταξύ τους, άλλα
είναι σπουδαιότερα και άλλα λιγότερο σπουδαία. Εμείς οφείλουμε να σεβόμαστε και
να αναγνωρίζουμε τα λειτουργήματα αυτά και να τιμούμε τον ζήλο και την
αυταπάρνηση αυτών που τα επιδεικνύουν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όσο πολύτιμο
πράγμα είναι η ενότητα της Εκκλησίας και η ομοφροσύνη των χριστιανών, τόσο
δύσκολα διασφαλίζεται.
Για να επιτύχουμε
πρέπει να κατορθώσουμε αυτό που συνιστά ο απόστολος Παύλος, «…να είμαστε
ενωμένοι με το ίδιο πνεύμα και την ίδια γνώμη…»!
Με την ανύσταχτη πνευματική
φροντίδα, να εντρυφούμε τους λόγους του Ευαγγελίου. Να μην ξεχνούμε ότι κάθε
καλό έργο που ποιούμε το ποιούμε εις δόξα Θεού, και στο πρόσωπο Αυτού,
ενώνονται οι πάντες. Αλλιώς αν προβάλλουμε τους εαυτούς μας στην προσπάθεια της
συνένωση στην αγία Αυτού Εκκλησία, τότε προκαλείται διαίρεση και διχασμός των
πιστών. Αντίθετα η προσήλωση στη μια πίστη και το κοινό φρόνημα της Εκκλησίας
μας συνενώνει.
Η ενότητα των χριστιανών εξασφαλίζεται με την υπακοή μας στον Κύριο και την Εκκλησία Του. Ως χριστιανοί δεν έχουμε εθελοθρησκεία (θρησκεία κατά δοκούν), αλλά ΜΙΑ ΠΙΣΤΗ και ΕΝΑ ΒΑΠΤΙΣΜΑ. Επομένως δεν λέμε αλλά μήτε κάνουμε και ότι θέλουμε. Ακολουθούμε εκ καρδίας αυτά που μας ορίζει η αγία του Χριστού Εκκλησία και προάγει την εκκλησιαστική ενότητα και σφυρηλατεί ανάμεσά μας την ομοφροσύνη. Γένοιτο.