1.
Η ενοχή
τακτοποιείται, όχι απλώς με το να κάνει κανείς μία ενέργεια να πάει να
εξομολογηθεί. Η ένοχη τακτοποιείται αφού ζήσει κανείς αυτήν την ενοχή, «…Θεέ
μου είμαι ένοχος, τελείωσε!...» και αφού ταπεινωθεί και μετανοήσει ενώπιον του
Θεού, «…Τέτοια έκανα και ανάλογα περιμένω τώρα…», είναι δηλαδή έτοιμος να
δεχθεί από το Θεό ότι έρθει.
2.
Χρειάζεται ένας
λυτρωτής, χρειάζεται ένα τρίτο πρόσωπο το οποίο θα έρθει και θα σηκώσει αυτό το
βάρος της ενοχής, το οποίο, ο άνθρωπος αυτός που το σπρώχνει μέσα στο υπόγειο
της υπάρξεως του, δεν έχει το κουράγιο να το σηκώσει. Δεν έχει το κουράγιο να
το αναγνωρίσει, να το αποδεχθεί και για αυτό το σπρώχνει εκεί μέσα που το
σπρώχνει. Χρειάζεται λοιπόν, ένα τρίτο πρόσωπο να βρει τον τρόπο να μπει εκεί
μέσα και να πάρει αυτό το βάρος, να το σηκώσει, για να απαλλαγεί έτσι ο
άνθρωπος. Και έρχεται ο Χριστός, ο Υιός
του Θεού, που γίνεται άνθρωπος και μπαίνει μέσα στην κόλαση αυτή της
ανθρωπότητας, μέσα στο υπόγειο αυτό, στο οποίο είναι σπρωγμένες οι ενοχές που
δεν θέλει να αποδεχθεί ο άνθρωπος, και των οποίων δεν αποφασίζει να
αναλάβει το βάρος, καθώς το βάρος είναι τέτοιο, που δεν μπορεί μόνος του να
σηκώσει.
3.
Με το να σπρώξει ο άνθρωπος, το αίσθημα ενοχής στο
βάθος, στο υπόγειο της υπάρξεως του,
και με το να αντιδράσει δια της νευρωτικής καταστάσεως, δημιουργείται σ’ αυτόν ένας κόσμος, με τον οποίον τόσο δένεται τόσο
πολύ ζυμώνεται, που δεν είναι εύκολο να
τον αφήσει. Εάν όμως δεν με αφήσει αυτόν τον κόσμο - εάν δεν ξεκολλήσει και
δεν ξεκόψει και δεν ξεχωρίσει τον εαυτό του από αυτή τη νοοτροπία που έχει, εάν
δεν αλλάξει νοοτροπία, σκέψεις, ιδέες, ορίζοντες, εάν δεν αλλάξει γενικώς αυτή
η ατμόσφαιρα και αυτή η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί μέσα του - δεν
πρόκειται να γίνει τίποτε.
4.
Όταν λοιπόν κάνει
κάνεις μία κακή πράξη και αποφασίσει να πάει στον πνευματικό για να ομολογήσει
αυτή την κακή πράξη, με το να ομολογήσει
απλώς την πράξη, δεν σημαίνει ότι και μετανόησε. Κάθε πράξη που γίνεται από
τον άνθρωπο δημιουργεί και ανάλογη εσωτερική κατάσταση, ανάλογη νοοτροπία,
ανάλογες σκέψεις και ιδέες. Μπορεί να πάω και να απαριθμήσω μία και δυο και
τρεις και δεκαπέντε συγκεκριμένες πράξεις μου, αλλά γενικά όμως η νοοτροπία
μου, η στάση μου έναντι του Θεού, έναντι της αλήθειας, έναντι των εντολών του
Ευαγγελίου δεν αλλάζουν. Αν αυτά δεν αλλάξουν, κατά βάθος δεν μετανόησα και σαν
να μην εξομολογήθηκα. Επομένως δεν
μπορεί να επέλθει θεραπεία, ώστε ο άνθρωπος αυτός να βρει την ειρήνη του, την
ησυχία του, να μπορεί να σταθεί στα πόδια του μέσα στη ζωή, αλλά και να
εισρεύσει μέσα στην ύπαρξη του, η Χάρη του Θεού, το έλεος του Θεού. Να
εισρεύσει αυτή η ενέργεια η θεϊκή, ώστε ο άνθρωπος να έρθει σε κοινωνία με τον
Θεό και να γίνει πραγματικά παιδί του Θεού και όργανο της Χαρίτος Του.
5.
Όταν συγκρούεται
κάνεις με την ηθική συνείδησή του, μετά από την παράβαση μιας εντολής και τη
διάπραξη μιας αμαρτίας, δημιουργείται η ένοχη. Αν ομολογήσει κανείς στο μυστήριο της εξομολογήσεως, την ενοχή,
αναλαμβάνοντας την ευθύνη, τακτοποιείται, αλλιώς η ενοχή εξακολουθεί να μένει.
6.
Στην περίπτωση που
ο άνθρωπος έπιασε τον εαυτόν του ένοχο και αποφασίσει να αναγνωρίσει και να
ομολογήσει την ενοχή του, ενώπιον του εαυτού του και κυρίως ενώπιον του Θεού,
το πράγμα τακτοποιείται. Βέβαια, η ενοχή, το βίωμα δηλαδή που αισθάνεται ο
άνθρωπος μέσα του δεν τακτοποιείται μόνο με το να ομολογήσει κάνεις την αμαρτία
του. Πολλές φορές κανείς, ομολογεί αυτό
το οποίο έκανε, ενώπιον του Θεού ενώπιον των αγίων εικόνων της εκκλησίας ή του
σπιτιού και δεν νιώθει τακτοποιημένος. Δεν φτάνει λοιπόν να ομολογήσει
κάνεις την ενοχή του για να τακτοποιηθεί, πρέπει να έχει και τη βεβαιότητα ότι
η ενοχή συγχωρήθηκε. Οπωσδήποτε από ψυχολογικής απόψεως είναι σπουδαίο
πράγμα να μην κρύψει κάνεις την ενοχή του και να την πει σ’ οποιοδήποτε. Από
χριστιανικής απόψεως όμως δεν αρκεί αυτό το πράγμα. Δεν αρκεί να ομολογήσει
κάνεις αυτήν την ενοχή, αλλά χρειάζεται να πιστέψει ότι η ενοχή αυτή,
τακτοποιείται, συγχωρείται, ότι δεν υπάρχει πια. Και αυτό επιτυγχάνεται στο
μυστήριο της εξομολογήσεως. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις, που πηγαίνει κανείς
στον πνευματικό του και ομολογεί την ενοχή του, όμως δεν φεύγει με την
βεβαιότητα ότι συγχωρήθηκε η ενοχή του, γι’ αυτό πάλι έχει την ανησυχία και τις
τύψεις της συνειδήσεως. Γιατί; Για τον απλούστατο λόγο, ότι δεν συνειδητοποίησε
πλήρως την ενοχή του ή προσπάθησε να δικαιολογήσει, να την καλύψει. Δεν ανέλαβε την ευθύνη της ενοχής. Πήγε πλαγίως στο μυστήριο της
εξομολογήσεως. Όπως λέει ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη: «…Πορευθήκατε ενώπιόν μου πλάγια - δηλαδή δόλια - γι’ αυτό και εγώ θα πορευθώ μαζί σας πλάγια
- δηλαδή με θυμό και αγανάκτηση…». (Λευιτ. (26, 27-28 & 40-41).
7.
Η ασθένεια της
νεύρωσης, αρχίζει από το σημείο εκείνο που ξεχνάει κανείς πλέον ότι είναι
ένοχος. Αρχίζει από το σημείο εκείνο που κανείς παίρνει από αυτό το βίωμα
της ενοχής και το σπρώχνει στο ασυνείδητο και δεν θυμάται πια ότι είναι ένοχος.
Αυτό είναι πολύ σοβαρό και πρέπει πάρα πολύ να το προσέξουμε, διότι καμιά
φορά κανείς δεν είναι καλά και δεν ξέρει γιατί δεν είναι καλά. Και μπορεί να
πάει στον πνευματικό και να μην έχει να πει τίποτα, όπως λέει: «…Δεν έχω τίποτα
άλλο να πω. Αυτά είναι. Δεν έχω τίποτα άλλο!...» Προσπαθεί να θυμηθεί, αλλά δεν
θυμάται τίποτα σοβαρό που να έχει κάνει, και το οποίο να είναι στη συνείδηση
του, αυτή τη στιγμή, ώστε να μπορεί να το ομολογήσει.
8.
Γι’ αυτόν που έχει σχηματίσει την ιδέα για τον
εαυτό του, ότι είναι τέλειος, όχι απλώς είναι
δύσκολο, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο, να μπορέσει να βρει τον εαυτό του και να
ταπεινωθεί και να ομολογήσει τα αμαρτήματα του. Γι’ αυτό διαλέγει το ευκολότερο,
δηλαδή απωθεί στο ασυνείδητο τις ενοχές του.
9.
Αυτός που αληθινά
μετανοεί, έχει τη βασιλεία του Θεού μέσα του, ενώ ο άνθρωπος ο οποίος κρατάει
μέσα του την αμαρτία, λίγο-πολύ έχει κάτι από την κόλαση.
10.
Ο Αδάμ απώθησε την
ενοχή του, αντί να τη φανερώσει, την έκρυψε. Και όταν λέμε ότι απώθησε την
ενοχή του, εννοούμε ότι την έκρυψε από τον Θεό αλλά και από τον εαυτόν του.
Δηλαδή και ο ίδιος, δεν θέλει να τη βλέπει, διότι δεν μπορεί και δεν ανέχεται
να τη βλέπει. Έτσι περίπου έγινε με τον πρωτόπλαστο, ο οποίος ζούσε σε
κατάσταση αναμαρτησίας ας και ξαφνικά βρέθηκε σε κατάσταση αμαρτωλότητος. Και
αντί με την ομολογία της ενοχής και του σφάλματος του και την αίτηση συγγνώμης
να επανορθώσει το όλο κακό που έγινε, εκείνος διαπράττει νέο κακό, δηλαδή
κρύβει την ενοχή του από το Θεό. Εδώ στον Αδάμ, λόγω του ότι κατά ανεπανάληπτο
τρόπο, εισέβαλε αμαρτία μέσα του και προκάλεσε όλη εκείνη τη διαταραχή και την
ανώμαλη εσωτερική κατάσταση, η οποία δημιούργησε αυτό το πλέγμα, βλέπουμε να
εμφανίζεται αυτός ο φόβος, ο μυστηριώδης φόβος.
11.
Το παιδί το
νορμάλ, το φυσιολογικό παιδί, όταν κρύβεται από τη μαμά του, μόλις το βρει η
μαμά του, το πρώτο που έχει να κάνει, είναι να γελάσει με το πάθημά του, να
γελάσει με τον εαυτό του, που είναι μία τακτοποίηση αυτό, ενώπιον της μαμάς
του.
12.
Εμείς διαπράττουμε
αμαρτίες, αλλά ο Αδάμ διέπραξε την αμαρτία, τη μία αυτή αμαρτία, που έκανε και τον
ίδιο αμαρτωλό, αλλά και όλο το ανθρώπινο γένος μέχρι σήμερα. Και ζει έκτοτε το
ανθρώπινο γένος το δράμα αυτό της αμαρτωλότητος.
13.
Η νεύρωση θα περάσει, τότε μόνο, όταν αυτό, το οποίο είναι μέσα στο
υπόγειο της ψυχής ριγμένο, βγει στο φανερό, και αφού βγει στο φανερό,
μετανοήσει ο άνθρωπος για την αμαρτία που το γέννησε και συγχωρεθεί από τον
Θεό.
14.
Οι γιατροί δεν μπορούν να τακτοποιήσουν την ενοχή, διότι δεν
μπορούν να συγχωρήσουν την αμαρτία που τη δημιούργησε. Και όταν μία αμαρτία
δεν συγχωρείται, ή θα απωθηθεί πάλι το βίωμα της ενοχής που αυτή δημιούργησε,
και ο άνθρωπος θα συνεχίσει να είναι νευρωτικός ή θα σκοτώσει κάνεις τη
συνείδησή του και θα ζει ως ένας άνθρωπος που δεν έχει ούτε Θεό ούτε τίποτα.
Η ενοχή λοιπόν δεν
τακτοποιείται απλώς με την συνειδητοποίηση. Η ενοχή τακτοποιείται, όταν συγχωρεθεί η
αμαρτία που τη δημιούργησε.
Και μόνο μέσα στην Εκκλησία συγχωρείται
η αμαρτία. Συγχωρείται ο άνθρωπος και απαλλάσσεται της ενοχής. Συγχωρείται
μόνο με τη χάρη του Θεού, με τη Χάρη του Χριστού, ο οποίος σταυρώθηκε, ακριβώς
για να συγχωρεθεί η αμαρτία του ανθρώπου, και να απαλλαγεί ο άνθρωπος από την
ενοχή της αμαρτίας τόσο πολύ, ωσάν, όπως λένε οι πατέρες, να μην έκανε αμαρτία.
15.
Ο Θεός δεν
θεραπεύει απλώς το τραύμα που δημιουργεί η αμαρτία. Δεν θεραπεύει απλώς την
ψυχή που κάνει αμαρτία, αλλά αναγεννά
εξολοκλήρου τον άνθρωπο και τον καθιστά νέο άνθρωπο.
16.
Οι άγιοι πατέρες
της εκκλησίας μας, όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και άλλοι, λένε ότι, εάν κολασθούμε,
δεν θα κολασθούμε επειδή είμαστε αμαρτωλοί. Θα κολασθούμε, λένε, αν δεν μετανοήσουμε για την αμαρτία μας και δεν
πάμε σε αυτόν να μας γιατρέψει, να μας θεραπεύσει. Εάν δεν καταφύγουμε όχι
στις δικές μας δυνάμεις αλλά στο δικό Του Έλεος, στη δική Του Χάρη, να μας
λυτρώσει. Εάν αυτό δεν γίνει, θα κολασθούμε.
17.
Μόνο εν Χριστό
κάνεις μπορεί να ταπεινωθεί, να συντριβεί και να αποφασίσει να πει: «…Θεέ μου, γυμνός και τετραχηλισμένος
στέκομαι ενώπιόν Σου. Θα με δικάσεις, θα με τιμωρήσεις, θα με κολάσεις; Ότι
θέλεις Θεέ μου. Είμαι το πλάσμα σου και είσαι ο Θεός μου. Έχεις κάθε δικαίωμα
να με κάνεις ότι θέλεις. Δεν κρύβομαι!...». Φυσικά, για να μπορέσει κανείς
να πάρει τέτοια στάση, αυτό
προϋποθέτει εμπιστοσύνη στον Θεό, στην ευσπλαχνία του Θεού.
18.
Ο Κύριος είναι ένας γιατρός που δεν πέφτει ποτέ έξω, ούτε στη διάγνωση του, ούτε στη θεραπευτική του
αγωγή. Δεν υπάρχει, ανά τους αιώνες μέχρι σήμερα, κανένας άρρωστος - ψυχικά,
σωματικά και πνευματικά - ο οποίος κατέφυγε στο Χριστό και ο Χριστός δεν τον
θεράπευσε.
19.
Οι ειδικοί λένε ότι, ο νευρωτικός πάσχει από
έλλειψη αγάπης. Δεν ξέρει αν
υπάρχει αγάπη, δεν έχει ζήσει την αγάπη. Ούτε την ένιωσε ποτέ, ούτε την έδωσε
ποτέ. Ούτε πήρε από κάπου αγάπη, έστω κι αν βλέπει εξωτερικές πράξεις αγάπης
των άλλων ανθρώπων. Κατά βάθος πάσχει από έλλειψη αγάπης. Όχι όμως συνηθισμένης
ανθρώπινης αγάπης, αλλά αγάπης που δημιουργεί το Πνεύμα του Θεού, αγάπης
σωστικής, λυτρωτικής.
20.
Όταν ο πάσχων
έρχεται σε προσωπική επαφή με εκείνον δια του οποίου δύναται να ενεργήσει ο
Χριστός, τότε δύναται να θεραπευθεί από αυτόν. Διότι ο εκπρόσωπος αυτός του
Χριστού δεν θα καταβάλει απλώς προσπάθεια, όπως θα κάνει ο γιατρός, να φέρει
στο φως απωθημένα ψυχικά περιεχόμενα του ασθενούς, και να συνειδητοποιήσει έτσι
ο ασθενής απωθημένα βιώματα, αλλά θα δώσει λύτρωση.
21.
Οι Φαρισαίοι
ρώτησαν κάποια φορά τους αποστόλους: «...διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών;...». Τον Χριστό όλη αυτή η κατάσταση δεν τον έκανε
να ταράσσεται, αλλά κινούσε τη συμπάθεια και την ευσπλαχνία Του.
Όσο λοιπόν πολύ λεπτεπίλεπτα κανείς δεν ανέχεται
τους ενόχους, τόσο περισσότερο στο βάθος είναι ένοχος. Και προδίδουν όλα αυτά όχι απλώς ότι είναι
ένοχος, αλλά ότι έχει απωθημένη ενοχή.
22.
Ο Ασπιώτης, ο
γνωστός ψυχίατρος των Αθηνών, που είναι και πιστός άνθρωπος, κάπου γράφει ότι, ενώ κανείς ζει μέσα στην κόλαση της
ασθένειας του, δεν θέλει να βγει από εκεί, διότι αν βγει από εκεί ή πρέπει
να εξαφανιστεί τελείως - έτσι θα του έρθει - ή να χαθεί τελείως από το είναι,
από την ύπαρξη ή πρέπει να αναγνωρίσει τη ενοχή του. Ούτε το ένα όμως, ούτε το
άλλο θέλουν να κάνει, και για αυτό του αρέσει μία χαρά εκεί στην αρρώστια του,
μολονότι υποφέρει, και απασχολεί όλο τον κόσμο.
23.
Από τη στιγμή
που θα δει κανείς τη δική του ενοχή, την ομολογήσει και δεχθεί τη λυτρωτική
χάρη του Θεού, μετά, όλος ο κόσμος να τα βάλει μαζί του και να είναι ένοχος
απέναντί του, δεν πρόκειται να του αφαιρέσουν τον παράδεισο και τη χαρά, που
δίνει ο Κύριος.
24. Όσο πιο πολύ
αγνοούμε τον εαυτό μας, τόσο περισσότερο δεν μπορούμε να καταλάβουμε και τον
άλλον, για αυτό και τόσο πέφτουμε έξω στις κρίσεις μας. Αντί δηλαδή να δούμε τη
δική του κατάσταση, την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο απέναντί μας,
προβάλλουμε σ’ αυτόν τα δικά μας, τα οποία είναι στο ασυνείδητο και δεν τα
ξέρουμε ότι υπάρχουν. Αυτά όμως βρίσκουν ευκαιρία και βγαίνουν και προβάλλονται
στον άλλον και έτσι βλέπουμε στον άλλον τη δική μας εικόνα. Εμείς βέβαια δεν το
ξέρουμε ότι είναι δική μας εικόνα. Έτσι φορτώνουμε τον άλλο με τα δικά μας
ελαττώματα. Οπότε, πώς θα τον βοηθήσεις, αν δεν μπορείς να τον καταλάβεις και
αν βλέπεις στο πρόσωπό του τον εαυτό σου; Όταν όμως γνωρίζει κανείς τον εαυτό
του, ξέρει ποια είναι τα δυνατά και επικίνδυνα σημεία του εαυτού του και έτσι
μπορεί ευκολότερα να έρθει σε επικοινωνία με τον άλλο.
25.
Ο χριστιανισμός είναι παράδοση, δηλαδή δόσιμο. Ο
ένας δίνει στον άλλο. Εκείνοι που
έφυγαν έδωσαν σ’ εμάς που είμαστε σήμερα, κι εμείς που είμαστε σήμερα θα
δώσουμε στους άλλους που ακολουθούν. Θα δώσουμε ζωντανά πράγματα, βιώματα της
χάριτος, και όχι διδασκαλίες που είναι γραμμένες στα χαρτιά.
26.
Εάν η Χάρη
του Θεού δεν περάσει βαθιά μέσα στην ύπαρξη του χριστιανού, ώστε να τον
αναμορφώσει, τις πιο πολλές φορές δημιουργείται μέσα του ασυνείδητα - συνειδητά
όχι - ένα αίσθημα υπεροχής έναντι των άλλων. Και αυτό βέβαια
είναι ασυνείδητος φαρισαϊσμός.
27.
Η πνευματική ζωή είναι η ζωή της αλήθειας. Αυτό είναι το θεμέλιο και ο βασικός όρος της
πνευματικής ζωής, το να ζει κανείς αληθινά και όχι σκοτεινά.
28.
Η αληθινή
πίστη είναι το να εξαρτάται ο άνθρωπος από το Θεό, το να αισθάνεται το Θεό ως
πλάστη του, ως δημιουργό του, ως πατέρα του, το να αισθάνεται τον Θεό λυτρωτή
και σωτήρα του, να τον αισθάνεται ως το παν.
Όσο κι αν
αισθάνεται αμαρτωλός δεν πρέπει να πάει πουθενά αλλού παρά μόνο στο Θεό. Μια
από τις ευχές της γονυκλισίας στον εσπερινό της Πεντηκοστής λέει: «…Σοι μόνω
αμαρτάνομεν, αλλά και σοί μόνω λατρεύομεν…». Το μικρό παιδί ότι και να κάνει, όσο ξύλο και να φάει από τη μητέρα
του, στη μητέρα του τελικά θα γυρίσει. Δεν μπορεί να μείνει έξω από το σπίτι.
Σε κανέναν άλλο δεν έχει εμπιστοσύνη παρά μόνο στη μητέρα του, η οποία όσο κι
αν το δείρει, ως μητέρα θα το δείρει.
29.
Η αμαρτία
είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Δεν
υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να μην έχει γεννηθεί με την αμαρτία. Αλίμονο σ’
εκείνον ο οποίος θα ξεφύγει από αυτό, θα θελήσει να ξεχάσει δηλαδή αυτή την
πραγματικότητα της αμαρτίας.
30.
Ο άνθρωπος πρέπει να ζει την πραγματικότητα του
κόσμου τούτου αλλά συγχρόνως να είναι αρπαγμένος και από τον άλλο κόσμο, τον
οποίο ο χριστιανός έχει μέσα του, και είναι η
χάρη που πήρε με το μυστήριο του βαπτίσματος και του χρίσματος. Μόνο εφόσον ζει
κανείς κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να είναι ένας ισορροπημένος άνθρωπος, ένας
υγιής ψυχολογικά άνθρωπος. Και αν δεν είναι ισορροπημένος, αν δεν είναι υγιής
ψυχολογικά εφόσον τα ζήσει και τα δύο αυτά συγχρόνως, μπορεί να γιατρευτεί.
31.
Η Εκκλησία
δεν λέει απλώς λόγια, αλλά όντως συμπορεύεται με τον Χριστό όντως συσταυρώνεται
και ανίσταται με τον Χριστό. Αυτό θα πει γιορτή των παθών, αυτό θα πει
ανάσταση. Το πάθος και η ανάσταση του Χριστού δεν είναι κάτι που έγινε κάποτε
και τώρα εμείς απλώς θυμόμαστε τα γεγονότα και εορτάζουμε την επέτειο. Όχι. Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο εορτασμός
αυτός έχει την έννοια αυτή: συμπορευόμαστε με τον Χριστό, συσταυρωνόμαστε με
τον Χριστό, με την ελπίδα ότι και θα συναναστηθούμε.