1.
Επαίνεσαν στον αββά Αντώνιο κάποιοι αδελφοί έναν μοναχό.
Και ο αββάς κάποια φορά που τον επισκέφθηκε ο μοναχός, τον δοκίμασε αν υπομένει
τον εξευτελισμό. Διαπίστωσε όμως ότι δεν τον αντέχει, και του είπε: Μοιάζεις με
το χωριό που από μπροστά είναι καταστόλιστο, ενώ από την πίσω μεριά λεηλατείται
από ληστές.
2.
Είπε ο αββάς Ησαΐας: Νομίζω πως είναι πολύ σπουδαίο και
πολύτιμο αγαθό να νικήσει κανείς την κενοδοξία και να προκόψει στη γνώση του
Θεού. Γιατί αυτός που πέφτει στην εξουσία αυτού του πονηρού πάθους της
κενοδοξίας, γίνεται ξένος προς την ειρήνη, σκληραίνει η καρδιά του προς τους εν
Χριστώ αδελφούς και τελική συμφορά του είναι ότι πέφτει στην υψηλοφροσύνη,
δηλαδή στην υπερηφάνεια, που είναι η μάνα όλων των κακών. Εσύ όμως, πιστέ δούλε
του Χριστού, κράτα κρυφή την εργασία σου και με πόνο καρδιάς φρόντισε να μη
χάσεις το μισθό της εργασίας σου εξαιτίας της ανθρωπαρέσκειας. Γιατί αυτός που
κάνει κάτι για να επιδειχθεί στους ανθρώπους απομακρύνεται από τον μισθό του,
όπως είπε ο Κύριος[1].
3.
Είπε πάλι ο ίδιος: Αυτός που αγαπά να δοξάζεται από τους
ανθρώπους δεν μπορεί να απέχει από τον φθόνο. Κι όποιος φθονεί, δεν μπορεί να
αποκτήσει ταπεινοφροσύνη. Ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος παραδίνει την ίδια του
την ψυχή στους εχθρούς του, και αυτοί την σέρνουν σε πολλά κακά και τελικά την
σκοτώνουν.
4.
Ένας αδελφός πήγε κάποια μέρα στον αββά Θεόδωρο της
Φέρμης και έκανε 3 ημέρες παρακαλώντας τον να του πει ένα λόγο, αλλά εκείνος
δεν ανταποκρίθηκε και έφυγε ο αδελφός λυπημένος. Λέει λοιπόν στον γέροντα ο
μαθητής του: Αββά, πως δεν του πες έναν λόγο και έφυγε λυπημένος; Κι ο γέροντας
του είπε: Και βέβαια, δεν του είπα, γιατί είναι πραγματευτής και θέλει να
επιδεικνύεται με ξένα λόγια.
5.
Πήγε άλλος αδελφός σ’ αυτόν και άρχισε να μιλάει και να
ερευνά για πράγματα, τα οποία ακόμη δεν είχε αρχίσει να εφαρμόζει. Και του λέει
ο γέροντας: Ακόμη δεν βρήκες το πλοίο, ούτε τις αποσκευές σου φόρτωσες και πριν
ταξιδέψεις, έφτασες κιόλας σ’ εκείνη την πόλη; Πρώτα άρχισε την εργασία και
καθώς την κάνεις, θα φθάσεις σ’ αυτά που τώρα λες.
6.
Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Μώτιο: Εάν πάω να μείνω
σε κάποιον τόπο, πως ορίζεις να ζήσω εκεί; Κι ο γέροντας του λέει: Εάν
εγκατασταθείς σε κάποιον τόπο, να μην επιδιώξεις να βγάλεις όνομα για κάτι.
Παραδείγματος χάριν ότι δεν βγαίνω για σύναξη ή ότι δεν συμμετέχω σε τραπέζι
αγάπης. Αυτά δημιουργούν όνομα κούφιο και αργότερα θα σε ενοχλούν γιατί οι
άνθρωποι όπου βρουν τέτοια, εκεί τρέχουν. Τι λοιπόν να κάνω ρωτάει ο αδελφός: Όπου
κι αν εγκατασταθείς – του λέει ο γέροντας – να φέρεσαι όμοια με τους άλλους. Κι
ότι βλέπεις να κάνουν οι ευλαβείς στους οποίους έχεις εμπιστοσύνη, κάνε το κι
εσύ και θα είσαι αναπαυμένος. Γιατί αυτό είναι ταπείνωση, το να είσαι σε ίση
μοίρα μ’ αυτούς. Και οι άνθρωποι όταν θα σε βλέπουν έξω, θα σε θεωρούν ίδιο μ’
όλους και κανείς δεν θα σε ενοχλεί.
7.
Είπε ο αββάς Δανιήλ: Επισκεφθήκαμε κάποτε τον αββά
Ποιμένα και φάγαμε μαζί του. Έπειτα μας είπε: Πάτε τώρα, αδελφοί, να
αναπαυθείτε λιγάκι. Και πήγαν οι αδελφοί να αναπαυθούν λίγο. Εγώ όμως παρέμεινα
για να συζητήσω μόνος μαζί του. Σηκώθηκα
και πήγα στο κελί του. Σαν με είδε λοιπόν να πηγαίνω προς αυτόν, προσποιήθηκε
ότι κοιμόταν. Αυτή ήταν η εργασία του γέροντα, να τα κάνει όλα κρυφά.
8. Είπε ο αββάς Ποιμήν: Εκείνος που με κάθε τρόπο επιδιώκει
τη φιλία των ανθρώπων, απομακρύνεται εντελώς από τη φιλία του Θεού. Δεν είναι
καλό να θέλει κανείς να αρέσει σε όλους. Γιατί η Γραφή λέει: Αλλοίμονο σας όταν
όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν[2].
9.
Είπε ο αββάς Σισόης: Αν ο Θεός δεν δοξάσει τον άνθρωπο, η
δόξα των ανθρώπων είναι ένα τίποτε.
10.
Πήγε κάποτε ένας άρχοντας να δει τον αββά Σίμωνα.
Πρόλαβαν οι κληρικοί και του είπαν: Αββά, ετοιμάσου, γιατί ο άρχοντας άκουσε
για σένα και έρχεται να πάρει την ευλογία σου. Κι αυτός είπε: Ναι, ετοιμάζομαι.
Φόρεσε λοιπόν το χιλιομπαλωμένο ράσο του, πήρε ψωμί και τυρί στο χέρι και πήγε
κι έκατσε στην αυλόπορτα τρώγοντας. Ήρθε ο άρχοντας με τη συνοδεία του και
βλέποντας τον περιφρόνησαν και είπαν: Αυτός είναι ο αναχωρητής για τον οποίο
ακούσαμε; Και ευθύς πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
11.
Είπε η αγία Συγκλητική: Όπως ακριβώς ο θησαυρός όταν βγει
στο φανερό, με τον καιρό λιγοστεύει και τελικά εξαφανίζεται, κατά τον ίδιο
τρόπο και η αρετή, όταν γίνεται γνωστή και κοινοποιείται, χάνεται. Και όπως το
κερί λιώνει, όταν πλησιάσει η φωτιά, το ίδιο και η ψυχή διασκορπίζεται από τους
επαίνους και χαλαρώνει.
12. Ένας αδελφός ασκητής που δεν έτρωγε ψωμί, επισκέφθηκε
κάποιον ονομαστό γέροντα. Βρέθηκαν εκεί τη μέρα εκείνη κι άλλοι ξένοι και
μαγείρεψε ο γέροντας για χάρη τους λίγο φαγητό. Όταν κάθισαν να φάνε, ο ασκητής
έβαλε για τον εαυτό του μόνο ρεβίθια μουσκεμένα και έτρωγε. Όταν σηκώθηκαν από
το τραπέζι, τον πήρε ιδιαίτερα ο γέροντας και του ‘πε: Αδελφέ, όταν
επισκέπτεσαι κάποιον μη δείχνεις τη μοναχική σου άσκηση. Αν πάλι θέλεις να κρατάς
την άσκησή σου, να κάθεσαι στο κελί σου και να μην πηγαίνεις πουθενά. Ο ασκητής
πήρε ένα καλό μάθημα από τα λόγια του γέροντα και στο εξής στις συναντήσεις με
τους αδελφούς δεν ξεχώριζε.
13.
Είπε κάποιος γέροντας: Οπουδήποτε κι αν πας, μη θελήσεις
να φανερώσεις τον τρόπο της μοναχικής σου άσκησης. Δηλαδή ότι δεν τρώω λάδι, ή
φαγητό μαγειρεμένο ή ψάρι. Μόνο μην πιεις κρασί, εάν φοβάσαι τον σαρκικό
πόλεμο, κι αν μερικοί σε κατηγορήσουν, μην σε μέλει. Είπε ακόμη: Είπε ακόμη:
Εάν σε επισκεφθεί κάποιος αδελφός, πάρε το πένθος από το πρόσωπό σου και κρύψε
το στην καρδιά σου, έως ότου φύγει ο αδελφός. Και τότε βάλε πάλι το πένθος στο
πρόσωπό σου, γιατί φεύγουν οι δαίμονες όταν το βλέπουν να σε συνοδεύει
14.
Είπε γέροντας: Εκείνος που φανερώνει τα καλά του έργα και
τα κάνει γνωστά στον κόσμο, μοιάζει με τον σποριά που ρίχνει τον σπόρο στην
επιφάνεια της γης και έρχονται τα πτηνά του ουρανού και τον τρων[3].
Ενώ εκείνος που κρύβει την άσκησή του, όπως βάζει ο σποριάς τον σπόρο μέσα στης
γης τα αυλάκια, αυτός ακριβώς θα έχει άφθονη συγκομιδή.
15.
Είπε άλλος γέροντας: Ή να αποφεύγεις με κάθε τρόπο τους
ανθρώπους ή να εμπαίζεις τον κόσμο και τους ανθρώπους κάνοντας μωρό τον εαυτό
σου[4].
16.
Ήταν ένας ηγούμενος κοινοβίου που είχε μεγάλη εκτίμηση
από τους ανθρώπους. Και ήταν πατέρας διακοσίων μοναχών. Σ’ αυτόν ο Χριστός πήγε
σαν ένας φτωχός γέροντας και παρακάλεσε τον πορτάρη να πει στον αββά ότι είναι
ο τάδε συνασκητής.
Πολύ δύσκολα ο θυρωρός μπήκε για να
του το πει και βρήκε τον αββά να μιλάει με άλλους. Στάθηκε λίγο και ανέφερε
κατόπιν για τον φτωχό, μη γνωρίζοντας φυσικά ότι ήταν ο Χριστός. Ο αββάς άρχισε
να τα βάζει μαζί του λέγοντας: Δεν βλέπεις ότι μιλώ με τους ανθρώπους; Άσε με
τώρα. Και ο θυρωρός υποχώρησε. Ο Κύριος όμως μακροθύμησε και έμεινε
περιμένοντας τον, έως ότου έρθει.
Κατά τις έντεκα κατέφθασε κάποιος
πλούσιος, στου οποίου το μήνυμα ανταποκρίθηκε ο ηγούμενος. Ο πλούσιος σε έλεος
και φίλος των ταπεινών Θεός, βλέποντας τον μαζί με τον πλούσιο, τον παρακάλεσε
και του είπε: Θέλω να σου μιλήσω, αββά. Αλλά εκείνος συνοδεύοντας τον πλούσιο
μπήκε για το γεύμα φροντίζοντας δήθεν για τη φιλοξενία. Το ίδιο πάλι μετά το
γεύμα προέπεμψε ως την πύλη τον πλούσιο και γύρισε πίσω αιχμάλωτος στις μεγάλες
του φροντίδες ξεχνώντας την παράκληση του φτωχού και ανεξίκακου Γέροντα. Όταν
άρχισε να σκοτεινιάζει και δεν αποδείχθηκε άξιος να δεχθεί τον ευλογημένο και
πραγματικό ξένο, ανεχώρησε (ο ξένος), αφού δήλωσε στον θυρωρό το εξής: Πες στον
αββά: Εάν επιθυμείς τη δόξα των ανθρώπων, εγώ για τους προηγούμενους κόπους και
την πολλή σου άσκηση θα σου στείλω ανθρώπους από τα τέσσερα μέρη του ορίζοντα
να σου φέρουν αγαθά, γιατί θέλεις να αλείφεις και να σε αλείφουν, τα αγαθά όμως
της Βασιλείας μου δεν πρόκειται να γευθείς.
Και έτσι αποκαλύφθηκε ο παντοκράτορας
φτωχός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου