Πραξ. (20, 16-18 & 28-36)
«…Εν
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ
γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν
τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα. ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον
μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ῾Ως δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν
αὐτοῖς· Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον
ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν
περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. ᾿Εγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ
τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν
ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν.
Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ
δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ
τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν
ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. ᾿Αργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ
γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται.
Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων,
μνημονεύειν τε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· Μακάριόν ἐστιν μᾶλλον
διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς
προσηύξατο...».
ΑΝΑΛΥΣΗ
Η
σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη στη μνήμη των αγίων Πατέρων που συγκρότησαν
την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, γι’ αυτό και το συγκεκριμένο χωρίο ανταποκρίνεται
κατά κάποιο τρόπο στο νόημα του εορταζόμενου γεγονότος.
Η αποστολική
περικοπή προέρχεται από το βιβλίο των Πράξεων, από το οποίο έχουν επιλεγεί όλα
τα αποστολικά αναγνώσματα του Πεντηκοσταρίου (Κυριακή του Πάσχα μέχρι με την
Κυριακή της Πεντηκοστής).
Ο απόστολος
τερματίζοντας την 3η περιοδεία, επείγεται να βρεθεί στα Ιεροσόλυμα
την εορτή της Πεντηκοστής. Παρακάμπτει την Έφεσο για να μη χρονοτριβήσει και
στέλνει ανθρώπους στην Έφεσο για να τον συναντήσουν στη Μίλητο.
Ο λόγος του θα
μπορούσε να χαρακτηρισθεί αποχαιρετιστήριος αλλά ταυτόχρονα διδακτικός και
παραινετικός. Υπενθυμίζει στους πρεσβυτέρους τον τρόπο και τις συνθήκες κάτω
από ποιες συνθήκες κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Ασία (για να τους καταστήσει σαφές
ότι ο δρόμος που θα διαβούν δεν θα είναι ρόδινος) και να’ ναι άγρυπνοι και
αφοσιωμένοι στο καθήκον τους στιχ. (28-31). Προβάλλοντας την ανιδιοτέλειά του,
συνιστά την έμπρακτη και ειλικρινή έκφραση της αδελφικής αγάπης προς τα μέλη
της Εκκλησίας.
Ο λόγος του
αποστόλου που διαποτίζεται από θερμή αγάπη του για την Εκκλησία, αποκαλύπτει μ’
ένα τρόπο που συγκλονίζει την αγωνία και το ανύσταχτο ενδιαφέρον του για τη
διαφύλαξη της ενότητας της Εκκλησίας και της καθαρότητας της διδαχής της.
Αυτά τα στοιχεία
ενέπνεαν την πίστη και κατεύθυναν τους αγώνες των αγίων Πατέρων διαμέσου των
αιώνων, προσπαθώντας να διαφυλάξουν αλώβητη την παρακαταθήκη της πίστεως.
===========================================================
«...Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος
παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ• ἔσπευδε
γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα...».
στιχ. 16
Βρισκόμαστε στο τέλος της 3ης αποστολικής περιοδείας του
Παύλου, και ο απόστολος κατευθύνεται προς τα Ιεροσόλυμα. Πρόθεσή του είναι να
βρεθεί εκεί οπωσδήποτε την ημέρα της Πεντηκοστής. Το ταξίδι αυτό για τα
Ιεροσόλυμα αναμένεται να’ ναι το τελευταίο. «…Πορεύεται εις Ιερουσαλήμ
δεδεμένος τω Πνεύματι…» στιχ. (22-23) δηλ. κατευθυνόταν από το Πνεύμα του Θεού
και ενώ έβλεπε τις θλίψεις, τα δεσμά και την επερχόμενη δοκιμασία, αφήνεται μ’
εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού.
«...Απὸ
δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας.
῾Ως δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς...». στιχ. (17-18)
Φθάνοντας στη Μίλητο στέλνει απεσταλμένους στην Έφεσο να έρθουν να τον
συναντήσουν. Ο απόστολος επείγεται αλλά επιθυμεί να συναντήσει τους επικεφαλείς
της πολυάνθρωπης Εκκλησίας της Εφέσου, για να τους χαιρετήσει και να τους
απευθύνει τις ύστατες υποθήκες του.
«...Προσέχετε
οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους,
ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος...»
στιχ. 28
Εκείνο με το οποίο οφείλει να’ ναι οπλισμένος ο «ποιμήν» είναι η προσοχή,
δηλ. η εγρήγορση και η αίσθηση της ιερής ευθύνης.
Ο Παύλος συνιστά να προσέχουν πρώτα τον εαυτό τους και μετά το ποίμνιο.
Το «…προσέχειν εαυτοίς…» εμπερικλείει την ακεραιότητα του ήθους, την
ακατάγνωστη αναστροφή και την ορθή διδασκαλία, στοιχεία θεμελιώδη για όσους
επωμίζονται το έργο της διαποίμανσης των πιστών.
Γιατί συνιστά ο απόστολος να προσέχουμε πρώτα τους
εαυτούς μας;
1. Γιατί μέσα από την ακεραιότητα
της δικής μας ζωής θα χαράξουμε το δρόμο και για τους άλλους.
2. Η ακεραιότητα του χαρακτήρα μας
είναι αυτή που θα διδάξει και θα κατευθύνει όσους αναπροσανατολιστούν.
3. Η ακεραιότητα του ήθους
συνδυασμένος με αγάπη είναι αυτό που θα σηκώσει τα βάρη, τα λάθη και τις
ατέλειες των συνανθρώπων μας, ώστε και αυτοί ν’ ανασηκωθούν και να συνεχίσουν.
Η ιερότητα του έργου και η σημασία της αποστολής των
πρεσβυτέρων αποδεικνύεται και με όσα λέει ο Παύλος για την Εκκλησία. Η Εκκλησία
που «επισκοπούν» οι πρεσβύτεροι είναι του Θεού, εκείνη που ο Κύριος απέκτησε με
το δικό του αίμα. Αν λοιπόν ο ίδιος ο Θεός με το αίμα του Μονογενούς Υιού
Του σώζει και εξαγιάζει την Εκκλησία, η παραμέληση της Εκκλησίας, ισοδυναμεί με
περιφρόνηση του τιμίου αίματός Του που έχασε για χάρη της. Αυτό καταδεικνύει
το πόσο πολύτιμο πράγμα είναι η Εκκλησία και πόση ευθύνη φέρουν αυτήν που την
διακονούν.
«...᾿Εγὼ
γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ
φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου• καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες
διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε,
μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν
ἕνα ἕκαστον...» στιχ. (29-31)
Ο απόστολος θέλοντας να προσδώσει έμφαση στα λεγόμενά του, και να
αιτιολογήσει την αξίωση που προέβαλε για επίδειξη της προσοχής εκ μέρους των
πρεσβυτέρων, προτάσσει τη ζωηρή πρόταση «…εγώ οίδα τούτο…».
Σε δύο κατηγορίες διακρίνει ο Παύλος τους εχθρούς της Εκκλησίας που
έμελλε να εμφανιστούν.
Τους μεν πρώτους τους ονομάζει «βαρείς λύκους» και θα συμπεριφέρονται
απέναντι στο ποίμνιο άσπλαχνα και σκληρά επιδιώκοντας τον αφανισμό τους, και
αυτοί θα προέλθουν απ’ έξω.
Οι δε δεύτεροι είναι εκείνοι που θα προέλθουν
από τα «σπάργανα» της ίδιας της Εκκλησίας, θα διαστρέφουν την
αλήθεια, κηρύσσοντας διάφορες αιρετικές διδασκαλίες και θα διασπούν την ενότητα
του εκκλησιαστικού σώματος, παρασύροντας τους χριστιανούς στις πλάνες και τα
σχίσματα.
Οι πρεσβύτεροι της Εκκλησίας αποβάλλοντας τη ραθυμία και το νυσταγμό της
ψυχής οφείλουν να παραμείνουν άγρυπνοι, προφυλάσσοντας το ποίμνιο του Χριστού
από την αρπακτική μανία των προβατόσχημων λύκων, αλλά και να διαφυλάξουν την
εκκλησιαστική αλήθεια από τον κίνδυνο της νοθείας και της διαστροφής. Ο
απόστολος προβάλλοντας τον εαυτό του, τους καθιστά σαφές πως απαραίτητα
στοιχεία για να το επιτύχουν αυτό είναι η αυταπάρνηση, η αφοσίωση στην
αποστολή, η απεριόριστη στοργή και αγάπη προς το ποίμνιο. Και ναι ο απόστολος
δεν λυπόταν ούτε έκλεγε όταν έβλεπε πολλούς, ή όταν πολλοί μαζεύονταν, αλλά
πονούσε και εργαζόταν για κάθε ψυχή ξεχωριστά, (στιχ. 31)
«...Καὶ
τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ
δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν...»
στιχ. 32
Μετά τη διδαχή του ο απόστολος αναθέτει τους πρεσβυτέρους στην πρόνοια,
στη φροντίδα και την προστασία του ιδίου του Θεού. Εκείνος πλέον θα τους
οδηγήσει, θα τους διδάξει δια της Χάριτος. Παράλληλα ο Ίδιος δίνει και τη
«κληρονομία» δηλ. μετοχή στη σωτηρία. «Κληρονομία» όμως που; Στους ηγιασμένους
δηλ. στους χριστιανούς, σ’ όσους ενδύθηκαν τον Ιησού Χριστό.
«…Αργυρίου
ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα• αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου
καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται…» στιχ. (33-34)
Ο απόστολος ως πνευματικός πατέρας και γεννήτωρ της Εφεσιανής Εκκλησίας
προβάλλοντας το παράδειγμά του, τους εφιστά την προσοχή να παραμείνουν ανιδιοτελής
και αφιλοχρήματοι. Η ανιδιοτέλεια και η αφιλοχρηματία αποτελούν την φανερή
και ορατή αρετή ενός εκκλησιαστικού ποιμένος και είναι μια από τις βασικές
εγγυήσεις του ιερατικού ήθους και της εσωτερικής του αγιότητας.
Πέρα από την ανιδιοτέλεια ο απόστολος εργαζόταν όχι μόνο για τα δικά του,
αλλά και των συνεργατών του, προβάλλοντας έτσι την αγάπη του προς πάσα
κατεύθυνση που υπερνικούσε την κούραση, τους κόπους και την ταλαιπωρία.
Παράδειγμα πράγματι ηρωικό και μέτρο σύγκρισης αξεπέραστο για τους ποιμένες της
Εκκλησίας, που δεν φτάνει μόνο να είναι διάδοχοι, αλλά χρειάζεται να’ ναι και
ομότροποι των αποστόλων.
«…Πάντα
ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων,
μνημονεύειν τε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε• Μακάριόν ἐστιν μᾶλλον
διδόναι ἢ λαμβάνειν…» στιχ. 35
Εδώ πάλι ο απόστολος, μέσω του προσωπικού του παραδείγματος, συνιστά
στους πρεσβυτέρους τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν ν’ αντιλαμβάνονται τους
ασθενώντας[1]. Πρέπει να βοηθούμε με το
προϊόν του κόπου της εργασίας μας.
Η προσφορά προς τους αδερφούς μας – και μάλιστα εκείνους που βρίσκονται σε
ανάγκη – είναι μια πράξη που μας εξομοιώνει με τον ίδιο τον Θεό και Πατέρα μας,
ο οποίος δίνει σε όλους, χωρίς Αυτός να λαμβάνει το παραμικρό από κανένα.
«…Καὶ
ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο...» στιχ. 36
Ο απ. Παύλος με το πέρας της αποχαιρετιστήριας ομιλίας του, γονατίζει και
προσεύχεται για τελευταία φορά μαζί τους. Η προσευχή προς τον Κύριο σφραγίζει
την ενότητά τους και την αταλάντευτη εμπιστοσύνη στη θεϊκή φροντίδα. Στο σημείο
τούτο ο Παύλος μιμείται τον Κύριο, που μετά την ομιλία Του στο υπερώο των
Ιεροσολύμων, την επισφράγισε με την αρχιερατική του προσευχή. Το ότι ο απ.
Παύλος προσεύχεται γονατιστός φανερώνει την ταπείνωση, τη συντριβή και τη
λατρευτική διάθεση εκείνου που προσεύχεται.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«…Προσέχετε
οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους…».
Η σύσταση αυτή του απ. Παύλου εμπερικλείει ορισμένες αλήθειες:
(1) Το λειτούργημα
των πρεσβυτέρων δεν είναι κάτι τυχαίο, αλλά είναι έργο Αγίου Πνεύματος.
Λειτουργούν καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα. Οι κληρικοί δεν είναι υπάλληλοι
που έλαβαν κάποιον διορισμό ή κάποιοι που μπορούμε και εκλέγουμε, όπως
εκλέγουμε ένα δήμαρχο ή ένα κοινοτάρχη.
Οι εκκλησιαστικοί
ηγέτες είναι φορείς ενός χαρίσματος, της ιερωσύνης, που λαμβάνουν κατά την ώρα
της χειροτονίας τους από το Άγιο Πνεύμα. Αναδέχονται την άσκηση ενός
λειτουργήματος, μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα, ΟΧΙ εξ ονόματος των πιστών, αλλά
από τον ίδιο τον Θεό, δια του μυστηρίου της ιερωσύνης.
(2) Οι πρεσβύτεροι,
και ιδιαίτερα οι Επίσκοποι, είναι διάδοχοι των αγίων αποστόλων. Συνεχίζουν το
δικό τους έργο και αναλαμβάνουν τη δική τους αποστολή. Είναι οι οικονόμοι των
μυστηρίων του Θεού. Κανένας άλλος, ας είναι και άγιος.
(3) Είναι οδηγοί
ψυχών και διδάσκαλοι του λαού και αγωνίζονται να οδηγήσουν τους πιστούς στην
πηγή της αληθινής ζωής.
Ένα
τέτοιο έργο όμως είναι ιδιαίτερα δύσκολο και επίπονο γι’ αυτό ο απόστολος
εφιστά προσοχή. Πολλά μάτια είναι στραμμένα στους κληρικούς γι’ αυτό και η
ακεραιότητα του ήθους και του χαρακτήρα τους είναι επιβεβλημένη.
Ας επαγρυπνούμε και ας στηρίξουμε τους κληρικούς μας στο δύσκολο έργο που τους δόθηκε από το Θεό και ας προσευχηθούμε γι’ αυτούς ο Θεός να τους δίνει δύναμη και στήριξη στον επικείμενο τους αγώνα. Γένοιτο.
[1] Εδώ ο απόστολος ασθενείς εννοεί όσους έχουν ανάγκη, τους φτωχούς, τους
ασθενείς προς την πίστη κοκ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου