Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει
και αντί να πολεμάω,
κάθομαι και τραγουδάω
Τι με μέλλει, τι με σκιάζει,
τι θα γίνω, δεν με νοιάζει.
Έχω χάσει την ουσία,
πως υπάρχει αθανασία.
Πάει και έρχεται ο χρόνος,
κι όλο γίνομαι πιο μόνος.
Ιδρωμένος, στερημένος,
απ’ τον Κύριο αποκομμένος.
Έχω μέσα μου στερέψει,
απ’ της ύλης πια την θρέψη.
Κλαίω οδύρομαι πονάω,
τον Θεό μου αποζητάω.
Θεέ, φιλόστοργε Πατέρα,
τα δεσμά μου κάνε πέρα.
Μες στις πτώσεις τις πολλές,
δεν έβλεπα τις δικές σου δωρεές.
Μα να, σηκώνομαι και πάλι,
πως έχω γίνει τέτοιο χάλι;
Μα με την δική Σου ευχή,
κάνω πάλι την αρχή.
Με μετάνοια προσευχή,
θα λαμπρύνω την ψυχή!
Τρόπαια νίκης πια θα στήνω,
και το αίμα μου θα χύνω.
Υιός του Υψίστου αληθινός,
στη ψυχή μου ταπεινός.
Τώρα πια δεν τραγουδάω[1],
πάλλομαι, δοξολογάω.
Χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει,
τώρα ο ζήλος παραμένει.
Παν οι μέρες, παν οι ώρες
κι η ζωή στις ανηφόρες.
Δεν πτοούμαι, κραταιούμαι
τον Θεό μου εγκαλούμαι
Την ευχούλα μου ψελλίζω,
τον Ιησού μου εναγκαλίζω.
Τώρα πια δεν νιώθω μόνος,
κι ας απέρχεται ο χρόνος.
Μεγαλώνω και γερνάω
πιο κοντά στο Κύριο πάω.
Στου θανάτου πια την ώρα,
Κύριε, αμαρτίες συγχώρα.
Ορθός, στο βήμα σου λαμπρός,
ταπεινός και καθαρός.
Μέσ’ τον οίκο Σου να μπω,
Θεέ μου πόσο σ’ αγαπώ.
[1] Το τραγουδάω εδώ δεν έχει την
πραγματική εκ του καθεαυτού έννοια, αλλά του ανέμελου (τζίτζικα) που αντί να
μαζεύει στην εποχή του θέρου, το μυαλό
του ήταν στην διασκέδαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου