Ευαγγέλιο
Κυριακής: Ιωάν. (17, 1-13)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ
Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ
υἱός σου δοξάσῃ σε, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ
δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα
γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς,
τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ,
παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς
δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου
τετηρήκασι. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· 8 ὅτι τὰ
ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι
παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου
ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ
τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι
ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ
ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν
τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ
οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 νῦν
δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν
πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.
ΑΝΑΛΥΣΗ
Η
σημερινή Κυριακή, 7η από το Πάσχα, είναι αφιερωμένη στους 318
θεοφόρους Πατέρες, που συγκρότησαν την Α’ Οικ. Σύνοδο, για να διασώσουν την
Ορθόδοξη Πίστη από την αίρεση του Αρείου.
Η αίρεση αυτή ηρνείτο τη θεότητα του Χριστού και
διασπούσε το Θεανθρώπινο Σώμα Του, την Εκκλησία. Αν επικρατούσε η διδασκαλία
του Αρείου, θα ματαιωνόταν η σωτηρία του ανθρώπου, για την οποία ο Κύριος έγινε
άνθρωπος και «…έδωκεν
εαυτόν αντάλλαγμα τω θανάτω…». Αν ο Χριστός δεν ήταν Θεός τέλειος,
ομοούσιος με τον Πατέρα, πως ήταν δυνατόν να μας σώσει; Πώς μπορεί να μας
θεώσει, αν δεν είναι Θεός;
Γι’ αυτό και η σημερινή ευαγγελική περικοπή,
υπογραμμίζεται η θεότητα του Χριστού, του προαιώνιου Υιού και Λόγου του Θεού,
ομοούσιου με τον Πατέρα, αφού και οι δύο «…ἕν ἐσμεν …» στιχ. 22
1. Η
αρχιερατική προσευχή
Όλη η ζωή του Χριστού μας ήταν μια ακατάπαυστη προσευχή,
μια κοινωνία σχέσης και αγάπης προς τον Πατέρα Του. Σ’ αυτήν την τέλεια σχέση
μας κάλεσε και μας να μετάσχουμε.
Μια γεύση από αυτή την σχέση δίδεται μέσω της προσευχής,
μιας προσευχής που δίδαξε πως πρέπει να τελείται, ότι η αρχή και το τέλος κάθε
προσευχής είναι η δόξα του Θεού, και σ΄ αυτή πρέπει να αποβλέπουν τα έργα μας,
οι χαρές μας, οι θλίψεις μας και γενικά όλη η ζωή μας.
Επειδή ο Χριστός αναπέμπει την προσευχή αυτή σε στιγμή
μεγάλης οδύνης, θέλει να μας οδηγήσει και εμείς να κάνουμε το ίδιο. Στις
δοκιμασίες πρέπει να καταφεύγουμε «επί
τον Θεόν», διότι η «προσευχή, καταφύγιον πέφυκε βοηθείας και πηγής σωτηρίας»[1]
Αναπέμπει την προσευχή αυτή κατά την ώρα της θυσίας Του,
ως αληθινός Αρχιερέας των ψυχών μας, αλλά και «άμωμος αμνός», «σφάγιον ιερόν»,
που θα σηκώσει πάνω Του τις αμαρτίες μας, το καθημερινό μας έργο. Θα τις
«κατακρίνει εν τη σαρκί Αυτού», για να τις αφανίσει.
«..ἵνα ὦσιν ἓν …»
Όλη η προσευχή θέλει να μας βεβαιώσει την απέραντη αγάπη
Του προς ημάς. Να γνωρίσουμε ότι ο Θεός είναι Πατέρας, γι’ αυτό και αρχίζει με
το «Πάτερ…». Μέχρι τώρα ήταν γνωστός ως δημιουργός, όχι όμως ως
πατέρας. Η Πατρική ιδιότητα είναι φανέρωση του Υιού.
Δεν παρακαλεί για να υποστεί λιγότερο πόνο. Όχι. Δέχεται
όλη την οδύνη των παθών, την οποία μεταποιεί σε αγάπη στο Θεό και στον άνθρωπο.
Αυτή είναι η οδός για να αναστηθεί ο νεκρός άνθρωπος και να ανυψωθεί ως θεός
«κατά χάριν».
Ο Θεός δεν θέλει να μας δώσει κάτι από τα θεία χαρίσματα
αλλά όλη τη θεία ζωή, ώστε όπου θα είναι Αυτός, ο «κατά φύσιν» Υιός, να είναι και οι «κατά χάριν» υιοί. Για όλους προσεύχεται, δεν αφήνει κανένα έξω από
την αγάπη Του.
Η προσευχή του Κυρίου συνεχίζεται και στους ουρανούς,
γιατί η Αρχιερωσύνη του είναι «απαράβατος»
(=ανεξάλειπτη), χωρίς αρχήν και τέλος. Είναι θεία και υπερκόσμια και η λύτρωσή
Του αιώνια. Είναι Αρχιερέας προ πάντων των αιώνων και επειδή ο «Υιός μένει εις τον Αιώνα», οι άνθρωποι
όλοι έχουμε τον Χριστό ως Αρχιερέα αιώνιο στον θρόνο της Χάριτος, κατά τη
θέληση του Θεού-Πατέρα. Αυτή είναι η παρηγοριά μας και η ελπίδα μας. Θα ενεργεί
«εις το διηνεκές» τη μεσιτεία Του
και θα αναδεικνύει τους «κατά χάριν»
θεούς.
Τα ονόματά Του είναι δύο: Ιησούς γιατί και σώζει και
Χριστός γιατί χρίσθηκε από Άγιο Πνεύμα, ως ο Μέγας Αρχιερέας.[2]
2. Η
δόξα του Πατέρα και του Υιού
Ο
Ιησούς κοιτάζοντας προς τον ουρανό είπε «…πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν
σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε…»
Ο Χριστός μας διδάσκει πως ο σκοπός της προσευχής είναι η
δόξα του Θεού. Ο Χριστός ως Θεός, ήτανε πάντοτε δοξασμένος, «προ καταβολή κόσμου»
και η δόξα του δεν ήταν μόνο αθάνατη και αναλλοίωτη, αλλά και πλήρης. Και όταν
φόρεσε το άδοξο σώμα μας και έγινε άνθρωπος, η δόξα έμεινε αναλλοίωτη και στη
φάτνη και στον σταυρό, και στον θάνατο και στον άδη και στην Εδέμ, αλλά αθέατη
προς τον πεπτωκότα άνθρωπο, που υποδουλώθηκε στα πάθη και αμαύρωσε το «κατ’
εικόνα».
Δεν έχει ανάγκη ο Χριστός από δόξα, αλλά
θέλει να κάνει τον άνθρωπο «άξιον δόξης».
Η δόξα του Θεού θα περιλάβει και τον άνθρωπο. Θα δοξασθεί
πρώτος Αυτός «μετά σαρκός», αφού νικήσει τον θάνατο και θα γίνει η «απαρχή» της
καινής κτίσεως. Θα επεκταθεί η δόξα, σ’ όλη την ανθρωπότητα, στην Εκκλησία,
ώστε κανείς να μην κυριευθεί από τη φθορά και τον θάνατο.
Όταν λέγει «…δόξασόν
σου τὸν υἱόν΄…», θα πει δόξασε τον άνθρωπο «παρά σεαυτώ», με τη θεία δόξα. Δόξασε την ανθρώπινη φύση που
βρίσκεται τώρα στην αδοξία και ατιμία, αλλά και «πάσαν σάρκα», κάθε πρόσωπο, με τη δόξα που είχα ως Θεός, πριν
γίνει ο κόσμος.
3.
Δια σταυρού η δόξα
Ο
Σταυρός του Κυρίου
μας, η αγία και άμωμος θυσία Του είναι η αιτία όλων των αγαθών για το ανθρώπινο
γένος. Ο άνθρωπος θα ξαναβρεί τη σχέση και κοινωνία του με τον Θεό, που είναι
ζωή αιώνια.
Ο εχθρός της σωτηρίας μας, «δελεάζεται» (=ξεγελιέται) με το σταυρό και ενώ αναμένει με τη
σταύρωση του Χριστού μας να βασιλεύσει σ’ όλη την οικουμένη, χάνει τα πάντα και
καταπίπτει «πτώμα
εξαίσιον» (=φοβερό και
ασυνήθιστο).
Με το πάθος του αυτό επίσης όλη η οικουμένη γνωρίζει πως
ο «Θεός αγάπη εστί» και ότι ο Υιός είναι η φανέρωση του Πατέρα.
Πώς εξηγείται αυτό το μεγάλο μυστήριο; Πώς ο Χριστός «πάσχων νικά, σταυρούμενος σώζει και
αποθνήσκων ζωοποιεί», τον θνητό άνθρωπο;
Οφείλεται στην τέλεια σχέση που είχε και ως άνθρωπος με
τον Πατέρα. Χάρη στη σχέση αυτή μεταποιεί το θάνατο σε ζωή και ανάσταση, γιατί
διατήρησε την ανθρώπινη φύση χωρίς καμία αμαρτία. Η περιφρόνηση και εγκατάλειψη
της σχέσης από τον άνθρωπο έγινε αιτία όλων των δεινών, με κορυφαίο το θάνατο.
Θάνατος είναι η απουσία του Θεού από τη ζωή μας.
Ο άνθρωπος πίστευσε πως μπορεί μόνος του, χωρίς το Θεό,
να κατορθώσει την αθανασία και τη θέωση. Αγνόησε τον αληθινό Θεό της αγάπης και
έκανε θεούς τις πέτρες, τα ξύλα και τα άλλα αντικείμενα. Όπως λέει και ο Ιερός
Χρυσόστομος «…αποκτηνώθηκε
και αποθηριώθηκε, γιατί τα πάθη είναι θηρίων χαλεπώτερα…».
Ανέβασε στο σταυρό της αισχύνης το Θεό του, που ήλθε να
φέρει την χαρά, το φως, τη σωτηρία, θεωρώντας Τον ως ένα δημόσιο κακούργο και
κακοποιό. Αυτό ήταν αιχμαλωσία στον πιο σκοτεινό άδη.
Παρά ταύτα δεν μειώνει την αγάπη και τη σχέση Του με τον
Πατέρα, γιατί οποιαδήποτε υποχώρησης θα ήταν υποταγή στην εξουσία του εχθρού,
δηλ. πορεία προς το θάνατο. Μένει «Αχώριστος
τω Πατρί», προτιμά να «ζει εν τω Θεώ»
και ας είναι καθηλωμένος στο σταυρό, και το «μετά του Θεού είναι» δεν το ανταλλάσσει με όλους τους θησαυρούς
του κόσμου, που είναι απάτη, γιατί οδηγούν στον θάνατο. Αυτό είναι το άγνωστο
σε μας μυστήριο. Όποιος ζει διαρκώς μέσα στην παρουσία του Θεού, νικά τον
θάνατο και δοξάζεται με δόξα μοναδική. Γίνεται Κύριος πάντων και ενώ δεν έχει
τίποτα από τον κόσμο, «κατέχει τα
πάντα», γιατί κατέχει τον «Συνοχέα του παντός». (=που συγκρατεί τα
πάντα).
Όταν μπροστά από το σταυρό δεν σκέπτεται τίποτε άλλο από
τη δόξα του Πατέρα, αυτό είναι νίκη, γιατί πληγώνει καίρια τον διάβολο, ο
οποίος μπροστά στην οδύνη του σταυρού, ανάμενε να δει τον Χριστό να λυγίζει και
να αφίσταται από τον Θεό Πατέρα. Πριν δοξαζόταν ως Θεός, τώρα και ως άνθρωπος,
αφού φόρεσε το στεφάνι της ταπείνωσης, της αδοξίας και της πλήρους υπακοής στο
θέλημα του Πατρός.
Αυτό που αδυνατούσε ο άνθρωπος να κάνει, να πολεμήσει και
να νικήσει την αμαρτία και τον θάνατο, ο Χριστός πάνω στο σταυρό «…πολεμεί και νικά υπερ ημών…» (Εξ. 14,
14).
Όσο μεγάλη και αν είναι η «αμαρτία του κόσμου», είναι
αδύνατον να συγκριθεί και να προσμετρηθεί με την αρετή του Χριστού, τον ωκεανό
της αγάπης Του και της αγαθότητάς Του.
Μόνο αν αρθεί το «κάλυμμα
της σαρκός» θα μπορέσει ο άνθρωπος να δει «εν Πνεύματι Αγίω» τα επιτεύγματα της θυσίας του σταυρού ότι «επατήθη ο θάνατος θανάτω» και η
ανθρώπινη φύση Ανέστη και ζει «εν Θεώ» γιατί έμεινε αναμάρτητη.
4.
Κλήση για μετοχή στη θεία δόξα
Ο Χριστός μας θέλει η νίκη αυτή να επεκταθεί εις «πάσαν σάρκα». Ο καθένας πρέπει να
πιστέψει και ν’ ακολουθήσει τον «εν Χριστώ» τρόπο ζωής, την αγαπητική σχέση και
κοινωνία με το Θεό, να συναφθεί μαζί Του για να ελευθερωθεί από το θάνατο της
απουσίας Του και να «έχει ζωήν αιώνιον».
Όπως διευκρινίζει
και το σημερινό Ευαγγέλιο «…αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα
γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν…» (στιχ. 3)
Η γνώση του Θεού
δεν είναι διανοητική, είναι γνώση «υπερ άνθρωπον», αδίδακτη, προσωπική εμπειρία
από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος που κατοικεί στην καρδιάν των ταπεινών. Ο Θεός «γινώσκεται δια μετοχής»[3] και «ευσέβειας»[4]
Το Άγιο Πνεύμα «εντίθησι
(=θετει μέσα μας) την γνώσιν». Είναι «Πνεύμα
γνώσεως» (Ησαϊα 11, 2). Γι’ αυτό απαιτείται αναγέννηση στην ύπαρξή μας με
το Βάπτισμα, τη Θεία Ευχαριστία, την συνεχής άσκηση εντός μας, την τήρηση των
άγιων εντολών του Χριστού, που υπάρχει «μυστικώς»
ο ίδιος ο Χριστός.[5]
Και αυτό θα συνεχίζεται «άχρις ου
μορφωθή Χριστός εν ημίν», να
«ενοικήση και εμπεριπατήση εν ημίν» και να αναδειχθούμε υιοί και θεοί «κατά χάριν».
Πάντοτε βέβαια
«δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α’ Κορ. 13, 12), δηλ. αμυδρά, με αναμονή το
πλήρωμα κατά την όγδοη ημέρα. Έτσι πλουτίζουμε σε θεογνωσία – αιώνια ζωή.
5.
Δόξα Του είναι και η σύναψη των πολλών εις «έν» (σε ένα)
Ένα άλλο επίτευγμα που πηγάζει εκ Σταυρού, είναι η σύναψη
εις «έν» των «διασκορπισμένων τέκνων του Θεού» (Ιω. 11, 52). Το χαρακτηριστικό
γνώρισμα των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, είναι η αγάπη. Επειδή αγαπώνται
είναι ενωμένα εις «εν». Ο Χριστός παρακαλεί να υπάρχει αυτή η αγάπη και η
ενότητα και στους ανθρώπους, ως προέκταση της ενότητας του Πατέρα και του Υιού.
«…ἵνα ὦσιν ἓν
καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν…» Ιω (17,
22).
Η σωτηρία μας δεν είναι υπόθεση ατομική, αλλά
εκκλησιαστική. Είναι σχέση αγάπης και κοινωνίας με το Θεό και τους ανθρώπους
αδελφούς μας. Η Εκκλησία είναι η υπέρβαση του «εγώ» του ατόμου, Η Χαρά μας έχει
αξία, όταν σ’ αυτή συμμετέχουν όλοι, όπως ο Χριστός καλεί τους πάντες στη δική
Του χαρά.
«…ΟΥΚ ΕΣΜΕΝ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΣΟΦΟΤΕΡΟΙ…»
Στον ουρανό, λένε οι Πατέρες, δεν αναβαίνουμε αλλά
συναναβαίνουμε. Η Χάρις του Θεού μας βοηθάει. Αν κάνουμε βίωμά μας, το σταυρό,
τον καθημερινό θάνατο, έχοντας και διατηρώντας αγαπητική σχέση και κοινωνία με
το Θεό, τότε μετέχουμε στη θεία δόξα και συμβλαλουμε στην πραγματοποίηση της
επιθυμίας του Κυρίου «…πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι
ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με
πρὸ καταβολῆς κόσμου…». Ιω (17,
24). Γένοιτο.