Τίτον (3, 8-15)
«…8
Τέκνον Τίτε, πιστός ο λόγος, και περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιούσθαι• ίνα
φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες τω Θεώ. Ταύτα εστι τα καλά
και ωφέλιμα τοις ανθρώποις• 9. μωράς δε ζητήσεις και γενεαλογίας και έριες και
μάχας νομικάς περιΐστασο• εισί γαρ ανωφελείς και μάταιοι. 10. Αιρετικόν άνθρωπον
μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, 11. ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος
και αμαρτάνει ων αυτοκατάρκριτος. 12. Όταν πέμψω Αρτεμάν προς σε ή Τυχικόν,
σπούδασον ελθείν προς με εις Νικόπολιν• εκεί γαρ κέκρικα παραχειμάσαι. 13.
Ζηνάν τον νομικόν και Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ίνα μηδέν αυτοίς λείπη. 14.
Μανθανέτωσαν δε και οι ημέτεροι καλών έργων προΐστασθαι εις τας αναγκαίας
χρείας, ίνα μη ώσιν άκαρποι. 15. Ασπάζονταί σε οι μετ΄ εμού πάντες. Άσπασαι
τους φιλούντας ημάς εν πίστει. Η χάρις μετά πάντων υμών• Αμήν...».
ΑΝΑΛΥΣΗ
Το σημερινό
αποστολικό ανάγνωσμα λέγεται 3 φορές κατά την διάρκεια του χρόνου, η 1η
είναι μετά το Πάσχα, εις μνήμη των 318 θεοφόρων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής
Συνόδου, η 2η είναι μέσα στον Ιούλιο, και είναι εις μνήμη των αγίων
Πατέρων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και η δε 3η, μέσα στον Οκτώβριο,
εις μνήμη των αγίων Πατέρων της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.
Με την πράξη αυτή η
Εκκλησία, θέλει να τιμήσει όλους εκείνους τους αγίους ιεράρχες, που έλαβαν
μέρος στις Οικουμενικές Συνόδους, δια των οποίων πολεμήθηκαν όλες οι κατά
καιρόν αιρέσεις, περιφρουρήθηκε η ορθή διδασκαλία, διατυπώθηκαν τα δόγματα της
πίστεως και θεσπίστηκαν οι ιεροί κανόνες χάριν της ευταξίας και της καλής
διοικήσεως της Εκκλησίας.
Το σημερινό
αποστολικό ανάγνωσμα, έχει ποιμαντικό χαρακτήρα, και ταιριάζει άριστα με το
αντικείμενο εορτασμού των Κυριακών που προαναφέραμε, εις μνήμη δηλαδή των αγίων
Πατέρων, οι οποίοι υπήρξαν θεοφόροι ποιμένες και πνευματοκίνητοι διδάσκαλοι της
Εκκλησίας.
«...Τέκνον
Τίτε, πιστός ο λόγος, και περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιούσθαι• ίνα
φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες τω Θεώ. Ταύτα εστί τα καλά
και ωφέλιμα τοις ανθρώποις...». στιχ. 8
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ξεκινά με τη φράση «…πιστός ο λόγος…». Ο
λόγος που αναφέρει ο απόστολος έχει να κάνει με το λόγο του Κυρίου. Μέσα στην
Εκκλησία, όλα στέκονται και στηρίζονται
στην ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ του λόγου του Θεού, ότι δηλαδή είναι λόγος ΑΛΗΘΙΝΟΣ,
ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ, και ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΟΣ. Είναι λόγος ζωής και σωτηρίας.
Αντίθετα ο δικός μας λόγος, είναι ανθρώπινος, τρεπτός και ασταθής.
Μεταβάλλεται και καταρρίπτεται, όταν βρεθεί μ’ ένα σημαντικό αντίλογο. Ο
άνθρωπος σώζεται όταν αποδέχεται ολόψυχα την αξιοπιστία του Θεού. Αντίθετα
αμαρτάνει, όταν την αμφισβητεί και προσπαθεί να βεβαιωθεί για το λόγο του Θεού,
ξεκινώντας από το δικό του λόγο, όταν δηλαδή ζητεί να πεισθεί και ύστερα να
πιστέψει.
Πρώτα αγαπούμε και πιστεύουμε και μετά γνωρίζουμε!! Αν δεν πιστέψουμε σ’ αυτόν
που μας ομιλεί και σ’ αυτά που λέει, τίποτα δεν θα καταλάβουμε. Το λέει και ο
προφήτης Ησαίας (7, 9), «…εάν μη πιστεύσητε, ουδέ μη συνιήτε…».
Ο σκοπός για τον οποίο ο Παύλος ζητά από τον Τίτο να ομιλεί με βεβαιότητα
για την αξιοπιστία του Ευαγγελίου είναι η χριστιανική πράξη και η μαρτυρία της
αγάπης. Οι άνθρωποι που αποδέχτηκαν το Ευαγγέλιο του Χριστού, και πιστεύουν στο
λόγο του Θεού, οφείλουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Η πίστη μόνη της δεν
αρκεί για τη σωτηρία μας!
Τα έργα της αγάπης στη ζωή των πιστών, δεν πρέπει να θεωρούνται πάρεργο,
αλλά κύριο μέλημα και έργο κάθε χριστιανού. Είναι η απόδειξης της ειλικρινής
πίστεώς μας προς το Θεό και τη γνησιότητα της αγάπης μας προς τους αδερφούς
μας.
«...μωράς
δε ζητήσεις και γενεαλογίας και έριες και μάχας νομικάς περιΐστασο• εισί γαρ
ανωφελείς και μάταιοι…» στιχ. 9
Πριν ο Παύλος υπέδειξε στον Τίτο, τι έπρεπε να επιδιώξει. Εδώ του συνιστά
τί όφειλε ν’ αποφύγει.
Ο Τίτος μέσα από τα λεγόμενα του αποστόλου όφειλε ν’ απέχει από
προστριβές, οξείες συζητήσεις και τελικά συγκρούσεις ανάμεσα στους
διαλεγόμενους, γύρω από την ισχύ των διατάξεων του Μωσαϊκού νόμου. Όφειλε ν’
απέχει γιατί αυτά τα πράγματα είναι ανώφελα και μάταια, γιατί όχι μόνο δεν
ωφελούν αλλά ζημιώνουν την Εκκλησία.
«...Αιρετικόν
άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού...» στιχ. 10
Ο Παύλος εδώ γίνεται ακόμα πιο σαφέστερος,
υποδεικνύοντας πια πρέπει να είναι η στάση των ποιμένων απέναντι στους
αιρετικούς.
Χρέος τους λοιπόν, ως πρώτο στάδιο, είναι να νουθετήσουν τον αιρετικό μια
και δύο φορές. Αν η νουθεσία δεν τελεσφορήσει, και ο νουθετούμενος αιρετικός
εξακολουθεί να εμμένει στις κακοδοξίες του, τότε δεν υπάρχει άλλη λύση από την εγκατάλειψη.
Η «παραίτηση», που αποτελεί το δεύτερο στάδιο αντιμετώπισης, εδώ σημαίνει
όχι απλώς εγκατάλειψη αλλά και διακοπή κάθε κοινωνίας. Εφόσον οι επανειλημμένες
νουθεσίες αποβαίνουν άκαρπες, είναι ανώφελη συζήτηση κάθε περαιτέρω επικοινωνία
με αιρετικούς και πείσμονες ανθρώπους.
Ως τρίτο στάδιο, οι ποιμένες θα πρέπει να διαφυλάξουν τους πιστούς από
την κακόδοξη αίρεση, που θα προσπαθήσει να τους συμπαρασύρει, και να διατηρήσει
καθαρή την παρακαταθήκη της πίστεως.
Το ποιμαντικό αυτό έργο που παίρνει η Εκκλησία αποβαίνει πολλές φορές
ωφέλιμο και για τους ίδιους τους αιρετικούς, διότι η αποκοπή τους από την
εκκλησιαστική κοινωνία θα τους κάνει να συνέλθουν και να διορθωθούν, ή αν αυτό
δεν γίνει, τους αφαιρεί κάθε δικαιολογία ή πρόφαση.
«…ειδώς
ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάρκριτος…» στιχ. 11
Η εγκατάλειψη του αιρετικού
είναι επιβεβλημένη από τους ποιμένες της Εκκλησίας μας, γιατί όταν η πλάνη κυριεύει
τον άνθρωπο, ο άνθρωπος επιμένει σ’ αυτήν, και διαστρέφει το νου του. Η αίρεση
αποτελεί νόσο της ψυχής και ο αμετάπειστα αιρετικός είναι ανίατα άρρωστος.
Εκούσια του έχει αποκοπεί από την οργανική ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος.
Στάση αδικαιολόγητη, αφού δεν υπάρχει ελαφρυντικό της άγνοιας. Όταν μετά από
την παραίνεση, ο αιρετικός επιμένει, τότε γίνεται αυτοκατάκριτος.
«…Όταν
πέμψω Αρτεμάν προς σε ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν προς με εις Νικόπολιν• εκεί
γαρ κέκρικα παραχειμάσαι. 13. Ζηνάν τον νομικόν και Απολλώ σπουδαίως πρόπεμψον,
ίνα μηδέν αυτοίς λείπη. 14. Μανθανέτωσαν δε και οι ημέτεροι καλών έργων προΐστασθαι
εις τας αναγκαίας χρείας, ίνα μη ώσιν άκαρποι. 15. Ασπάζονταί σε οι μετ΄ εμού
πάντες. Άσπασαι τους φιλούντας ημάς εν πίστει. Η χάρις μετά πάντων υμών• Αμήν…»
στιχ. 12
Το τμήμα αυτό της επιστολής αποτελεί τον επίλογο της επιστολής, και ο
απόστολος δίνει κάποιες τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες προς τον μαθητή του
απόστολο Τίτο και προς πρέπει να σπεύσει να τον συναντήσει.
Το παράδειγμα του αποστόλου είναι αξιοθαύμαστο, γιατί αν και
επιφορτισμένος με την μέριμνα πασών των εκκλησιών, δεν παραλείπει κανένα, αλλά
όλους τους θυμάται και για όλους ρωτά και ενδιαφέρεται. Ακόμη και για τα
καθημερινά προβλήματα και τις υλικές τους ανάγκες.
Τους θυμίζει πως τα καλά έργα συνιστούν την
καρποφορία της πίστεως, είναι η ακτινοβολία της γνήσιας χριστιανικής ζωής.
Χωρίς τα καλά έργα οι χριστιανοί ομοιάζουν με δένδρα άκαρπα.
Στο τελευταίο στίχο, τους ασπάζεται και τους ευλογεί. Η αγάπη είναι ο
ιερός δεσμός που συνδέει τα μέλη της εκκλησίας. Ο δεσμός αυτός στηρίζεται στην
κοινή πίστη στο πρόσωπο του Χριστού και αποτελεί την ενοποιό δύναμη που συνέχει
άρρηκτα τους χριστιανούς μεταξύ τους και με τον τρόπο αυτό οικοδομεί την
Εκκλησία σε σώμα Χριστού. Όλα μέσα στην Εκκλησία είναι έργο της θείας Χάριτος.
Με τη χάρη του Θεού ζουν και προκόπτουν πνευματικά οι πιστοί και με την ίδια
χάρη αυξάνεται και οικοδομείται το σώμα της Εκκλησίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«…ίνα φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες
τω Θεώ…».
Η φράση αυτή
αποτελεί το ουσιαστικό αίτημα της χριστιανικής ζωής που είναι η πράξη, η
αναγκαιότητα των καλών έργων. Στη χριστιανική ζωή δεν επαρκεί μόνο η πίστη.
Πρέπει να συνδυάζεται με την πράξη, ώστε η πίστη να μετουσιώνεται σε έμπρακτη
μαρτυρία αγάπης. (όχι μόνον λόγια αλλά και πράξεις).
Ασφαλώς η πίστη
έχει πρωταρχική σημασία και είναι εκείνη που ανοίγει το δρόμο της σωτηρίας.
Ωστόσο δεν μπορεί να είναι μια θεωρητική στάση, μια αφηρημένη αποδοχή κάποιων
αφηρημένων αληθειών ή αρχών, αλλά μια ΖΩΣΑ μαρτυρία, που θα αντικατοπτρίζει τη
ζωή και τα έργα μας. Πίστη, χωρίς ζωή και χωρίς έργα είναι ανάπηρη και κίβδηλη.
«…Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί…» μας διαβεβαιώνει ο αδελφόθεος Ιάκωβος. Και
όταν λέμε πως πιστεύουμε σ’ Αυτόν, Εκείνος μας φωνάζει: «…Δείξον μοι την πίστιν
σου εκ των έργων σου…». Ιακ. (2, 18). Και όταν διακηρύσσουμε πως τον αγαπούμε,
Εκείνος μας υπογραμμίζει πως όσα «…ἐποιήσατε ἑνὶ
τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε…», δείχνοντας την αγάπη
προς τους άλλους, ως ένδειξη αληθινής αγάπης προς το Θεό.
Έχουμε
χρέος λοιπόν αδελφοί μου, να δείξουμε έμπρακτα την αγάπη μας, εις πάσα άνθρωπο.
Και όπως μας διδάσκει ο απόστολος, δεν πρέπει απλώς να ενεργούμε το καλό, αλλά
να γινόμαστε οι πρωτοπόροι κάθε καλού έργου. Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου