Ψαλμὸς ᾠδῆς, εἰς
τὴν ἡμέραν τοῦ σαββάτου.
Ψαλ. 91,2 Ἀγαθὸν
τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ ψάλλειν τῷ ὀνόματί σου, Ὕψιστε,
Ψαλ. 91,2 Ευχαριστον και ωφέλιμον είναι,
εις εμέ να δοξάζω σε τον Κυριον και να υμνολογώ το πάντιμον όνομά σου, ω
Υψιστε.
Ψαλ. 91,3 τοῦ
ἀναγγέλλειν τῷ πρωΐ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου κατὰ νύκτα
Ψαλ. 91,3 Να διαλαλώ ημέραν και νύκτα
την ευσπλαγχνίαν σου, την φιλαλήθειάν σου και την αξιοπιστίαν σου εις τας
υποσχέσεις σου.
Ψαλ. 91,4 ἐν
δεκαχόρδῳ ψαλτηρίῳ μετ᾿ ᾠδῆς ἐν κιθάρᾳ.
Ψαλ. 91,4 Με ψαλτήριον δεκάχορδον, με
άσμα το οποίον θα το συνοδεύη η κιθάρα,
Ψαλ. 91,5 ὅτι
εὔφρανάς με, Κύριε, ἐν τοῖς ποιήμασί σου, καὶ ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν σου
ἀγαλλιάσομαι.
Ψαλ. 91,5 διότι συ, Κυριε, μου δίδεις
χαράν και ευφροσύνην, με γεμίζεις αγαλλίασιν με τα θαυμαστά έργα των χειρών
σου.
Ψαλ. 91,6 ὡς
ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε· σφόδρα ἐβαθύνθησαν οἱ διαλογισμοί σου.
Ψαλ. 91,6 Ποσον μεγαλειώδη και
αξιοθαύμαστα είναι, Κυριε, τα έργα σου! Βαθείς και ανεξερεύνητοι είναι οι
διαλογισμοί σου και αι αποφάσεις σου.
Ψαλ. 91,7 ἀνὴρ
ἄφρων οὐ γνώσεται, καὶ ἀσύνετος οὐ συνήσει ταῦτα.
Ψαλ. 91,7 Ανθρωπος όμως, τον οποίον ο
αμαρτωλός βίος έκαμεν άφρονα, δεν ημπορεί να γνωρίση τα θαυμάσια αυτά έργα σου.
Και ασύνετος, εξ αιτίας του σκοτισμού της αμαρτίας, δεν είναι εις θέσιν να τα
κατανοήση.
Ψαλ. 91,8 ἐν
τῷ ἀνατεῖλαι ἁμαρτωλοὺς ὡσεὶ χόρτον καὶ διέκυψαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν
ἀνομίαν, ὅπως ἂν ἐξολοθρευθῶσιν εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
Ψαλ. 91,8 Οι ασύνετοι αμαρτωλοί
φυτρώνουν ταχέως και αυξάνουν και ανθοφορούν, ωσάν τον χόρτον. Ολοι οι εργάται
της ανομίας σηκώνουν την κεφαλήν και υψώνονται· ματαίως όμως, διότι το
κατάντημά των θα είναι ο αιώνιος όλεθρος.
Ψαλ. 91,9 σὺ
δὲ Ὕψιστος εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε·
Ψαλ. 91,9 Συ όμως, Κυριε, παραμένεις ο
μόνος Υψιστος Θεός στους αιώνας των αιώνων.
Ψαλ. 91,10 ὅτι ἰδοὺ
οἱ ἐχθροί σου, Κύριε, ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου ἀπολοῦνται, καὶ διασκορπισθήσονται
πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν,
Ψαλ. 91,10 Ιδού, οι εχθροί σου, Κυριε, το
πιστεύω και το διακηρύττω, ιδού οι εχθροί σου οπωσδήποτε θα καταστραφούν και θα
διασκορπισθούν ανά τα διάφορα σημεία όλοι, όσοι εργάζονται την ανομίαν.
Ψαλ. 91,11 καὶ
ὑψωθήσεται ὡς μονοκέρωτος τὸ κέρας μου καὶ τὸ γῆράς μου ἐν ἐλαίῳ πίονι·
Ψαλ. 91,11 Εξ αντιθέτου η ιδική μου όμως
δύναμις θα υψωθή, θα ενισχυθή, όπως του ισχυρού μονρκέρωτος, και τα γηράματά
μου, χάρις εις τας ιδικάς σου δωρεάς, θα είναι θαλερά, όπως το σώμα που
αλείφεται με παχύ έλαιον.
Ψαλ. 91,12 καὶ
ἐπεῖδεν ὁ ὀφθαλμός μου ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου, καὶ ἐν τοῖς ἐπανισταμένοις ἐπ᾿ ἐμὲ
πονηρευομένοις ἀκούσεται τὸ οὖς μου.
Ψαλ. 91,12 Το μάτι μου θα ιδή με δικαίαν
ικανοποίησιν τον όλεθρον των εχθρών μου και το αυτί μου θα ακούση την τιμωρίαν
των πονηρών εχθρών μου, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου.
Ψαλ. 91,13 δίκαιος
ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, ὡσεὶ ἡ κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.
Ψαλ. 91,13 Ομως ο δίκαιος άνθρωπος θα
ανθίζη πάντοτε, όπως ο φοίνιξ· θα αυξηθή και θα πληθυνθή, όπως τα κέδρα του
Λιβάνου.
Ψαλ. 91,14 πεφυτευμένοι
ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν·
Ψαλ. 91,14 Φυτευμένοι οι δίκαιοι στον
οίκον του Κυρίου, εις τας ιεράς αυλάς του Θεού μου, θα ανθίζουν και θα
καρποφορούν τας αρετάς.
Ψαλ. 91,15 ἔτι
πληθυνθήσονται ἐν γήρει πίονι καὶ εὐπαθοῦντες ἔσονται τοῦ ἀναγγεῖλαι
Ψαλ. 91,15 Και στο βαθύ ακόμη γήρας των
θα προκόπτουν εις αρετήν και καλά έργα, θα είναι θαλεροί και ακμαίοι, δια να
αναγγέλλουν πάντοτε τα μεγαλεία του Θεού.
Ψαλ. 91,16 ὅτι εὐθς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ.
Ψαλ. 91,16 ὅτι εὐθς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου