Α. Υπάρχουν άνθρωποι που λατρεύουν τη φύση ανωφελώς. Εμείς
την αντιμετωπίζουμε με πνευματικό τρόπο. Παράδειγμα, η ωραιότητα της φύσης του
δίνει ερέθισμα για πνευματική δραστηριοποίηση και αναγωγή προς το Θεό. Τη σκιά
του δένδρου τη βλέπει σαν τόπο κατάλληλο για προσευχή και όχι για ανάπαυση του
σώματος. Πίνει το νερό από την πηγή και τα χείλη του ψελλίζουν τι «Δόξα σοι, ο
Θεός». Το κελάηδημα των πουλιών τον παροτρύνει να συνεχίσει την ευχή. Βλέπει
δηλ. τα αισθητά με πνευματικά, «ως εικόνας των αοράτων».
Οι φυσιολάτρες και οι ζωόφιλοι δεν
έχουν καμιά σχέση με τους πνευματικούς ανθρώπους. Αυτοί λατρεύουν τη φύση και
αγνοούν το Δημιουργό. Κάποτε γίνονται προκλητικοί με την υπερβολική τους φροντίδα
για τα ζώα για τα οποία ξοδεύουν πολλά χρήματα, ενώ μένουν ασυγκίνητοι από τη
φτώχεια και τη δυστυχία των συνανθρώπων τους. Επειδή δεν έχουν επιτρέψει να τους
επισκεφθεί η Χάρης του Θεού, δεν μπορούν να χαρούν τη φύση γνησίως και
θεοφιλώς.
Οι άγιοι, να κόψεις φύλο ή ένα κτύπημα στο χορτάρι, το θεωρούσαν ενέργεια βάναυση, δεν είναι αμαρτία, προκαλεί όμως οίκτο, γιατί η καρδιά που έμαθε να αγαπάει λυπάται όλη την κτίση. Οι άγιοι δεν συγκινούνται πολύ από το κάλλος του ορατού κόσμου. Ο νους τους είναι στραμμένος στην καρδιά και απασχολείται με την αδιάλειπτη προσευχή. Σε ώρες διαλειμμάτων προσέχουν και την ωραιότητα της φύσης και θαυμάζουν το μεγαλείο της δημιουργίας, γεγονός που γίνεται αφορμή για θεωρία της θείας δόξης και της εκ νέου στροφής της καρδιάς προς το Θεό.
Β. Εμείς οι αδύνατοι άνθρωποι είμαστε απόλυτοι στις κρίσεις μας,
γι’ αυτό στεναχωρούμαστε οι ίδιοι και στενοχωρούμε και τους άλλους.
Γ. Η πνευματική δίψα οδηγεί στην καταφρόνηση των υλικών και
γήινων πραγμάτων. Το ενδιαφέρον έχει στραφεί προς το Θεό. Ο άνθρωπος έχει
ανάγκη όμως και τα υλικά αγαθά, φροντίζει για την απόκτησή τους, αλλά δεν
επιτρέπει να δεθεί η καρδιά του μ’ αυτά.
Δ. Η 1η πνευματική εμπειρία, είναι όταν
καλλιεργούμε την ταπείνωση, αυτή απογεννά το πένθος και το πένθος με τη σειρά
του αυξάνει την ταπείνωση.
Ε. Όπως το παιδάκι που δεν γνωρίζει το αλφάβητο, είναι
αδύνατο να διαβάσει, έτσι και οι πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν τα
πνευματικά, γιατί δεν έμαθαν το αλφάβητο της πνευματικής ζωής.
ΣΤ. Η ησυχία και η σιωπή είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας! Οι
συζητήσεις και οι πολυλογίες προκαλούν ακηδία!
Ζ. Ο άνθρωπος που φλέγεται από την αγάπη του Θεού, εξωτερικά
το σώμα του είναι σαν καθρέπτης, δείχνει την εσωτερική λαμπρότητα της ψυχής.
Ξεχνάει πολλές φορές και το φαγητό. Είναι εξαγνισμένος από τα πάθη και τις τροφές
δεν του προξενούν καμιά ευχαρίστηση, γιατί τον τρέφει μυστικά το ουράνιο πυρ, όπως
ποτίζουν μυστικά τις ρίζες των φυτών οι υπόγειες φλέβες του νερού.
Η. «…Είδες τον αδελφό σου, είδες τον Κύριον και Θεόν σου…».
Θ. Όταν μελετούμε, να φροντίζουμε να είμαστε ήρεμοι σε όλα,
να ελευθερωθούμε από την υπερβολική βιοτική μέριμνα και από την ταραχή που
δημιουργούν στη ψυχή μας τα διάφορα πράγματα της ζωής. Τότε μόνο θα μπορέσουμε
ν’ απολαύσουμε στη ψυχή μας μια γλυκύτατη γεύση, που θα οφείλεται στην πνευματική ηδονή της κατανόησης των αναγιγνωσκομένων.
Ι. Για το φιλόθεο άνθρωπο η πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση είναι
η πνευματική. Όλες οι άλλες είναι δευτερευούσης σημασίας και μάταιες. Η κατά
Θεό ασκούμενη ψυχή γνωρίζει ότι η αρχή της αποστασίας είναι η ανορεξία λόγου,
όταν δηλ. δεν θέλει ν’ ακούσει λόγο του Θεού ή τον ακούει βαρύθυμα και χωρίς
ενδιαφέρον.
Κ. Η νοσταλγία του παραδείσου δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε.
Ο αγώνας φουντώνει τη νοσταλγία αλλά και η νοσταλγία ενισχύει τον αγώνα.
Λ. Όλοι δημιουργηθήκαμε από το Θεό αγαθοί, διότι «εκ φύσεως
ουδείς εγένετο πονηρός». Η μεταβολή προέρχεται από την προαίρεση του ανθρώπου,
την ελεύθερη βούλησή του. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα των δύο ληστών
παρά του Κυρίου στο σταυρό. Και οι δύο είχαν κάνει πανομοιότυπα κακά στη ζωή τους,
που ήταν γεμάτη ανομία και πάθη. Ο ένας πάραυτα εξακολουθούσε να έχει κακή
προαίρεση καθώς λέει στο Χριστό «ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς». Ο
δε δεύτερος, πιστεύει στο Χριστό, ελπίζει ότι ο Χριστός θα τον σώσει και λέει: «
Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Και οι δυο είχαν το ίδιο
αμαρτωλό παρελθόν, δεν είχαν όμως το ίδιο τέλος. Ο ένας πεθαίνει με λίθινη
καρδιά και πηγαίνει στην κόλαση, ο δε δεύτερος, με κατάνυξη και μετάνοια
πηγαίνει στον παράδεισο.
Μ. Ο Μέγας Αντώνιος έλεγε πως ΛΟΓΙΚΟΣ δεν είναι αυτός που
έμαθε τους λόγους και τα βιβλία των σοφών, αλλά εκείνος που διακρίνει ποιο
είναι το καλό και ποιο το κακό, που αποφεύγει τα ψυχοβλαβή και πράττει τα
ψυχωφελή, ευχαριστώντας το Θεό.
Ν. Τα μάτια είναι το λυχνάρι του σώματος ενώ ο νους είναι
το μάτι της ψυχής.
Ξ. Υπάρχουν δύο πνευματικοί δρόμοι, που καταλήγουν στο ίδιο
ποθούμενο. Ο ένας είναι ο δρόμος της θλίψης και των δακρύων. Ο άλλος είναι της ευχαριστίας
και της χαράς. Ο φιλάνθρωπος Θεός μας δείχνει τους δρόμους αυτούς για να
διαλέξουμε αυτόν που μας ταιριάζει. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου